3,277,180
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> qui tombe sur <i>ou</i> autour : ἀμφὶ μέσσῃ SOPH s'étant jeté sur elle et la tenant enlacée ; <i>fig.</i> γίγνεσθαι περιπετῆ τινι PLUT venir à tomber dans un malheur <i>ou</i> un danger ; περιπετῆ ποιεῖν τινα ἑαυτῷ PLUT faire tomber qqn entre ses mains;<br /><b>2</b> qui tombe dans qch qui entoure : [[περιπετής]] πέπλοισι ESCHL enveloppée de ses voiles;<br /><b>3</b> qui tombe sur <i>ou</i> qui se heurte à une chose circulaire (palissade, <i>etc.</i>) τινι;<br /><b>4</b> qui tombe par revirement, <i>càd</i> qui se produit par un retour soudain;<br /><b>II.</b> sur quoi l'on se jette <i>en parl. d'une arme qui s'enfonce dans le corps</i>.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]]. | |btext=ής, ές :<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> qui tombe sur <i>ou</i> autour : ἀμφὶ μέσσῃ SOPH s'étant jeté sur elle et la tenant enlacée ; <i>fig.</i> γίγνεσθαι περιπετῆ τινι PLUT venir à tomber dans un malheur <i>ou</i> un danger ; περιπετῆ ποιεῖν τινα ἑαυτῷ PLUT faire tomber qqn entre ses mains;<br /><b>2</b> qui tombe dans qch qui entoure : [[περιπετής]] πέπλοισι ESCHL enveloppée de ses voiles;<br /><b>3</b> qui tombe sur <i>ou</i> qui se heurte à une chose circulaire (palissade, <i>etc.</i>) τινι;<br /><b>4</b> qui tombe par revirement, <i>càd</i> qui se produit par un retour soudain;<br /><b>II.</b> sur quoi l'on se jette <i>en parl. d'une arme qui s'enfonce dans le corps</i>.<br />'''Étymologie:''' [[περιπίπτω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=περιπετής -ές [περιπίπτω] gehuld in:. πέπλοισι περιπετῆ gehuld in haar gewaad Aeschl. Ag. 233. vallend rond:; τόδ’ ἔγχος περιπετοῦς κατηγορεῖ dit zwaard levert het bewijs dat hij erop gevallen is Soph. Ai. 907; met ἀμφί + dat..; κατείδομεν... τὸν δ’ ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον we zagen hem bij haar liggen met zijn armen om haar middel Soph. Ant. 1223; terechtkomend in, met dat.: τῶν ἄφνω τούτων τινὶ κακῶν γενέσθαι περιπετῆ ten prooi vallen aan een van die plotselinge rampen Men. Asp. 336; πρίν... γενέσθαι περιπετεῖς οἷς αὐτοὶ τοὺς Ῥωμαίους ἐποίησαν voordat zij terechtkwamen in de situatie waarin zij zelf de Romeinen hadden gebracht Plut. Fab. 12.4. omslaand, veranderend:. περιπετέα ἐποιήσαντο σφίσι αὐτοῖσι τὰ πρήγματα zij hadden zichzelf in een hachelijke situatie gebracht Hdt. 8.20.1; περιπετεῖς ἔχεις τύχας jouw geluk is omgeslagen Eur. Andr. 982. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιπετής:'''<br /><b class="num">1)</b> [[упавший]] или [[падающий]]: τοῖς ὀρύγμασι π. [[γενέσθαι]] Plut. попасть в рвы; ἀμφὶ μέσσῃ π. Soph. обхватив поперек (тело мертвой Антигоны);<br /><b class="num">2)</b> [[попавший]]: [[ἔγχος]] περιπετές Aesch. вонзившийся (в тело) меч; ποιεῖν αὑτοῖς περιπετεῖς τοὺς πολεμίους Plut. опрокинуть врагов друг на друга, т. е. привести их в замешательство; ἐμφυλίοις πολέμοις π. [[γενέσθαι]] Plut. стать жертвой междоусобных войн; π. εἶναι τῇ χολῇ τῶν ἰάμβων (Ἀρχιλόχου) Luc. быть мишенью желчных ямбов Архилоха; [[πόλις]] αὐτὴ ἑαυτῇ π. γενομένη Plut. город, охваченный внутренними раздорами; π. τῇ αἰτίᾳ τοῦ φόνου [[γενέσθαι]] Plut. оказаться обвиненным в соучастии в убийстве;<br /><b class="num">3)</b> [[закутанный]] (πέπλοισι Aesch.);<br /><b class="num">4)</b> [[изменившийся к худшему]], [[несчастный]], [[неудачный]] (τὰ πρήγματα Her.): περιπετεῖς ἔχειν τύχας Eur. попасть в беду. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''περιπετής:''' -ές ([[περιπεσεῖν]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που πέφτει [[τριγύρω]], ἀμφὶμέσσῃ προσκείμενος [[περιπετής]], βρίσκεται να αγκαλιάζει με τα χέρια του [[ολόγυρα]] τη [[μέση]] της, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> τυλιγμένος, <i>πέπλοισι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[ἔγχος]] περιπετές, το [[ξίφος]] γύρω από το οποίο (δηλ. πάνω στο οποίο) έπεσε, ρίχτηκε (ο [[Αίας]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που πέφτει σε κίνδυνο κ.λπ.· με δοτ., σε Δημ.· περιπετὴς [[γενέσθαι]] τῇ αἰτίᾳ, [[υπόκειμαι]] σε..., σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που μεταβάλλεται [[ξαφνικά]], <i>περιπετέα πράγματα</i>, ξαφνική [[τροπή]] προς την αντίθετη [[κατεύθυνση]], σε Ηρόδ.· <i>περιπετεῖς τύχαι</i>, σε Ευρ. | |lsmtext='''περιπετής:''' -ές ([[περιπεσεῖν]])·<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που πέφτει [[τριγύρω]], ἀμφὶμέσσῃ προσκείμενος [[περιπετής]], βρίσκεται να αγκαλιάζει με τα χέρια του [[ολόγυρα]] τη [[μέση]] της, σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> τυλιγμένος, <i>πέπλοισι</i>, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">3.</b> [[ἔγχος]] περιπετές, το [[ξίφος]] γύρω από το οποίο (δηλ. πάνω στο οποίο) έπεσε, ρίχτηκε (ο [[Αίας]]), σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που πέφτει σε κίνδυνο κ.λπ.· με δοτ., σε Δημ.· περιπετὴς [[γενέσθαι]] τῇ αἰτίᾳ, [[υπόκειμαι]] σε..., σε Πλούτ.<br /><b class="num">III.</b> αυτός που μεταβάλλεται [[ξαφνικά]], <i>περιπετέα πράγματα</i>, ξαφνική [[τροπή]] προς την αντίθετη [[κατεύθυνση]], σε Ηρόδ.· <i>περιπετεῖς τύχαι</i>, σε Ευρ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περιπετής''': -ές, ([[περιπίπτω]]) ὁ [[πέριξ]] πίπτων, τὸν δ’ ἀμφὶ μέσσῃ περιπετῆ προσκείμενον, αὐτὸν δὲ ἔχοντα αὐτὴν ἐνηγκαλισμένην ἀπὸ τὴν μέσην, Σοφ. Ἀντ. 1223· πρβλ. [[περίκειμαι]]. 2) ἐντετυλιγμένος ἔν τινι, πέπλοισι περιπετῆ Αἰσχύλ. Ἀγ. 233· [[ἀλλά]], 3) [[ἔγχος]] περιπετές, τὸ [[ξίφος]] περὶ ὃ (δηλ. ἐφ’ οὗ) ἔπεσε (δηλ. ὁ [[Αἴας]])· ὁ Εὐστάθ. (644, 47) παρατηρεῖ: «Σοφοκλῆς [[ἔγχος]] περιπετὲς εἰπεῖν ἐτόλμησεν, ᾧ περιπέπτωκεν [[Αἴας]]», ἐν γὰρ οἱ χθονὶ πηκτὸν τόδ’ [[ἔγχος]] περιπετὲς κατηγορεῖ Σοφ. Αἴ. 907· (οὕτω πεπτῶτα περὶ ξίφει [[αὐτόθι]] 828), πρβλ. [[περιπίπτω]] Ι. 2, [[περιπτυχής]]. ΙΙ. ὁ ἐμπεσὼν εἴς τι, ἐμπεσὼν εἰς δυστυχίαν, δέομαι δή σου... μή με καταστήσῃς... δεινῷ μηδενὶ περιπετῆ Δημ. 1490. 3· π. γίγνεσθαι, = περιπίπτειν, ἐμπίπτειν [[μεταξύ]], τοῖς σταυροῖς καὶ τοῖς ὀρύγμασι Πλουτ. Πομπ. 62· [[πολέμιος]] ὁ αὐτ. ἐν Κικ. 42· π. [[εἶναι]] τῇ χολῇ τινὸς Λουκ. Ψευδολ. 1· π. γενέσθαι αὐτὸς ἑαυτῷ, ἀλλήλοις Πλουτ. Φωκ. 33, Ἀνών. παρὰ Σουΐδ.· π. γενέσθαι τῇ αἰτίᾳ, ὑποπεσεῖν εἰς..., Πλουτ. Γ. Γράκχ. 10· καὶ ποιεῖν ἔτι [[μᾶλλον]] αὑτοῖς περιπετεῖς τοῦ πολεμίου, καὶ νὰ κάμωσι τοὺς πολεμίους νὰ ἐπιπέσωσιν ἔτι [[μᾶλλον]] εἰς ἑαυτούς, ὁ αὐτ. ἐν Μαρκέλλ. 26. ΙΙΙ. ὁ μεταβαλλόμενος ἢ αἰφνιδίως τρεπόμενος, ἐπὶ τῶν περιστάσεων καὶ τῆς τύχης τοῦ ἀνθρώπου, [[μάλιστα]] ἀπὸ τοῦ ἀγαθοῦ εἰς τὸ κακόν, περιπετέα ἐποιήσαντο σφίσι... τὰ πρήγματα, τὰ ἔκαμον νὰ λάβωσιν αἰφνίδιον τροπὴν εἰς [[τοὐναντίον]], Ἡρόδ. 8. 20· π. τύχαι Εὐρ. Ἀνδρ. 982· πρβλ. [[περιπέτεια]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπετεῖς· περιερχόμενοι. ἐναντίοι. ἢ προπετεῖς. ἢ περιπεσόντες». ― Ἴδε Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολ. τόμ. Α΄, σελ. 302. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj |