Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πάτριος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=η <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> du père;<br /><b>2</b> des pères, des ancêtres : τὸ πάτριον THC la règle <i>ou</i> la coutume des ancêtres ; τὰ πάτρια les coutumes, les institutions, les lois des ancêtres ; πάτριόν ἐστι c'est une coutume qui a passé des pères aux enfants de, <i>etc.</i><br /><i>Cp.</i> πατριώτερος, qui provient plutôt des ancêtres, plus ancien.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]].
|btext=η <i>ou</i> α, ον :<br /><b>1</b> du père;<br /><b>2</b> des pères, des ancêtres : τὸ πάτριον THC la règle <i>ou</i> la coutume des ancêtres ; τὰ πάτρια les coutumes, les institutions, les lois des ancêtres ; πάτριόν ἐστι c'est une coutume qui a passé des pères aux enfants de, <i>etc.</i><br /><i>Cp.</i> πατριώτερος, qui provient plutôt des ancêtres, plus ancien.<br />'''Étymologie:''' [[πατήρ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πάτριος''': -α, -ον, Τραγ· ἀλλὰ καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἑλ. 222, καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. Πεζογράφοις· ἀλλ’ ἴδε Ἀνδοκ. 26. 45· ([[πατήρ]])· - ὁ ἀνήκων εἰς τὸν πατέρα τινός, ὁ τοῦ πατρός, Λατ. patrius. ἄρουρα Πινδ. Ο. 2. 26. [[ὄσσα]] [[αὐτόθι]] 6. 106· γῆ, [[χθών]], Σοφ. Ἀντ. 106, Εὐρ. Μήδ. 651, Ἑλ. 222, κτλ,· τεύχεα, δώματα Σοφ. Φ. 398, Ο. Τ. 1394. ΙΙ. = [[πατρικός]], ὁ ἐκ τῶν προγόνων παραληφθείς, [[κληρονομικός]], οἱ π. θεοὶ Ἡρόδ. 1. 172, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. 11· αἱ π. τελεταὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 367· ἱερὰ Θουκ. 2. 16· νόμοι ὁ αὐτ. 4. 118· θυσίαι Ἰσοκρ. 218D, Πλάτ. αἱ π. ἀρχαὶ Ξενοφ. Κύρ. 1. 1, 4, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3, 14, 11 καὶ 12· αἱ τιμαὶ αἱ π. Ἰσοκρ. 195Α· π. καὶ ἀρχαῖα [[νόμιμα]] Πλάτ. Νόμ. 793Β πατριωτέρα [[ἡγεμονία]], ἀρχαιοτέρα, Ἰσοκρ. 48Α· - πάτριόν ἐστιν αὐτοῖς, [[εἶναι]] κληρονομικὸν [[δικαίωμα]] παρ’ αὐτοῖς, ἀρχαία [[συνήθεια]] ἐκ τῶν προγόνων, Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 778, πρβλ. Θουκ. 1. 123, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 3· π. Σπάρτης Τυρταῖ. 12· οὐκ ἦν [[ταῦτα]] τοῖς [[τότε]] Ἀθηναίοις πάτρια Δημ. 295. 24· - τὰ πάτρια, Λατ. [[instituta majorum]] (ἐν ᾧ τά πατρῷα, σημαίνει τὴν πατρικὴν κληρονομίαν), κατὰ τὰ πάτρια Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1000, Θουκ. 2. 2, κτλ· ἀντίθετ. τῷ παρὰ τὰ π. Πλάτ. Πολιτικ. 296C· ποιῶ πρὸς τὴν πόλιν τὰ πάτρια, ὑπηρετῶ τὴν πόλιν ὡς ὑπηρέτουν οἱ πατέρες ἡμῶν πρὸ ἡμῶν, Ἰσοκρ. 46 Ε· σπανιώτερον καθ’ ἑνικ., τὸ πάτριον [[παρείς]], παραμελήσας τὸν κανόνα τῶν πατέρων ἡμῶν, Θουκ. 4. 86. - Ἐπίρρ. πατρίως Ἰουδαίοις, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν πατέρων αὐτῶν, Ἰωσήπ. Πόλ. 1. 24, 2. π. καλούμενον, ἐν τῇ ἐπιχωρίῳ αὐτῶν γλώσσῃ, 5. 2, 1. - Ἴδε [[πατρῷος]] ἐν τέλ.
|elnltext=πάτριος -ον in Att. proza en kom., f. ook -α in lyr. en trag. [πατήρ] van vader, vader-. erfelijk, traditioneel:; οἱ πάτριοι θεοί de traditionele goden Hdt. 1.172.2; οὐ γὰρ πάτριον τοῦτ’ ἐστίν dat is niet de traditie Aristoph. Eccl. 778; πάτριον... ὑμῖν ἐκ τῶν πόνων τὰς ἀρετὰς κτᾶσθαι jullie hebben de traditie jullie voortreffelijkheid te verwerven uit harde arbeid Thuc. 1.123; subst. τὰ πάτρια de traditie:. κατὰ τὰ πάτρια volgens de oude gebruiken Aristoph. Ach. 1000.
}}
{{elru
|elrutext='''πάτριος:''' и<br /><b class="num">1)</b> [[отцовский]], [[отчий]] ([[ἄρουρα]] Pind.; τεύχεα Soph.; [[χθών]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> унаследованный от отцов, наследственный, (пра)дедовский (θεοί Her.; νόμοι Thuc.): οὐ [[πάτριον]] τοῦτ᾽ ἐστιν Arph. нет (у нас) такого обычая - см. тж. [[πάτρια]] и [[πάτριον]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πάτριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[πατήρ]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον [[πατέρα]] κάποιου, Λατ. [[patrius]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> = [[πατρικός]], προερχόμενος, [[κληρονομικός]], <i>οἱ πάτριοι θεοί</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τὰ πάτρια</i>, Λατ. [[instituta majorum]], κατά τὰ πάτρια, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· [[σπανίως]] στον ενικ., τὸπάτριον [[παρείς]], παραμελώντας τις αρχές των προγόνων μας, σε Θουκ.· πρβλ. [[πατρῷος]].
|lsmtext='''πάτριος:''' -α, -ον και -ος, -ον ([[πατήρ]])·<br /><b class="num">I.</b> αυτός που αναφέρεται ή ανήκει στον [[πατέρα]] κάποιου, Λατ. [[patrius]], σε Πίνδ., Σοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> = [[πατρικός]], προερχόμενος, [[κληρονομικός]], <i>οἱ πάτριοι θεοί</i>, σε Ηρόδ., Αριστοφ. κ.λπ.· <i>τὰ πάτρια</i>, Λατ. [[instituta majorum]], κατά τὰ πάτρια, σε Αριστοφ., Θουκ. κ.λπ.· [[σπανίως]] στον ενικ., τὸπάτριον [[παρείς]], παραμελώντας τις αρχές των προγόνων μας, σε Θουκ.· πρβλ. [[πατρῷος]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πάτριος:''' и<br /><b class="num">1)</b> [[отцовский]], [[отчий]] ([[ἄρουρα]] Pind.; τεύχεα Soph.; [[χθών]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> унаследованный от отцов, наследственный, (пра)дедовский (θεοί Her.; νόμοι Thuc.): οὐ [[πάτριον]] τοῦτ᾽ ἐστιν Arph. нет (у нас) такого обычая - см. тж. [[πάτρια]] и [[πάτριον]].
