Anonymous

περιβάλλω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> jeter autour :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> [[πεῖσμα]] κίονος ἐξάψας περίβαλλε OD il fixa une corde à une colonne et la passa autour (du cou des servantes);<br /><b>2</b> <i>avec</i> l'acc. <i>de la chose que l'on jette autour et le</i> dat. <i>de la <i>pers.</i> ou de la chose autour de laquelle on jette</i> : χεῖρας περιβάλλειν τινί EUR jeter les mains autour de qqn, embrasser qqn;<br /><b>3</b> <i>avec</i> l'acc. de la pers. <i>ou de la chose que l'on entoure et le</i> dat. de l'objet <i>dont on entoure</i> : περιβάλλειν τινὰ χαλκεύματι ESCHL frapper qqn d'une épée ; τὸν αὐχένα βρόχῳ HDT entourer le cou d'un lacet ; <i>d'où sans dat.</i> περιβάλλειν ἰχθύων [[πλῆθος]] HDT prendre dans des filets une multitude de poissons ; περιβάλλειν τινὰ φυγῇ PLUT jeter qqn en exil;<br /><b>4</b> <i>avec</i> l'acc. <i>de la chose que l'on jette et une</i> prép. : ναῦν περιβάλλειν περὶ [[ἕρμα]] THC pousser un vaisseau sur un banc de sable, échouer avec le navire;<br /><b>II.</b> <i>intr. en appar. (s.e.</i> ἑαυτόν, ἵππον, [[νῆα]], <i>etc.</i>) s'élancer autour : τὸν Ἄθων περιβάλλειν HDT tourner autour de l'Athos avec la flotte, doubler le mt Athos ; περιβάλλειν [[Σούνιον]] THC doubler le cap Sounion ; <i>fig.</i> faire le tour de, <i>càd</i> dépasser, surpasser : τινά τινι surpasser qqn en qch ; <i>abs.</i> περιβάλλειν ἀρετῇ IL être supérieur en vaillance;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιβάλλομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> jeter autour de soi : τεύχεα OD ses armes, revêtir son armure ; τείχεα HDT <i>ou</i> [[τεῖχος]] THC élever des murs, un mur tout autour pour se protéger ; <i>avec deux rég.</i> [[τεῖχος]] τὴν πόλιν HDT élever un mur autour de la ville ; ταῖς πόλεσι ἐρύματα XÉN élever des retranchements autour des villes;<br /><b>2</b> jeter autour de <i>en gén.</i> : περιεβάλοντο [[οἱ]] πτεροφόρον [[δέμας]] θεοί ESCHL les dieux l'entourèrent (le rossignol) d'un corps couvert de plumes;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se jeter autour de ; cerner, entourer;<br /><b>2</b> s'emparer de, acc. ; <i>fig.</i> embrasser par la pensée, considérer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[βάλλω]].
|btext=<b>I.</b> <i>tr.</i> jeter autour :<br /><b>1</b> <i>abs.</i> [[πεῖσμα]] κίονος ἐξάψας περίβαλλε OD il fixa une corde à une colonne et la passa autour (du cou des servantes);<br /><b>2</b> <i>avec</i> l'acc. <i>de la chose que l'on jette autour et le</i> dat. <i>de la <i>pers.</i> ou de la chose autour de laquelle on jette</i> : χεῖρας περιβάλλειν τινί EUR jeter les mains autour de qqn, embrasser qqn;<br /><b>3</b> <i>avec</i> l'acc. de la pers. <i>ou de la chose que l'on entoure et le</i> dat. de l'objet <i>dont on entoure</i> : περιβάλλειν τινὰ χαλκεύματι ESCHL frapper qqn d'une épée ; τὸν αὐχένα βρόχῳ HDT entourer le cou d'un lacet ; <i>d'où sans dat.