3,251,386
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=<i>f.</i> περιγενήσομαι, <i>ao.2</i> περιεγενόμην, <i>pf.</i> περιγέγονα;<br /><b>I.</b> devenir maître de, surpasser, être supérieur : τινός, à qqn ; τινι en qch ; τινός τινι à qqn en qch ; <i>avec une prép.</i> πρὸς τοὺς Ἀθηναίους πολλὰ τοῖς ἁμαρτήμασιν αὐτῶν [[μᾶλλον]] περιγεγενημένοι THC supérieurs aux Athéniens bien plus par les fautes que ceux-ci avaient commises que… ; <i>abs.</i> être supérieur, l'emporter : τινι en qch ; τὰ [[Ὀλύμπια]] περιγινόμενος PLUT vainqueur aux jeux Olympiques;<br /><b>II.</b> rester :<br /><b>1</b> être de reste <i>en parl. d'argent, de ressources</i>;<br /><b>2</b> rester, être sauvé, survivre : περιγίγνεσθαι [[τούτου]] [[τοῦ]] πάθους HDT (parvenir à) se sauver de ce désastre ; <i>avec une prép.</i> : [[ἐκ]] [[τῶν]] μεγίστων (κακῶν) THC échapper aux plus grandes calamités;<br /><b>3</b> rester comme résultat, provenir de : [[ἐκ]] [[τῶν]] μεγίστων κινδύνων μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται πόλει THC des plus grands périls naissent pour une cité les plus grands honneurs ; avec un inf. : περιγίγνεται [[ἡμῖν]] THC cela a pour nous ce résultat que ; περιεγένετο [[ὥστε]], avec l'inf. XÉN le résultat fut que.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[γίγνομαι]]. | |btext=<i>f.</i> περιγενήσομαι, <i>ao.2</i> περιεγενόμην, <i>pf.</i> περιγέγονα;<br /><b>I.</b> devenir maître de, surpasser, être supérieur : τινός, à qqn ; τινι en qch ; τινός τινι à qqn en qch ; <i>avec une prép.</i> πρὸς τοὺς Ἀθηναίους πολλὰ τοῖς ἁμαρτήμασιν αὐτῶν [[μᾶλλον]] περιγεγενημένοι THC supérieurs aux Athéniens bien plus par les fautes que ceux-ci avaient commises que… ; <i>abs.</i> être supérieur, l'emporter : τινι en qch ; τὰ [[Ὀλύμπια]] περιγινόμενος PLUT vainqueur aux jeux Olympiques;<br /><b>II.</b> rester :<br /><b>1</b> être de reste <i>en parl. d'argent, de ressources</i>;<br /><b>2</b> rester, être sauvé, survivre : περιγίγνεσθαι [[τούτου]] [[τοῦ]] πάθους HDT (parvenir à) se sauver de ce désastre ; <i>avec une prép.</i> : [[ἐκ]] [[τῶν]] μεγίστων (κακῶν) THC échapper aux plus grandes calamités;<br /><b>3</b> rester comme résultat, provenir de : [[ἐκ]] [[τῶν]] μεγίστων κινδύνων μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται πόλει THC des plus grands périls naissent pour une cité les plus grands honneurs ; avec un inf. : περιγίγνεται [[ἡμῖν]] THC cela a pour nous ce résultat que ; περιεγένετο [[ὥστε]], avec l'inf. XÉN le résultat fut que.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[γίγνομαι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=περι-γίγνομαι en περι-γῑ́νομαι superieur zijn aan, overtreffen; met gen. van pers. en dat. van zaak; πολυτροπῖῃ τοῦ βασιλέος περιγενέσθαι de koning in slimheid overtreffen Hdt. 2.121ε.3; met gen. van pers. en acc. van zaak; ὅσ’ οὗτοι περιγένοιντο ἐμοῦ waarin zij sterker waren dan ik Dem. 18.236; van zaken een voordeel zijn:. περιγίγνεται... ὑμῖν πλῆθός... νεῶν in jullie voordeel is de overmacht aan schepen Thuc. 2.87.6; περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς... μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν het is in ons voordeel niet tevoren gebukt te gaan onder het naderend leed Thuc. 2.39.4. overblijven:; π. αὐτῷ μηδέν dat er voor hem niets overblijft Aristoph. Pl. 554; overleven; abs..; οἱ περιγενόμενοι de overlevenden Hdt. 5.64.2; met gen.. περιεγένετο τούτου τοῦ παθέος hij is ontsnapt aan die ramp Hdt. 5.46.1; λουτροῦ π. bestand zijn tegen een wasbeurt Aristoph. Ve. 604. resulteren:; ἀμαχητὶ... π. αὐτοῖς hun zonder slag of stoot ten deel vallen Thuc. 4.73.3; τοῖς μὲν... πεισθεῖσιν ἡ σωτηρία περιεγένετο voor degenen die uw advies volgden, was het resultaat dat ze gered werden Dem. 18.80; met ( ὥστε en) inf.. π.... παθεῖν ἀδίκως τι κακὸν ( τινα ) dat het gevolg zou zijn dat (iemand) ten onrechte in de problemen zou komen Dem. 3.12; περιεγένετο ὥστε καλῶς ἔχειν het resultaat was, dat alles in orde kwam Xen. An. 5.8.26. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιγίγνομαι:''' ион. и поздн. [[περι]]-[[γίνομαι]] (γῑ) (fut. περιγενήσομαι, aor. 2 περιεγενόμην, pf. περιγέγονα)<br /><b class="num">1)</b> [[одерживать верх]], [[одолевать]], [[получать или иметь преимущество]], [[превосходить]]: π. τινος Hom., Her., Thuc. etc., τινα Her. и πρός τινα Thuc. превосходить кого-л.; π. τινι Hom., Her., Thuc. etc., πρός τι Thuc. и τι Dem., Plut. превосходить в чем-л.; τὰ [[Ὀλύμπια]] περιγινόμενος Plut. победитель на Олимпийских играх; π. τινι [[πλῆθος]] [[νεῶν]] Thuc. иметь над кем-л. преимущество в численности кораблей; περιγίγνεται [[ἡμῖν]] τοῖς μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν Thuc. наше преимущество в том, что заранее мы не удручаемся предстоящими страданиями;<br /><b class="num">2)</b> [[уцелевать]], [[выживать]], [[оставаться в живых]], [[спастись]]: π. τοῦ πάθεος Her. остаться в живых после поражения, пережить разгром; τῆς στρατιῆς οἱ περιγενόμενοι Her. остатки разбитой армии; τῆς δίκης περιγενέσθαι Plat. уйти от правосудия; ἐκ τῶν μεγίστων π. Thuc. ускользнуть от страшных опасностей;<br /><b class="num">3)</b> [[оставаться]] (в избытке), сохраняться (τινι Arph.): [[ἑβδομήκοντα]] τάλαντα, ἃ περιεγένοντο τῶν φόρων Xen. семьдесят талантов, которые остались от сумм дани;<br /><b class="num">4)</b> [[проистекать]], [[оказываться в результате]], [[получаться]] (ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται Thuc.): περιεγένετο [[ὥστε]] [[καλῶς]] ἔχειν Xen. все сложилось хорошо; τὰ περιγιγνόμενά τινος Luc. результаты чего-либо. | |||
}} | }} | ||
{{Autenrieth | {{Autenrieth | ||
Line 28: | Line 31: | ||
|lsmtext='''περιγίγνομαι:''' Ιων. και μεταγεν. -[[γίνομαι]] <i>[ῑ]</i>, μέλ. -[[γενήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-εγενόμην</i>, παρακ. -[[γέγονα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι [[ανώτερος]] από τους άλλους, [[υπερισχύω]], [[υπερνικώ]], [[υπερέχω]], με γεν., [[ἡνίοχος]] περιγίγνεται ἡνιόχοιο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με αιτ., [[περιγίγνομαι]] Ἕλληνας, σε Ηρόδ.· απόλ., είμαι [[ανώτερος]], [[επικρατώ]], στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ἤν τι περιγένηταί [[σφι]] τοῦ πολέμου, αν κέρδιζαν κάποιον [[προνόμιο]] στον πόλεμο, σε Θουκ.· [[περιγίγνομαι]] [[ὑμῖν]] [[πλῆθος]] [[νεῶν]], έχω [[υπεροχή]] στον αριθμό των πλοίων, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[επιζώ]], [[ξεπερνώ]], διασώζομαι, [[διαφεύγω]], Λατ. [[salvus]] evadere, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱ περιγενόμενοι</i>, οι επιζώντες, σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. πράγμ., περιεγένετο [[τούτου]] τοῦ πάθεος, επέζησε της συμφοράς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[περισσεύω]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα επίσης, [[μένω]] ως [[κέρδος]] ή [[αποτέλεσμα]], <i>ἐκτῶν μεγίστων κινδύνων μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται</i>, σε Θουκ.· <i>περιγίγνεταί τι</i>, το [[αποτέλεσμα]] της υπόθεσης είναι τέτοιο, σε Δημ. | |lsmtext='''περιγίγνομαι:''' Ιων. και μεταγεν. -[[γίνομαι]] <i>[ῑ]</i>, μέλ. -[[γενήσομαι]], αόρ. βʹ <i>-εγενόμην</i>, παρακ. -[[γέγονα]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> είμαι [[ανώτερος]] από τους άλλους, [[υπερισχύω]], [[υπερνικώ]], [[υπερέχω]], με γεν., [[ἡνίοχος]] περιγίγνεται ἡνιόχοιο, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ.· [[σπανίως]] με αιτ., [[περιγίγνομαι]] Ἕλληνας, σε Ηρόδ.· απόλ., είμαι [[ανώτερος]], [[επικρατώ]], στον ίδ., Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, ἤν τι περιγένηταί [[σφι]] τοῦ πολέμου, αν κέρδιζαν κάποιον [[προνόμιο]] στον πόλεμο, σε Θουκ.· [[περιγίγνομαι]] [[ὑμῖν]] [[πλῆθος]] [[νεῶν]], έχω [[υπεροχή]] στον αριθμό των πλοίων, στον ίδ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[επιζώ]], [[ξεπερνώ]], διασώζομαι, [[διαφεύγω]], Λατ. [[salvus]] evadere, σε Ηρόδ., Θουκ. κ.λπ.· <i>οἱ περιγενόμενοι</i>, οι επιζώντες, σε Ηρόδ.· επίσης με γεν. πράγμ., περιεγένετο [[τούτου]] τοῦ πάθεος, επέζησε της συμφοράς, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για πράγματα, [[περισσεύω]], σε Αριστοφ., Ξεν.<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα επίσης, [[μένω]] ως [[κέρδος]] ή [[αποτέλεσμα]], <i>ἐκτῶν μεγίστων κινδύνων μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται</i>, σε Θουκ.· <i>περιγίγνεταί τι</i>, το [[αποτέλεσμα]] της υπόθεσης είναι τέτοιο, σε Δημ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περιγίγνομαι''': Ἰων. καὶ μεταγεν. –[[γίνομαι]] [ῑ]· μέλλ. –γενήσομαι· ἀόρ. –εγενόμην· πρκμ. –[[γέγονα]]. Ὑπερέχω, [[ὑπερισχύω]], νικῶ, ὑπερτερῶ. ― Πλήρης [[αὐτοῦ]] [[σύνταξις]] [[εἶναι]] ἡ μετὰ γεν. προσ. καὶ δοτ. πραγμ., [[μήτι]] δ’ [[ἡνίοχος]] περιγίγνεται ἡνιόχοιο Ἰλ. Ψ. 318· ὅσσον περιγιγνόμεθ’ ἄλλων πύξ τε παλαισμοσύνῃ τε Ὀδ. Θ. 102, πρβλ. 252· π. τινος πολυτροπίῃ Ἡρόδ. 2. 121, 5, πρβλ. Θουκ. 1. 55· τοσοῦτον π. τινος τάχει Ξεν. Κύρ. 3. 1, 19· τῶν χρημάτων τῶν ἐν Δελφοῖς π. ταῖς ἐν τῶν ἰδίων δαπάναις Ἰσοκρ. 93Β· ― [[ὡσαύτως]] μετ’ αἰτ. πράγμ., ὅσα... περιγίγνοιντο ἐμοῦ Δημ. 306. 10· π. τὰ [[Ὀλύμπια]] Πλούτ. 2. 242Α· ― μόνον μετὰ γεν. προσ., Ἡρόδ. 1. 207, Ἀριστοφ. Σφ. 604, Πλάτ., κλ.· ― παρ’ Ἡροδ. 9. 2, μετ’ αἰτ. προσ., κατὰ τὸ ἰσχυρὸν Ἕλληνας... π., ἴδε Schweigh· ― ἀπολ., εἶμαι [[ὑπέρτερος]], ἐπικρατῶ, Ἡρόδ. 6. 109, Θουκ. 8. 104· ― π. [[πρός]] τινα ἢ [[πρός]] τι Θουκ. 1. 69., 5. 111. 2) ἐπὶ πραγμάτων, ἤν τι περιγένηταί σφι τοῦ πολέμου, ἐὰν λάβωσιν οἱανδήποτε ὠφέλειαν ἐκ τοῦ πολέμου, ὁ αὐτ. 6. 8· περιγίγνεται ὑμῖν [[πλῆθος]] νεῶν, ὑπερέχετε κατὰ τὸν ἀριθμὸν τῶν πλοίων, 2. 87· π. ἡμῖν τὸ μὴ προκάμνειν, ἔχομεν τὸ [[πλεονέκτημα]] νὰ μὴ κουραζώμεθα [[προηγουμένως]], δηλ. πρὶν ἔλθωμεν εἰς τὰ δεινά..., 2. 39· ― ἡ [[σημασία]] αὕτη προσεγγίζει πολὺ πρὸς τὴν ΙΙ. 3, ἴδε Arnold εἰς 2. 39. ΙΙ. ἐπιζῶ, διασώζομαι, [[διαφεύγω]], Λατ. salvus evadere, Ἡρόδ. 1. 82, 122, κτλ., Θουκ. 4. 27, κτλ.· οἱ περιγενόμενοι, οἱ ἐπιζήσαντες, Ἡρόδ. 5. 64, κτλ.· [[ὡσαύτως]] μετὰ γεν. πράγμ., περιεγένετο τούτου τοῦ πάθεος, ἐπέζησε, διέφυγε τοῦτον τὸν ὄλεθρον, [[αὐτόθι]] 46· π. τῆς δίκης Πλάτ. Νόμ. 905Α· οὕτω, π. ἐκ τῶν μεγίστων Θουκ. 2. 49. 2) ἐπὶ πραγμάτων, [[περισσεύω]], Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 554, Λυσίας 185. 9· τάλαντα ἃ περιεγένοντο τῶν φόρων, τὸ ὑπόλοιπον ἐκ τοῦ φόρου, τὸ [[περίσσευμα]], Ξεν. Ἑλλ. 2. 3, 8· τὸ περιγιγνόμενον ἐκ τῶν φόρων [[ἀργύριον]] Ἰσοκρ. 175Β, πρβλ. Πλάτ. Νόμ. 742Β· τὰ περιγινόμενα, τὰ εἰσοδήματα, Ἀρρ. Ἀνάβ. 7. 17, 4. 3) ἐπὶ πραγμάτων [[ὡσαύτως]], [[μένω]] ὡς [[κέρδος]] ἢ ὡς [[ἀποτέλεσμα]], ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων καὶ πόλει καὶ ἰδιώτῃ μέγισται τιμαὶ π. Θουκ. 1. 144· ἀμαχεὶ π. τινί τι ὁ αὐτ. 4. 73· τί αὐτῷ περιγέγονεν ἐκ τῆς φιλοσοφίας; Ἀρίστιππ. παρὰ Διογ. Λ. 2. 68· περιεγένετο [[ὥστε]] [[καλῶς]] ἔχειν Ξεν. Ἀν. 5. 8, 26· τούτου... περιγίγνεσθαι μέλλοντος, παθεῖν τι κακὸν Δημ. 31. 24· ἐκ τούτων περιγίγνεταί τι ὁ αὐτ. 102 ἐν τέλ.