Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

παραφυάς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=άδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> pousse partant de la racine, rejeton;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> [[αἱ]] παραφυάδες :<br /><b>1</b> ramifications des veines;<br /><b>2</b> filaments aux pattes de l'[[ἀστακός]].<br />'''Étymologie:''' [[παραφύω]].
|btext=άδος (ἡ) :<br /><b>I.</b> pousse partant de la racine, rejeton;<br /><b>II.</b> <i>p. anal.</i> [[αἱ]] παραφυάδες :<br /><b>1</b> ramifications des veines;<br /><b>2</b> filaments aux pattes de l'[[ἀστακός]].<br />'''Étymologie:''' [[παραφύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παραφυάς''': -άδος, ἡ, (παπαφύω) τὸ πλησίον φυόμενον. 1) ἐπὶ φυτῶν, τὸ ἀπὸ τῆς ῥίζης τοῦ δένδρου βλαστάνον, «κωλορρίζι, παραβλάσταρον, Λατιν. stulo, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 6, 2· ἀντίθετ. τῷ [[παρασπάς]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 4. 2) ἐπὶ ζῴων, αἱ διακλαδώσεις τῶν φλεβῶν, Ἱπποκρ. 279. 55· πρβλ. [[ἀποφυάς]]· - ἐπὶ τῶν ποδῶν ἀστακοῦ, ἔχουσι δὲ καὶ παραφυάδας λεπτὰς οἱ πρὸς τῷ στόματι πόδες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 14, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 10, 5. 3) μεταφορ. ἐπὶ ὑποδιαιρέσεων ἐν τῇ λογικῇ, Φίλων ἐν Στοβ. Ἐκλ. 2. 44, Σουΐδ, κτλ. [ῠ] ἐν Νικ. Ἀποσπ. 12 [[ἀναγνωστέον]] παραφυιάς, πρβλ. [[δεκάφυιος]]].
|elnltext=παραφυάς -άδος, ἡ [παραφύω] zijtak, scheut.
}}
{{elru
|elrutext='''παραφῠάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[росток]], [[побег]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> зоол. [[отросток]], [[придаток]] Arst.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''παραφυάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[παραφύομαι]]), [[παρακλάδι]], σε Αριστ.
|lsmtext='''παραφυάς:''' -[[άδος]], ἡ ([[παραφύομαι]]), [[παρακλάδι]], σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παραφῠάς:''' άδος (ᾰδ) ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[росток]], [[побег]] Arst.;<br /><b class="num">2)</b> зоол. [[отросток]], [[придаток]] Arst.
|lstext='''παραφυάς''': -άδος, ἡ, (παπαφύω) τὸ πλησίον φυόμενον. 1) ἐπὶ φυτῶν, τὸ ἀπὸ τῆς ῥίζης τοῦ δένδρου βλαστάνον, «κωλορρίζι, παραβλάσταρον, Λατιν. stulo, Ἀριστ. Ἠθικ. Ν. 1. 6, 2· ἀντίθετ. τῷ [[παρασπάς]], Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 2. 2, 4. 2) ἐπὶ ζῴων, αἱ διακλαδώσεις τῶν φλεβῶν, Ἱπποκρ. 279. 55· πρβλ. [[ἀποφυάς]]· - ἐπὶ τῶν ποδῶν ἀστακοῦ, ἔχουσι δὲ καὶ παραφυάδας λεπτὰς οἱ πρὸς τῷ στόματι πόδες Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 2, 14, πρβλ. π. Ζ. Μορ. 3. 10, 5. 3) μεταφορ. ἐπὶ ὑποδιαιρέσεων ἐν τῇ λογικῇ, Φίλων ἐν Στοβ. Ἐκλ. 2. 44, Σουΐδ, κτλ. [ῠ] ἐν Νικ. Ἀποσπ. 12 [[ἀναγνωστέον]] παραφυιάς, πρβλ. [[δεκάφυιος]]].
}}
{{elnl
|elnltext=παραφυάς -άδος, ἡ [παραφύω] zijtak, scheut.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παραφυάς]], άδος, [[παραφύομαι]]<br />an [[offshoot]], Arist.
|mdlsjtxt=[[παραφυάς]], άδος, [[παραφύομαι]]<br />an [[offshoot]], Arist.
}}
}}