</i> περιβάλλειν ἰχθύων [[πλῆθος]] HDT prendre dans des filets une multitude de poissons ; περιβάλλειν τινὰ φυγῇ PLUT jeter qqn en exil;<br /><b>4</b> <i>avec</i> l'acc. <i>de la chose que l'on jette et une</i> prép. : ναῦν περιβάλλειν περὶ [[ἕρμα]] THC pousser un vaisseau sur un banc de sable, échouer avec le navire;<br /><b>II.</b> <i>intr. en appar. (s.e.</i> ἑαυτόν, ἵππον, [[νῆα]], <i>etc.</i>) s'élancer autour : τὸν Ἄθων περιβάλλειν HDT tourner autour de l'Athos avec la flotte, doubler le mt Athos ; περιβάλλειν [[Σούνιον]] THC doubler le cap Sounion ; <i>fig.</i> faire le tour de, <i>càd</i> dépasser, surpasser : τινά τινι surpasser qqn en qch ; <i>abs.</i> περιβάλλειν ἀρετῇ IL être supérieur en vaillance;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιβάλλομαι;<br /><b>I.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> jeter autour de soi : τεύχεα OD ses armes, revêtir son armure ; τείχεα HDT <i>ou</i> [[τεῖχος]] THC élever des murs, un mur tout autour pour se protéger ; <i>avec deux rég.</i> [[τεῖχος]] τὴν πόλιν HDT élever un mur autour de la ville ; ταῖς πόλεσι ἐρύματα XÉN élever des retranchements autour des villes;<br /><b>2</b> jeter autour de <i>en gén.</i> : περιεβάλοντο [[οἱ]] πτεροφόρον [[δέμας]] θεοί ESCHL les dieux l'entourèrent (le rossignol) d'un corps couvert de plumes;<br /><b>II.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se jeter autour de ; cerner, entourer;<br /><b>2</b> s'emparer de, acc. ; <i>fig.</i> embrasser par la pensée, considérer, acc..<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[βάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόριστ. περιέβᾰλον. Ρίπτω, βάλλω ὁλόγυρα ἢ [[ἐπάνω]], [[ἐπιτίθημι]], [[ἐνδύω]], μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ὄφρα]] καὶ εἰν Ἀΐδαο φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε ἀμφοτέρω κρυεροῖο τεταρπώμεσθα γόοιο; Ὀδ. Λ. 210· περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες Ἰλ. Λ. 454· περὶ δ’ ἄντυγα [[βάλε]] φαεινὴν Σ. 479· (ἐν Ὀδ. Φ. 466, ἐν τῷ στίχῳ: κίονος ἐξάψας [[μεγάλης]] περίβαλλε θόλοιο ἡ γενικὴ ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ ἐξάψας)· χέρας π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 914· [[συχνάκις]] μετὰ δοτικ., χέρας π. τινὶ Εὐρ. Ὀρ. 1044, Φοίν. 1459, κτλ.· περὶ δ’ ὠλένας δέρᾳ ... βάλοιμι [[αὐτόθι]] 165· π. τινὶ δεσμά, βρόχους Αἰσχύλ. Πρ. 52, Εὐρ. Βάκχ. 619· ζευκτήριον Τροίᾳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 529· ἐν πέπλοισι κρατὶ π. [[σκότος]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1159· - [[ὡσαύτως]], π. θώρηκας περὶ τὰ στέρνα Ἡρόδ. 1. 215, πρβλ. 5. 85· π. αἱμασιὴν κατὰ τὸν κύκλον ὁ αὐτ. 7. 60· π. ναῦν περὶ [[ἕρμα]], προσαράττω εἰς .., Θουκ. 7. 25. - Μέσ., βάλλω τι [[ἐπάνω]] μου, ἐνδύομαι, μετ’ αἰτιατ. πράγμ., τεύχεα περιβαλλόμενοι, ἐνδυόμενοι τὰ ὅπλα των, Ὀδ. Χ. 148· περὶ δὲ ζώνην βάλετ’ ἰξυῖ Ε. 231· [[ξίφος]] περὶ στιβαροῖς βάλετ’ ὤμοις Ξ. 518· [[οὕτως]], [[εἷμα]], [[φᾶρος]] περιβάλλεσθαι Ἡρόδ. 1. 152., 9. 109· φάρεα καὶ πλοκάμους Εὐρ. Ι. Τ. 1150· κόσμον σώμασιν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 334· [[ὡσαύτως]], π. [[ἔρυμα]], [[ἕρκος]], τείχεα Ἡρόδ. 1. 141., 9. 96, 97, πρβλ. Θουκ. 1. 8· ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 14· π. [[τεῖχος]] [[περί]] τι Λυσ. 194. 43· καὶ μετὰ διπλῆς αἰτ., [[τεῖχος]] περιβάλλεσθαι πόλιν, περιβάλλειν αὐτὴν διὰ τείχους, Ἡρόδ. 1. 163, πρβλ. 6. 46· πρβλ. Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. Α΄, σελ. 517· - ἐν τῷ παθητ. πρκμ., Πλάτ. Συμπ. 216D· περιβεβλημένος τὸ [[τεῖχος]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 174Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 11, 11. 2) μεταφορ. ὡς τὸ περιτιθέναι, περιάπτειν, π. τινὶ βασιληίην, τυραννίδα Ἡρόδ. 1. 129, Εὐρ. Ἴων 829· [[ὡσαύτως]], π. σωτηρίαν [τισὶ] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 304· δουλείαν Μυκήναις ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 189· οἶκτον ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 934· μὴ πρὸς θεῶν μοι περιβάλῃς ἀνανδρίαν ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1031. ΙΙ. τἀνάπαλιν μετὰ δοτ. πράγμ., κυκλώνω, [[περικλείω]], περιβαλεῖν [[πλῆθος]] τῶν ἰχθύων (δηλ. τῷ ἀμφιβλήστρῳ) Ἡρόδ. 1. 141· βρόχῳ π. τὸν αὐχένα ὁ αὐτ. 4. 60· οὕτω παρ’ Ἀττ., [Βόσπορον] πέδαις π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 748· [[περικαλύπτω]], [[ἐνδύω]], π. τινὰ ὑφάσματι, πέπλοις, δοραῖς, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 25, κτλ.· π. τινὰ χερσί, [[ἐναγκαλίζομαι]], [[αὐτόθι]] 372 (ἴδε ἐν ἀρχῇ)· - ἀκολούθως μεταφορ., π. τινὰ συμφοραῖς, κακοῖς, ὀνείδεσι, κινδύνοις ὁ αὐτ. 906, Ἀντιφῶν 122. 25, Ἀνδοκ. 18. 33, Λυσ. 102. 57, Δημ. 604. 9, κτλ.· π. τινὰ φυγῇ, δηλ. [[ἐξορίζω]] τινά, Πλούτ. 2. 775C· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[περικλείω]] πρὸς ἰδίαν μου ὑπεράσπισιν, τὴν νῆσον π. τείχει Πλάτ. Κριτί. 116Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 3, 30· π. θύννους Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 8, πρβλ. 13. 2) π. τινὰ χαλκεύματι, βάλλω τινὰ ὁλόγυρα εἰς τὸ [[ξίφος]] μου, δηλ. διατρυπῶ διὰ τοῦ ξίφους (ἴδε ἐν λέξ. περὶ Β. Ι. 2), Αἰσχύλ. Χο. 576. ΙΙΙ. μόνον μετ’ αἰτ., περικυκλώνω, περιβάλλει με [[σκότος]], [[νέφος]] Εὐρ. Φοίν. 1453, Ἡρ. Μαιν. 1140· π. τινά, [[ἐναγκαλίζομαι]], Ξεν. Ἀν. 4. 7, 25· ἀλλὰ καὶ [[ἐνδύω]], τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κε΄, 36· - τὸ περιβεβλημένον, τὸ ἐγκεκλεισμένον [[μέρος]], [[περίβολος]], Ἡρόδ. 2. 91· πρβλ. [[περίβολος]] ΙΙ. 2· - μέσ., ἤλαυνον περιβαλλόμενοι [τὰ ὑποζύγια], περιτριγυρίζοντες, ὁ αὐτ. 9. 39. 2) ἵπποι περὶ [[τέρμα]] βαλοῦσαι, περιελθοῦσαι τὸν καμπτῆρα, Ἰλ. Ψ. 462· ἰδίως ἐπὶ πλοίων, π. τὸν Ἄθων Ἡρόδ. 6. 44· [[Σούνιον]] Θουκ. 8. 95· ὡς τὸ [[περιπλέω]] παρ’ Ἡροδ. 7. 