|lstext='''πάτριος''': -α, -ον, Τραγ· ἀλλὰ καὶ ος, ον, Εὐρ. Ἑλ. 222, καὶ παρὰ τοῖς Ἀττ. Πεζογράφοις· ἀλλ’ ἴδε Ἀνδοκ. 26. 45· ([[πατήρ]])· - ὁ ἀνήκων εἰς τὸν πατέρα τινός, ὁ τοῦ πατρός, Λατ. patrius. ἄρουρα Πινδ. Ο. 2. 26. [[ὄσσα]] [[αὐτόθι]] 6. 106· γῆ, [[χθών]], Σοφ. Ἀντ. 106, Εὐρ. Μήδ. 651, Ἑλ. 222, κτλ,· τεύχεα, δώματα Σοφ. Φ. 398, Ο. Τ. 1394. ΙΙ. = [[πατρικός]], ὁ ἐκ τῶν προγόνων παραληφθείς, [[κληρονομικός]], οἱ π. θεοὶ Ἡρόδ. 1. 172, Συλλ. Ἐπιγρ. 1104. 11· αἱ π. τελεταὶ Ἀριστοφ. Βάτρ. 367· ἱερὰ Θουκ. 2. 16· νόμοι ὁ αὐτ. 4. 118· θυσίαι Ἰσοκρ. 218D, Πλάτ. αἱ π. ἀρχαὶ Ξενοφ. Κύρ. 1. 1, 4, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 3, 14, 11 καὶ 12· αἱ τιμαὶ αἱ π. Ἰσοκρ. 195Α· π. καὶ ἀρχαῖα [[νόμιμα]] Πλάτ. Νόμ. 793Β πατριωτέρα [[ἡγεμονία]], ἀρχαιοτέρα, Ἰσοκρ. 48Α· - πάτριόν ἐστιν αὐτοῖς, [[εἶναι]] κληρονομικὸν [[δικαίωμα]] παρ’ αὐτοῖς, ἀρχαία [[συνήθεια]] ἐκ τῶν προγόνων, Ἀριστοφάν. Ἐκκλ. 778, πρβλ. Θουκ. 1. 123, Ξεν. Ἑλλ. 7. 1, 3· π. Σπάρτης Τυρταῖ. 12· οὐκ ἦν [[ταῦτα]] τοῖς [[τότε]] Ἀθηναίοις πάτρια Δημ. 295. 24· - τὰ πάτρια, Λατ. [[instituta majorum]] (ἐν ᾧ τά πατρῷα, σημαίνει τὴν πατρικὴν κληρονομίαν), κατὰ τὰ πάτρια Ἀριστοφάν. Ἀχ. 1000, Θουκ. 2. 2, κτλ· ἀντίθετ. τῷ παρὰ τὰ π. Πλάτ. Πολιτικ. 296C· ποιῶ πρὸς τὴν πόλιν τὰ πάτρια, ὑπηρετῶ τὴν πόλιν ὡς ὑπηρέτουν οἱ πατέρες ἡμῶν πρὸ ἡμῶν, Ἰσοκρ. 46 Ε· σπανιώτερον καθ’ ἑνικ., τὸ πάτριον [[παρείς]], παραμελήσας τὸν κανόνα τῶν πατέρων ἡμῶν, Θουκ. 4. 86. - Ἐπίρρ. πατρίως Ἰουδαίοις, κατὰ τὴν συνήθειαν τῶν πατέρων αὐτῶν, Ἰωσήπ. Πόλ. 1. 24, 2. π. καλούμενον, ἐν τῇ ἐπιχωρίῳ αὐτῶν γλώσσῃ, 5. 2, 1. - Ἴδε [[πατρῷος]] ἐν τέλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πάτριος -ον in Att. proza en kom., f. ook -α in lyr. en trag. [πατήρ] van vader, vader-. erfelijk, traditioneel:; οἱ πάτριοι θεοί de traditionele goden Hdt. 1.172.2; οὐ γὰρ πάτριον τοῦτ’ ἐστίν dat is niet de traditie Aristoph. Eccl. 778; πάτριον... ὑμῖν ἐκ τῶν πόνων τὰς ἀρετὰς κτᾶσθαι jullie hebben de traditie jullie voortreffelijkheid te verwerven uit harde arbeid Thuc. 1.123; subst. τὰ πάτρια de traditie:. κατὰ τὰ πάτρια volgens de oude gebruiken Aristoph. Ach. 1000.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj