Anonymous

περίψημα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on ôte en frottant tout autour, ordure;<br /><b>2</b> délivrance.<br />'''Étymologie:''' [[περιψάω]].
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> ce qu’on ôte en frottant tout autour, ordure;<br /><b>2</b> délivrance.<br />'''Étymologie:''' [[περιψάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περίψημα''': τό, τὸ ἀποσπογγιζόμενον, περιττὸν [[πρᾶγμα]] καὶ ἀπορρίψιμον, «σκουπίδι», ἐπὶ φαύλου ἢ μηδαμινοῦ ἀνθρώπου, πρὸς Κορινθ. Α΄ Ἐπιστ. δ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 9282, Φώτ.· ἴδε [[κάθαρμα]] Ι. 2.
|elnltext=περίψημα -ατος, τό [περί, ψάω] uitschot.
}}
{{elru
|elrutext='''περίψημα:''' ατος τό грязь, сор NT.
}}
}}
{{Thayer
{{Thayer
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''περίψημα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε σκουπίζεται, εξαλείφεται, [[απόρριμμα]]· λέγεται για άνθρωπο ευτελή, αχρείο, σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''περίψημα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε σκουπίζεται, εξαλείφεται, [[απόρριμμα]]· λέγεται για άνθρωπο ευτελή, αχρείο, σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περίψημα:''' ατος τό грязь, сор NT.
|lstext='''περίψημα''': τό, τὸ ἀποσπογγιζόμενον, περιττὸν [[πρᾶγμα]] καὶ ἀπορρίψιμον, «σκουπίδι», ἐπὶ φαύλου ἢ μηδαμινοῦ ἀνθρώπου, πρὸς Κορινθ. Α΄ Ἐπιστ. δ΄, 13, Συλλ. Ἐπιγρ. 9282, Φώτ.· ἴδε [[κάθαρμα]] Ι. 2.
}}
{{elnl
|elnltext=περίψημα -ατος, τό [περί, ψάω] uitschot.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj