Anonymous

κροῦμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />action de frapper un instrument à cordes avec le plectre.<br />'''Étymologie:''' [[κρούω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[αὔλημα]].
|btext=ατος (τό) :<br />action de frapper un instrument à cordes avec le plectre.<br />'''Étymologie:''' [[κρούω]].<br /><i><b>Syn.</b></i> [[αὔλημα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''κροῦμα''': τό, ([[κρούω]]) [[κτύπημα]], οὐκ [[ἄπειρος]] οὖσα πολλῶν κρουμάτων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 257 (ἐπὶ συνουσίας)· οὕτω, [[κροῦσμα]], Ἀνθ. Π. 6. 27, Ποιητ. Βοταν. 121. 2) [[ἦχος]] παραγόμενος ἐκ τῆς κρούσεως ἐγχόρδου ὀργάνου διὰ τοῦ πλήκτρου, [[ἦχος]], [[τόνος]], κρούεται τὰ κρούματα... τὰ μὲν ἄνω, τὰ δὲ [[κάτω]] Ἱππ. 346. 16, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 120, Πλάτ. Πολ. 333Ε, κτλ.· ἐν τῷ τύπῳ, [[κροῦσμα]], Ἀνθ. Π. 5. 292· ― [[ὅθεν]] [[μέλος]] παιζόμενον εἰς τὴν λύραν ἢ κιθάραν, Πλάτ. Μίν. 317D· εὔχρηστον [[ὡσαύτως]], οὐχὶ ὀρθῶς, ἐπὶ πνευστῶν ὀργάνων, (κρούματα τὰ αὐλήματα καλοῦσιν Πλούτ. 2. 638C· πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 84., Ζ΄, 88), τοιαῦτα... νιγλαρεύων κρ., τοιαῦτα τερετίζων κρ., Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 27· αὐλεῖ... σαπρὰ κρούματα Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Σειρῆσιν» 2.
|elnltext=κροῦμα -τος, τό [κρούω] slag, stoot, klap; seks.: οὐκ ἄπειρος οὖσα πολλῶν κρουμάτων niet onbekend met allerlei stoten Aristoph. Eccl. 257. getokkel (op muziekinstrument):. κρούματα ἐν λύρᾳ getokkel op de lier Plat. Alc. 1. 107a.
}}
{{elru
|elrutext='''κροῦμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[удар]], [[толчок]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[бряцание]], [[игра]] (ἐν [[λύρα]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[мелодия]], [[песня]], [[напев]] (κρούματα ἐπὶ τὰ [[μέλη]] Plat.; κρούματα καὶ ᾄσματα Luc.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''κροῦμα:''' -ατος, τό ([[κρούω]]), [[χτύπημα]], [[πλήγμα]]· [[ήχος]] που παράγεται από το [[χτύπημα]] έγχορδων οργάνων με το [[πλήκτρο]], [[νότα]], σε Πλάτ.
|lsmtext='''κροῦμα:''' -ατος, τό ([[κρούω]]), [[χτύπημα]], [[πλήγμα]]· [[ήχος]] που παράγεται από το [[χτύπημα]] έγχορδων οργάνων με το [[πλήκτρο]], [[νότα]], σε Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''κροῦμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[удар]], [[толчок]] Arph.;<br /><b class="num">2)</b> pl. [[бряцание]], [[игра]] (ἐν [[λύρα]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[мелодия]], [[песня]], [[напев]] (κρούματα ἐπὶ τὰ [[μέλη]] Plat.; κρούματα καὶ ᾄσματα Luc.).
|lstext='''κροῦμα''': τό, ([[κρούω]]) [[κτύπημα]], οὐκ [[ἄπειρος]] οὖσα πολλῶν κρουμάτων Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 257 (ἐπὶ συνουσίας)· οὕτω, [[κροῦσμα]], Ἀνθ. Π. 6. 27, Ποιητ. Βοταν. 121. 2) [[ἦχος]] παραγόμενος ἐκ τῆς κρούσεως ἐγχόρδου ὀργάνου διὰ τοῦ πλήκτρου, [[ἦχος]], [[τόνος]], κρούεται τὰ κρούματα... τὰ μὲν ἄνω, τὰ δὲ [[κάτω]] Ἱππ. 346. 16, πρβλ. Ἀριστοφ. Θεσμ. 120, Πλάτ. Πολ. 333Ε, κτλ.· ἐν τῷ τύπῳ, [[κροῦσμα]], Ἀνθ. Π. 5. 292· ― [[ὅθεν]] [[μέλος]] παιζόμενον εἰς τὴν λύραν ἢ κιθάραν, Πλάτ. Μίν. 317D· εὔχρηστον [[ὡσαύτως]], οὐχὶ ὀρθῶς, ἐπὶ πνευστῶν ὀργάνων, (κρούματα τὰ αὐλήματα καλοῦσιν Πλούτ. 2. 638C· πρβλ. Πολυδ. Δ΄, 84., Ζ΄, 88), τοιαῦτα... νιγλαρεύων κρ., τοιαῦτα τερετίζων κρ., Εὔπολ. ἐν «Δήμοις» 27· αὐλεῖ... σαπρὰ κρούματα Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Σειρῆσιν» 2.
}}
{{elnl
|elnltext=κροῦμα -τος, τό [κρούω] slag, stoot, klap; seks.: οὐκ ἄπειρος οὖσα πολλῶν κρουμάτων niet onbekend met allerlei stoten Aristoph. Eccl. 257. getokkel (op muziekinstrument):. κρούματα ἐν λύρᾳ getokkel op de lier Plat. Alc. 1. 107a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[κροῦμα]], ατος, τό, [[κρούω]]<br />a [[stroke]]: a [[sound]] made by [[striking]] stringed instruments with the plectron, a [[note]], Plat.
|mdlsjtxt=[[κροῦμα]], ατος, τό, [[κρούω]]<br />a [[stroke]]: a [[sound]] made by [[striking]] stringed instruments with the plectron, a [[note]], Plat.
}}
}}