3,277,121
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]]. | |btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />baigné de tous côtés.<br />'''Étymologie:''' [[περιρρέω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=περίρρυτος -ον of -η -ον [περιρρέω] pass. omgeven door water:. περιρρύτῳ εἰν Ἐρυθείῃ in Erytheia, omgeven door zee Hes. Th. 290. act. rondom... stromend, met gen.: περιρρύτων ὑπὲρ ἀκαρπίστων πεδίων Σικελίας boven de onvruchtbare vlakten die Sicilië omstromen (d.w.z. de zee) Eur. Phoen. 209. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περίρρῠτος:''' и 3<br /><b class="num">1)</b> [[отовсюду обтекаемый]], [[окруженный морем]] ([[Κρήτη]] Hom.; [[χθών]] Soph.);<br /><b class="num">2)</b> [[обтекающий]], [[омывающий со всех сторон]] (περίρρυτα Σικελίας πεδία Eur.). | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''περίρρῠτος:''' -ον και -η, -ον όπως το [[περίρροος]]·<br /><b class="num">1.</b> περικυκλωμένος από [[νερό]], περιζωσμένος με [[θάλασσα]], λέγεται για τα νησιά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ. αυτός που ρέει [[ολόγυρα]], με γεν., περιρρύτων [[ὑπὲρ]] ἀκαρπίστων πεδίων Σικελίας, πάνω από τις άγονες πεδιάδες που διατρέχουν τη [[Σικελία]], δηλ. πάνω από τη [[θάλασσα]], σε Ευρ. | |lsmtext='''περίρρῠτος:''' -ον και -η, -ον όπως το [[περίρροος]]·<br /><b class="num">1.</b> περικυκλωμένος από [[νερό]], περιζωσμένος με [[θάλασσα]], λέγεται για τα νησιά, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> Ενεργ. αυτός που ρέει [[ολόγυρα]], με γεν., περιρρύτων [[ὑπὲρ]] ἀκαρπίστων πεδίων Σικελίας, πάνω από τις άγονες πεδιάδες που διατρέχουν τη [[Σικελία]], δηλ. πάνω από τη [[θάλασσα]], σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περίρρῠτος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Ἀλκμὰν 10, Αἰσχύλ. Εὐμ. 77.· ― ὡς τὸ [[περίρροος]], ὁ περιρρεόμενος ἢ περιβαλλόμενος ὑπὸ ὑδάτων, π. [[Κρήτη]], ὑπὸ τῆς θαλάσσης περιρρεομένη, Ὀδ. Τ. 173, πρβλ. Ἡσ. Θ. 193, 290, Ἡρόδ. 4. 42, 45, Αἰσχύλ. ἔνθ’ ἀνωτ., Σοφ. Φ. 1, Θουκ. 4. 64. 2) ἐνεργ., ῥέων [[πέριξ]], ὁλόγυρα, μετὰ γεν., περιρρύτων [[ὑπὲρ]] ἀκαρπίστων πεδίων Σικελίας, [[ὑπεράνω]] τῶν ἀγόνων πεδιάδων τῶν περὶ τὴν Σικελίαν, δηλ. τῆς θαλάσσης, Πόρσ. εἰς Εὐρ. Φοιν. 216 (209D). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |