3,274,789
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui prend un soin superflu, minutieux à l'excès ; περίεργόν ἐστι avec l'inf. ISOCR il est superflu de …;<br /><b>2</b> qui s'occupe de ce qui ne le regarde pas, indiscret;<br /><b>II.</b> travaillé avec un soin excessif, d'un art raffiné : τὸ περίεργον LUC soin excessif, art prétentieux;<br /><i>Cp.</i> περιεργότερος.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἔργον]]. | |btext=ος, ον :<br /><b>I. 1</b> qui prend un soin superflu, minutieux à l'excès ; περίεργόν ἐστι avec l'inf. ISOCR il est superflu de …;<br /><b>2</b> qui s'occupe de ce qui ne le regarde pas, indiscret;<br /><b>II.</b> travaillé avec un soin excessif, d'un art raffiné : τὸ περίεργον LUC soin excessif, art prétentieux;<br /><i>Cp.</i> περιεργότερος.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ἔργον]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=περίεργος -ον [περί, ἔργον] act., zich veel moeite gevend pos. zeer nauwlettend; subst. τὸ περίεργον nauwlettendheid; Luc. 42.4; adv. zorgvuldig:. κατασημηναμένου [[περιέργως]] nadat ik het zorgvuldig verzegeld had Luc. 42.53. ongunstig, van verkeerd bestede moeite bemoeizuchtig:; περίεργός εἰμι ik ben een bemoeial Men. Epitr. 262; verkeerd bezig:; σφᾶς αὐτοὺς ἡγήσονται περιέργους... τηρουμένους zij zullen menen dat hun oplettendheid verkeerd bestede moeite was Lys. 12.35; περιέργους... ἐνόμιζεν εἶναι (Socrates) vond dat ze verkeerd bezig waren Xen. Mem. 1.3.1; bijgelovig. NT Act. Ap. 19.19. pass., waaraan te veel moeite is gegeven overbodig:; τὸ δὲ προσδιαιρεῖσθαι περίεργον verdere onderscheidingen te maken is overbodig Aristot. Rh. 1369a8; περίεργα ἐρωτῶν overbodige vragen stellend Luc. 78.3.2; buitensporig, overdreven:; ὀδμή... περίεργος overdreven parfumering Hp. Praec. 10; subst. τὸπερίεργον buitensporigheid:. τῆς κόμης τὸ περίεργον zijn overdreven haardracht Luc. 8.13. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίεργος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[излишне хлопотливый]], [[не в меру усердствующий]], [[суетливый]] Lys., NT: γραμματικῶν [[περίεργα]] γένη шутл. Anth. суетливое (мелочное) племя грамматиков;<br /><b class="num">2)</b> [[чрезмерный]], [[бесполезный]], [[излишний]]: [[περίεργα]] καὶ μακρὰ λέγειν Plat. говорить долго о неважном;<br /><b class="num">3)</b> [[чрезмерно изысканный]], [[утонченный]] (τράπεζαι Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[дорогостоящий]], [[разорительный]] ([[πόλεμος]] Isocr.). | |||
}} | }} | ||
{{StrongGR | {{StrongGR | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''περίεργος:''' -ον (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που είναι υπερβολικά [[προσεκτικός]], σε Λυσ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων, [[ανακατωσούρης]], [[κουτσομπόλης]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., φτιαγμένος με ιδιαίτερη [[φροντίδα]], καλοδουλεμένος, σε Αισχίν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιττός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[περίεργος]], [[προληπτικός]], σε Πλούτ. | |lsmtext='''περίεργος:''' -ον (*[[ἔργω]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που είναι υπερβολικά [[προσεκτικός]], σε Λυσ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που ασχολείται με τις υποθέσεις των άλλων, [[ανακατωσούρης]], [[κουτσομπόλης]], σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> Παθ., φτιαγμένος με ιδιαίτερη [[φροντίδα]], καλοδουλεμένος, σε Αισχίν. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> [[περιττός]], σε Πλάτ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[περίεργος]], [[προληπτικός]], σε Πλούτ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περίεργος''': -ον, (*[[ἔργω]]) ὁ πολὺ ἢ καθ’ ὑπερβολὴν φροντίζων, εἰς μάταιον κόπον ὑποβάλλων ἑαυτόν, Λυσ. 123. 24· ἐπὶ ἰατρῶν, Ἀριστ. π. Ἀναπν. 21, 7· ἐπὶ γραμματικῶν, Ἀνθ. Π. 11. 322. 2) ὁ ασχολούμενος εἰς τὰ πράγματα τῶν ἄλλων, ὁ ἀναμιγνυόμενος εἰς ξένας ὑποθέσεις, τὰ ἀλλότρια περιεργαζόμενος, Λατ. curiosus, Ἰσοκρ. 102Α, Ξεν. Ἀπομν. 1. 3, 1· περίεργα βλέπειν, βλέπειν μετὰ περιεργείας, Ἀνθ. Π. 12. 175. 3) [[πλήρης]] περιεργίας, ἔχων νοῦν ἐρευνητικόν, [[ἐρευνητικός]], Ἡρῳδιαν. 4. 12. ΙΙ. παθ., ὁ μετ’ ἰδιαζούσης προσοχῆς πεποιημένος, π. [[πόλεμος]], [[λίαν]] [[δαπανηρός]] [[πόλεμος]], Ἰσοκρ. περὶ Ἀντιδ. § 124 2) ὁ μετὰ πολλῆς ἀκριβείας εἰργασμένος, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 310, Πλούτ. 2. 64Α· τὸ τῆς [[κόμης]] π. Λουκ. Νιγρ. 13· ἰδίως ἐπὶ γλώσσης ἢ ὕφους, ὀνόματα, λόγοι Αἰσχίν. 86. 27, Διον. Ἁλ. π. Λυσ. 14· τὸ π. Θουκυδίδου ὁ αὐτ. ἐν τῷ τῶν Ἀρχ. Κρίσεις 3. 2· συγκρ., περιεργοτέρα [[λέξις]] ὁ αὐτ. π. Ἰσαίου 3· - συγκρ. ἐπίρρ., περιεργότερον ἠσκημένος τὴν κόμην Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 1, 1. 3) [[περιττός]], περίεργα καὶ μικρὰ λέγειν Πλάτ. Πολιτ. 286C· εἴ τις π. ἀφαιρεθῇ (ἐξυπ. [[δαπάνη]]) Ἀριστ. Ρητορ. 1. 4, 8· π. ἐστί τι Ἀνδοκ. 27. 35, πρβλ. Ἰσαῖ. 1. 38· π. [ἐστὶ] τὸ λέγειν Ἀριστ. Πολιτ. 5. 11, 33, πρβλ. Ρητορ. 1. 10, 9. - Ἐπίρρ. [[περιέργως]], Ἱππ. 24. 9, Τιμοκλῆς ἐν «Ἥρωσιν» 2, κτλ. 4) [[περίεργος]], δεισιδαιμονίας [[πλήρης]], ἱερουργίαι Πλουτ. Ἀλέξ. 2· τὰ περίεργα, περίεργα τεχνάσματα, Πράξ. Ἀποστ. ιθ', 19· πρβλ. [[περιεργία]] ΙΙΙ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «περίεργον. περιττὸν· ἢ στρεβλὸν». | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |