Anonymous

πελεκᾶς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ᾶντος (ὁ) :<br />pivert, <i>oiseau, ou pê c.</i> [[πελεκάν]].<br />'''Étymologie:''' [[πελεκάω]].
|btext=ᾶντος (ὁ) :<br />pivert, <i>oiseau, ou pê c.</i> [[πελεκάν]].<br />'''Étymologie:''' [[πελεκάω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πελεκᾶς''': -ᾶντος, , ὁ [[δρυοκολάπτης]] ἢ «ξυλοφαγᾶς», οἰονεὶ ὁ ξυλουργὸς (ἐκ τοῦ [[πελεκάω]]), Ἀριστοφ. Ὄρν. 884, πρβλ. 1155, 1157.
|elnltext=πελεκᾶς -ᾶντος, ὁ [~ πέλεκυς] pelikaan.
}}
{{elru
|elrutext='''πελεκᾶς:''' ᾶντος ὁ дятел Arph.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 22: Line 25:
|lsmtext='''πελεκᾶς:''' -ᾶντος, ὁ, αυτός που τρώει ξύλα, τρυποκάρυδος, σαν να πρόκειται για πουλί-ξυλουργό (από το [[πελεκάω]]), σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πελεκᾶς:''' -ᾶντος, ὁ, αυτός που τρώει ξύλα, τρυποκάρυδος, σαν να πρόκειται για πουλί-ξυλουργό (από το [[πελεκάω]]), σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πελεκᾶς:''' ᾶντος ὁ дятел Arph.
|lstext='''πελεκᾶς''': -ᾶντος, ὁ, ὁ [[δρυοκολάπτης]] ἢ «ξυλοφαγᾶς», οἰονεὶ ὁ ξυλουργὸς (ἐκ τοῦ [[πελεκάω]]), Ἀριστοφ. Ὄρν. 884, πρβλ. 1155, 1157.
}}
{{elnl
|elnltext=πελεκᾶς -ᾶντος, ὁ [~ πέλεκυς] pelikaan.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πελεκᾶς]], ᾶντος, ὁ, [from [[πελεκάω]]<br />the woodpecker, as if [[joiner]]-[[bird]] (from πελεκάὠ, Ar.
|mdlsjtxt=[[πελεκᾶς]], ᾶντος, ὁ, [from [[πελεκάω]]<br />the woodpecker, as if [[joiner]]-[[bird]] (from πελεκάὠ, Ar.
}}
}}