· τοῖς μὲν... πεισθεῖσιν ἡ [[σωτηρία]] περιεγένετο, εἰς τοὺς πεισθέντας ἡ [[σωτηρία]] ἧτο τὸ [[ἀποτέλεσμα]], 252. 12· περίεστι δέ μοι [[ταῦτα]] οἷα τοῖς κακόν τι νοοῦσιν ὑμῖν περιγένοιτο 1483. 18· ἀηδὴς [[δόξα]] τῇ πόλει παρὰ τοῖς πολλοῖς π. 1433. 24. ― Πρβλ. [[περίειμι]] ἀπ’ ἀρχῆς [[μέχρι]] τέλους. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=ionic and [[later]] -[[γίνομαι]] fut. -[[γενήσομαι]] aor2 -εγενόμην perf. -[[γέγονα]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[superior]] to others, to [[prevail]] [[over]], [[overcome]], [[excel]], c. gen., [[ἡνίοχος]] περιγίγνεται ἡνιόχοιο Il., etc.; [[rarely]] c. acc., π. Ἕλληνας Hdt.:—absol. to be [[superior]], [[prevail]], Hdt., Thuc., etc.<br /><b class="num">2.</b> of things, ἤν τι περιγένηταί σφι τοῦ πολέμου if they [[gain]] any [[advantage]] in the war, Thuc.; π. [[ὑμῖν]] [[πλῆθος]] [[νεῶν]] you [[have]] a [[superiority]] in [[number]] of ships, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[live]] [[over]], get [[over]], to [[survive]], [[escape]], Lat. [[salvus]] evadere, Hdt., Thuc., etc.; οἱ περιγενόμενοι the survivors, Hdt.; also c. gen. rei, περιεγένετο [[τούτου]] τοῦ πάθεος he survived [[this]] [[disaster]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> of things, to [[remain]] [[over]] and [[above]], Ar., Xen.<br /><b class="num">3.</b> of things also, to be a [[result]] or [[consequence]], ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται Thuc.; περιγίγνεταί τι the [[upshot]] of the [[matter]] is so and so, Dem. | |mdlsjtxt=ionic and [[later]] -[[γίνομαι]] fut. -[[γενήσομαι]] aor2 -εγενόμην perf. -[[γέγονα]]<br /><b class="num">I.</b> to be [[superior]] to others, to [[prevail]] [[over]], [[overcome]], [[excel]], c. gen., [[ἡνίοχος]] περιγίγνεται ἡνιόχοιο Il., etc.; [[rarely]] c. acc., π. Ἕλληνας Hdt.:—absol. to be [[superior]], [[prevail]], Hdt., Thuc., etc.<br /><b class="num">2.</b> of things, ἤν τι περιγένηταί σφι τοῦ πολέμου if they [[gain]] any [[advantage]] in the war, Thuc.; π. [[ὑμῖν]] [[πλῆθος]] [[νεῶν]] you [[have]] a [[superiority]] in [[number]] of ships, Thuc.<br /><b class="num">II.</b> to [[live]] [[over]], get [[over]], to [[survive]], [[escape]], Lat. [[salvus]] evadere, Hdt., Thuc., etc.; οἱ περιγενόμενοι the survivors, Hdt.; also c. gen. rei, περιεγένετο [[τούτου]] τοῦ πάθεος he survived [[this]] [[disaster]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> of things, to [[remain]] [[over]] and [[above]], Ar., Xen.<br /><b class="num">3.</b> of things also, to be a [[result]] or [[consequence]], ἐκ τῶν μεγίστων κινδύνων μέγισται τιμαὶ περιγίγνονται Thuc.; περιγίγνεταί τι the [[upshot]] of the [[matter]] is so and so, Dem. | ||
}} | }} |