Anonymous

πηλουργός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />potier, <i>propr.</i> qui travaille l'argile.<br />'''Étymologie:''' [[πηλός]], [[ἔργον]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />potier, <i>propr.</i> qui travaille l'argile.<br />'''Étymologie:''' [[πηλός]], [[ἔργον]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πηλουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) τὸν πηλὸν κατεργαζόμενος, Λουκ. Προμ. 2, Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΕ΄, 7)· ― πηλουργέω, [[κατεργάζομαι]] τὸν πηλόν, Ἐκκλ.· ― πηλουργίᾱ, Ἰωνικ. [[πηλοεργίη]], ἡ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 8Α.
|elnltext=πηλουργός -οῦ, ὁ [πηλός, ἔργον] werker in klei.
}}
{{elru
|elrutext='''πηλουργός:''' ὁ Luc. = [[πηλοπλάθος]].
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πηλουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που δουλεύει με πηλό, σε Λουκ.
|lsmtext='''πηλουργός:''' -όν (*[[ἔργω]]), αυτός που δουλεύει με πηλό, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πηλουργός:''' ὁ Luc. = [[πηλοπλάθος]].
|lstext='''πηλουργός''': -όν, (*[[ἔργω]]) τὸν πηλὸν κατεργαζόμενος, Λουκ. Προμ. 2, Ἑβδ. (Σοφ. Σολομ. ΙΕ΄, 7)· ― πηλουργέω, [[κατεργάζομαι]] τὸν πηλόν, Ἐκκλ.· ― πηλουργίᾱ, Ἰωνικ. [[πηλοεργίη]], ἡ, Ἀρετ. π. Αἰτ. Χρον. Παθ. 1. 6, Ἐπιφάν. τ. 1, σ. 8Α.
}}
{{elnl
|elnltext=πηλουργός -οῦ, [πηλός, ἔργον] werker in klei.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πηλ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />a [[worker]] in [[clay]], Luc.
|mdlsjtxt=πηλ-ουργός, όν [*[[ἔργω]]<br />a [[worker]] in [[clay]], Luc.
}}
}}