3,271,376
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> plaine, <i>particul. en parl. de la plaine de</i> l'Attique;<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πέδον]]. | |btext=ου (τό) :<br /><b>1</b> plaine, <i>particul. en parl. de la plaine de</i> l'Attique;<br /><b>2</b> <i>pudenda muliebria</i>.<br />'''Étymologie:''' [[πέδον]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πεδίον -ου [πέδον] vlakte:; τὸ Τροίας πεδίον de vlakte van Troje Soph. Ph. 1435; ook plur..; τὰ Θετταλικὰ πεδία de vlakte van Thessalië Plat. Plt. 264c; abs. de vlakte van Attica; Thuc. 2.20.1; geschikt voor akkerbouw; οὗτός τοι πεδίων πέλεται νόμος dat is de regel van het bouwland Hes. Op. 388; spreekw..; ἱππέας εἰς πεδίον προκαλῇ je roept ruiters naar de vlakte ( iem. vragen om uitgerekend dat te doen waarin hij gespecialiseerd is), ‘dat is een kolfje naar zijn hand' Plat. Tht. 183d; overdr. van de zee; πλεύσασα... ὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδίων varend over de oogstloze vlakten Eur. Phoen. 210; seks.. καλόν γ’ ἔχουσα πεδίον met een hele fraaie vlakte (d.w.z. schaamstreek) Aristoph. Lys. 88. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πεδίον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[равнина]] (π. Αἰσώπου Aesch.; τὸ Τροίας π. и τὰ Τροίας πεδία Soph.): πόντου πεδία Eur. морская гладь, море;<br /><b class="num">2)</b> [[поле]], [[нива]] (πεδία [[λωτεῦντα]] Hom.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 31: | Line 34: | ||
|lsmtext='''πεδίον:''' τό ([[πέδον]]), [[πεδιάδα]] ή [[κάμπος]], και περιληπτικά, πεδινή, ανοιχτή [[χώρα]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ. | |lsmtext='''πεδίον:''' τό ([[πέδον]]), [[πεδιάδα]] ή [[κάμπος]], και περιληπτικά, πεδινή, ανοιχτή [[χώρα]], σε Όμηρ., Ησίοδ. κ.λπ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πεδίον''': τό, ([[πέδον]]) [[πεδιάς]], καὶ περιληπτικῶς πεδινὴ [[χώρα]], ἀνοικτή, ἐπί τε καλλιεργημένου τόπου καὶ ἐπὶ πεδίου μάχης, Ὅμ., Ἡσ. κλ.· Παρ’Ὁμ. σχεδὸν ἀείποτε καθ’ ἑνικ.· ἀλλὰ πληθ. εν. Ἰλ. Μ. 283, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 386, καθὼς συνἠθως παρὰ τοῖς Ἀττ. παρὰ Τραγ. [[ὡσαύτως]] ἐπὶ τῆς θαλάσσης, δελφινοφόρον πόντου [[πεδίον]] Αἰσχύλ. Ἁποσπ. 150· πόντου π. Αἰγαῖον Ἴων παρὰ τῷ Σχολιαστ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 209· πρβλ. [[περίρρυτος]] 2. 2) παρ’ Ἀττικοῖς τὸ ἑνικὸν [[εἶναι]] ἐν χρήσει ἐπί τινος ἰδιαιτέρας πεδιάδος (πρβλ. [[πέδον]] 2), [[πεδίον]] Ἀσωποῦ Αἰσχύλ. Ἀγ. 297· τὸ Τροίας π. Σοφ. Φιλ. 1435, ([[ἀλλά]], τὰ Τροίας π., [[αὐτόθι]] 1376)· τὸ Θήβης π. ὁ αὐτ. ἐν Ο. Κ. 1321· Καΰστριον π. Ἀριστοφ. Ἀχ. 68· τὸ Κιρραῖον π., ἐν Δελφοῖς, Αἰσχίν. 68, 36· τὰ Θετταλικὰ π. Πλάτ. Πολιτ. 264C· τὸ Ἄρειον π., τὸ Campus Martius, Διον. Ἁλ. 7. 57· - ἰδίως ἡ πεδιὰς τῆς Ἀττικῆς (ἴδε [[πεδιακός]]), Ἡρόδ. 1. 59, Θουκ. 2, 55, Ἰσαῖ. 53. 5· ἐν πεδίῳ, ἐπὶ εὐφόρου πεδιάδος, ἀντίθετον τῷ ἐν πέτραις, Μένανδρ. ἐν Ἀδήλ. 95. 3) ἱππέας εἰς [[πεδίον]] προκαλεῖσθαι «ἐπὶ τῶν τοὺς ἔν τισι βελτίους καὶ ἐπιστημονικωτέρους αὐτῶν εἰς ἔριν προκαλουμένων» (Σχολ.), Πλάτ. Θεαίτ. 183D, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Καταψευδομένῳ» 1. ΙΙ. τὸ [[μέρος]] τοῦ ποδὸς τὸ ἀμέσως πρὸ τῶν δακτύλων, «μέρη δὲ ποδὸς τὸ μὲν ἄνω πρὸ τῶν δακτύλων [[πεδίον]] ἢ [[ὄρος]] ἢ πολυόστεον, ἐξ’ ὀστῶν καὶ νεύρων συγκείμενον» Πολυδ. Β΄, 197, Γαλην. ΙΙΙ. τὸ [[γυναικεῖον]] [[αἰδοῖον]], Ἀριστοφ. Λυσ. 88. - Πρβλ. [[πέδον]]. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |