Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραπομπή: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d'accompagner, d'escorter ; cortège, escorte;<br /><b>2</b> transport, importation.<br />'''Étymologie:''' [[παραπέμπω]].
|btext=ῆς (ἡ) :<br /><b>1</b> action d'accompagner, d'escorter ; cortège, escorte;<br /><b>2</b> transport, importation.<br />'''Étymologie:''' [[παραπέμπω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραπομπή''': , ἀποστολὴ μετὰ συνοδείας, σίτου Ψήφ. παρὰ Δημ. 249. 16. 2) συνοδεία, σωματοφυλακή, π. διδόναι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 31, 1· πέμπειν, ἐξαποστέλλειν Πολύβ. 30. 9, 13., 15. 5, 7· παραπομπῆς τυχεῖν Διόδ. 20. 45. 3) ἐπὶ ἀθλητῶν περιστοιχιζομένων ὑπὸ τῶν εὐνοούντων αὐτούς, Χαρίτ. 6. 2 (D΄ Orv.). ΙΙ. τὸ παρέχειν, [[προμήθεια]], αἱ τῶν καρπῶν π., [[εἴτε]] δι’ εἰσαγωγῆς [[εἴτε]] δι’ ἐξαγωγῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 5, 4· ἑκάστης ἡμέρας π. ἐγένοντο, εἰσήγοντο ζωοτροφίαι, τὰ ἐπιτήδεια, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23· παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων Ἀντιφῶν ἐν «Πλουσίοις» 1. 15. 2) τὸ παρεχόμενον, ζωοτροφίαι, τὰ ἐπιτήδεια, Λατιν. commeatus, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 18, Αἰσχίν. 50. 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παραπομπή]]· [[μετακομιδή]]».
|elnltext=παραπομπή -ῆς, ἡ [παραπέμπω] transport.
}}
{{elru
|elrutext='''παραπομπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[перевозка]], [[доставка]] (αἱ τῶν καρπῶν παραπομπαί Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[продовольствие]], [[снабжение]] (παραπέμψαι τινὶ τὴν παραπομπήν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[сопровождение]], [[эскорт]] (τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήσποντον Dem.; π. γυναικεία Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παραπομπή:''' ἡ ([[παραπέμπω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποστολή]] με [[συνοδεία]] <i>σίτου</i>, σε Ψήφ. [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παροχή]], [[προμήθεια]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που παρέχεται, προμήθειες, Λατ. [[commeatus]], σε Ξεν.
|lsmtext='''παραπομπή:''' ἡ ([[παραπέμπω]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> [[αποστολή]] με [[συνοδεία]] <i>σίτου</i>, σε Ψήφ. [[παρά]] Δημ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[παροχή]], [[προμήθεια]], σε Αριστ.<br /><b class="num">2.</b> αυτό που παρέχεται, προμήθειες, Λατ. [[commeatus]], σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραπομπή:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[перевозка]], [[доставка]] (αἱ τῶν καρπῶν παραπομπαί Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[продовольствие]], [[снабжение]] (παραπέμψαι τινὶ τὴν παραπομπήν Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[сопровождение]], [[эскорт]] (τοῦ σίτου εἰς Ἑλλήσποντον Dem.; π. γυναικεία Plut.).
|lstext='''παραπομπή''': , ἀποστολὴ μετὰ συνοδείας, σίτου Ψήφ. παρὰ Δημ. 249. 16. 2) συνοδεία, σωματοφυλακή, π. διδόναι Ἀριστ. Οἰκ. 2. 31, 1· πέμπειν, ἐξαποστέλλειν Πολύβ. 30. 9, 13., 15. 5, 7· παραπομπῆς τυχεῖν Διόδ. 20. 45. 3) ἐπὶ ἀθλητῶν περιστοιχιζομένων ὑπὸ τῶν εὐνοούντων αὐτούς, Χαρίτ. 6. 2 (D΄ Orv.). ΙΙ. τὸ παρέχειν, [[προμήθεια]], αἱ τῶν καρπῶν π., [[εἴτε]] δι’ εἰσαγωγῆς [[εἴτε]] δι’ ἐξαγωγῆς, Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 5, 4· ἑκάστης ἡμέρας π. ἐγένοντο, εἰσήγοντο ζωοτροφίαι, τὰ ἐπιτήδεια, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 23· παραπομπὴν ποιεῖν τῶν ἰχθύων Ἀντιφῶν ἐν «Πλουσίοις» 1. 15. 2) τὸ παρεχόμενον, ζωοτροφίαι, τὰ ἐπιτήδεια, Λατιν. commeatus, Ξεν. Ἑλλ. 7. 2, 18, Αἰσχίν. 50. 35. - Καθ’ Ἡσύχ.: «[[παραπομπή]]· [[μετακομιδή]]».
}}
{{elnl
|elnltext=παραπομπή -ῆς, ἡ [παραπέμπω] transport.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παραπομπή]], ἡ, [[παραπέμπω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[convoying]], σίτου Decret. ap. Dem.<br /><b class="num">II.</b> a procuring, providing, Arist.<br /><b class="num">2.</b> that [[which]] is procured, [[supplies]], Lat. [[commeatus]], Xen.
|mdlsjtxt=[[παραπομπή]], ἡ, [[παραπέμπω]]<br /><b class="num">I.</b> a [[convoying]], σίτου Decret. ap. Dem.<br /><b class="num">II.</b> a procuring, providing, Arist.<br /><b class="num">2.</b> that [[which]] is procured, [[supplies]], Lat. [[commeatus]], Xen.
}}
}}