Anonymous

περινοστέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> aller et revenir d'un lieu dans un autre ; parcourir, faire le tour de, acc.;<br /><b>2</b> faire le tour pour examiner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[νοστέω]].
|btext=-ῶ :<br /><b>1</b> aller et revenir d'un lieu dans un autre ; parcourir, faire le tour de, acc.;<br /><b>2</b> faire le tour pour examiner, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[νοστέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περινοστέω''': [[περιέρχομαι]] [[ὅπως]] ἴδω ἢ ἐπιθεωρήσω τι, [[περί]] τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 796· τὰς παλαίστρας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 762· τὰ τεκτόνων ἔργα Πλούτ. 2. 155G·- μεταφορ., προσπαθῶ νὰ [[φέρω]] τινὰ γύρω, «νὰ τὸν βάλλω εἰς τὸ δίκτυ», «[[ἀλώπηξ]] ἀπάτῃ περιενόστει τὸν κόρακα» Μῦθοι Αἰσώπου 206 (γ) ἔκδ. Κοραῆ. 2) ἀπολ., [[περιέρχομαι]], περιφέρομαι, π. [[ὥσπερ]] ἥρωςΠλάτ. Πολ. 558Α· ἐπὶ ἀλητῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 121, 494, Δημ. 421. 22· π. σχολὴν ἄγοντα Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36.
|elnltext=περι-νοστέω rondgaan, rondlopen langs, abs. en met περί + acc.
}}
{{elru
|elrutext='''περινοστέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ходить вокруг]], [[обходить]] (περὶ τὰς κλίνας Arph.; τὰ λιθοξόων ἔργα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[прохаживаться]] ([[ὥσπερ]] [[ἥρως]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[бродить]], [[блуждать]] Dem.: ἢν μὴ τυφλὸς ὢν περινοστῇ Arph. если (Плутос прозреет и) не будет блуждать слепым.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''περινοστέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[περιέρχομαι]] [[ολόγυρα]], [[επισκέπτομαι]] ή [[επιθεωρώ]], <i>τὰςπαλαίστρας</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., περιφέρομαι, [[περιτριγυρίζω]], [[επισκέπτομαι]] ή [[επιθεωρώ]], στον ίδ., Πλάτ.
|lsmtext='''περινοστέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[περιέρχομαι]] [[ολόγυρα]], [[επισκέπτομαι]] ή [[επιθεωρώ]], <i>τὰςπαλαίστρας</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">2.</b> απόλ., περιφέρομαι, [[περιτριγυρίζω]], [[επισκέπτομαι]] ή [[επιθεωρώ]], στον ίδ., Πλάτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περινοστέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[ходить вокруг]], [[обходить]] (περὶ τὰς κλίνας Arph.; τὰ λιθοξόων ἔργα Plut.);<br /><b class="num">2)</b> [[прохаживаться]] ([[ὥσπερ]] [[ἥρως]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[бродить]], [[блуждать]] Dem.: ἢν μὴ τυφλὸς ὢν περινοστῇ Arph. если (Плутос прозреет и) не будет блуждать слепым.
|lstext='''περινοστέω''': [[περιέρχομαι]] [[ὅπως]] ἴδω ἢ ἐπιθεωρήσω τι, [[περί]] τι Ἀριστοφ. Θεσμ. 796· τὰς παλαίστρας ὁ αὐτ. ἐν Εἰρ. 762· τὰ τεκτόνων ἔργα Πλούτ. 2. 155G·- μεταφορ., προσπαθῶ νὰ [[φέρω]] τινὰ γύρω, «νὰ τὸν βάλλω εἰς τὸ δίκτυ», «[[ἀλώπηξ]] ἀπάτῃ περιενόστει τὸν κόρακα» Μῦθοι Αἰσώπου 206 (γ) ἔκδ. Κοραῆ. 2) ἀπολ., [[περιέρχομαι]], περιφέρομαι, π. [[ὥσπερ]] ἥρωςΠλάτ. Πολ. 558Α· ἐπὶ ἀλητῶν, Ἀριστοφ. Πλ. 121, 494, Δημ. 421. 22· π. σχολὴν ἄγοντα Ἄλεξ. ἐν Ἀδήλ. 36.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-νοστέω rondgaan, rondlopen langs, abs. en met περί + acc.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to go [[round]], to [[visit]] or [[inspect]], τὰς παλαίστρας Ar.<br /><b class="num">2.</b> absol. to go [[about]], [[stalk]] [[about]], Ar., Plat.
|mdlsjtxt=fut. ήσω<br /><b class="num">1.</b> to go [[round]], to [[visit]] or [[inspect]], τὰς παλαίστρας Ar.<br /><b class="num">2.</b> absol. to go [[about]], [[stalk]] [[about]], Ar., Plat.
}}
}}