Anonymous

πειθάνωρ: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />homme obéissant.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]], [[ἀνήρ]].
|btext=ορος (ὁ, ἡ)<br />homme obéissant.<br />'''Étymologie:''' [[πείθω]], [[ἀνήρ]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πειθάνωρ''': [ᾱ], -ορος, , ἡ, τοῖς ἀνδράσι πειθόμενος, [[εὐπειθής]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1639.
|elnltext=πειθᾱ́νωρ -ορος [πείθω, ἀνήρ] als adj. gehoorzaam.
}}
{{elru
|elrutext='''πειθάνωρ:''' ορος (ᾱ) adj. послушный: ὁ δὲ μὴ π. Aesch. кто же не послушается.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πειθάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που πείθεται στους ανθρώπους, [[πειθήνιος]], [[υπάκουος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πειθάνωρ:''' [ᾱ], -ορος, ὁ, ἡ, αυτός που πείθεται στους ανθρώπους, [[πειθήνιος]], [[υπάκουος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πειθάνωρ:''' ορος () adj. послушный: ὁ δὲ μὴ π. Aesch. кто же не послушается.
|lstext='''πειθάνωρ''': [], -ορος, ὁ, ἡ, τοῖς ἀνδράσι πειθόμενος, [[εὐπειθής]], Αἰσχύλ. Ἀγ. 1639.
}}
{{elnl
|elnltext=πειθᾱ́νωρ -ορος [πείθω, ἀνήρ] als adj. gehoorzaam.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πειθ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ,<br />obeying men, [[obedient]], Aesch.
|mdlsjtxt=πειθ-ά¯νωρ, ορος, ὁ, ἡ,<br />obeying men, [[obedient]], Aesch.
}}
}}