21. 3) [[συχνάζω]], ἀγαπῶ νὰ φοιτῶ εἴς τι [[μέρος]], Ξεν. Κυνηγ. 5. 29., 6. 18. 4) π. λόγον, στρογγυλώνω, ἀποκαθιστῶ αὐτὸν στρογγύλον, Ἐρμογέν., Φώτ. IV. Μέσ., προσπαθῶ νὰ κερδήσω τι πρὸς ἐμὴν ὠφέλειαν, [[ἀποβλέπω]] εἰς [[ἴδιον]] [[κέρδος]], Λατιν. affectare, ἰδίῃ π. ἑωυτῶ κέρδεα Ἡρόδ. 3. 71· πολλὰ χρήματα ὁ αὐτ. 8. 8, πρβλ. 7. 190· σωφροσύνης δόξαν περιβάλλεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 6· τὰ λοιπὰ περιβαλλόμενος Δημ. 304. 25· πρβλ. Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 287· - παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., [[κυριεύω]], [[λαμβάνω]] εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, Σάμιοι δὲ ἀπαλλαχθέντες Μήδων, ἀπονητὶ πόλιν καλλίστην Ζάγκλην περιεβεβλήατο (Ἰων. ἀντὶ περιεβέβληντο) Ἡρόδ. 6.24· δυναστείαν Ἰσοκρ. 79C. 2) περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ ὑποτίθεσθαι Ἰσοκρ. 106C [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ· πολὺ κρεῖττόν ἐστιν ἕν [[καλῶς]] μεμαθηκέναι ἢ πολλὰ περιβεβλῆσθαι πράγματα Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 474·-λογικῶς, πρὶν ἂν ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα ἐντὸς μιᾶς ὁμοιότητος ἔρξας γένους τινὸς οὐσίᾳ περιβάληται, περιλάβῃ, Πλάτ. Πολιτικ. 285Β. 3) [[περικαλύπτω]], [[καλύπτω]], [[περικαλύπτω]] διὰ λέξεων, κομψῶς κύκλῳ π. τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 222C· ἀπολ.,=τῷ Λατ. ambagibus uti, ὁ αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 272D. V. (ἐκ τῆς περὶ Α. ΙΙΙ) νικῶ ἐν τῷ βάλλειν, [[ὑπερβάλλω]], καὶ οὕτω [[καθόλου]], νικῶ, [[ὑπερέχω]], ὑπερτερῶ, μνηστῆρας δώροισι Ὀδ. Ρ. 17· ἢ [[ἁπλῶς]], π. ἀρετῇ, ὑπερτερεῖν κατὰ τὴν ἀρετήν, Ἰλ. Ψ. 276.
|elnltext=περι-βάλλω, Ion. plqperf. med. 3 plur. περιεβεβλέατο om... heen werpen, om... heen leggen, met acc. van het voorwerp dat gelegd wordt en dat. of prep. bep. van de ontvanger act.; met acc.:; περὶ δ’ ἄντυγα βάλλε φαεινήν eromheen (om het schild) bracht hij een schitterende band aan Il. 18.479; met acc. en dat.:; τῷδε δεσμὰ περιβαλεῖν hem hier de boeien aan te doen Aeschl. PV 52; θανάτου πέλας βεβῶσι περιβαλεῖν χέρας degenen die de dood nabij zijn, omhelzen Eur. Or. 1044; met acc. en prep. bep.:; ὥσπερ περὶ ἕρμα περιβάλῃ τὴν ναῦν dat men het schip als het ware op een klip vast zou laten lopen Thuc. 7.25.7; overdr. voorzien van:. τυραννίδ’ αὐτῷ περιβαλεῖν ἔμελλε hij was van plan hem de alleenheerschappij te bezorgen Eur. Ion 829; μή... μοι περιβάλῃς ἀνανδρίαν bezorg mij geen lafheid Eur. Or. 1031. med. ((voor) zich) omdoen, aantrekken; met acc.:; περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα hij zag dat zij hun wapenrusting omdeden Od. 22.148; met acc. en dat.:; ὅταν δὲ κόσμον περιβάλησθε σώμασιν wanneer jullie de fraaie kleding hebben aangetrokken Eur. HF 334; met acc. en prep. bep.:; ξίφος ὀξὺ περὶ στιβαροῖς βάλετ’ ὤμοις hij wierp het scherpe zwaard om zijn stevige schouders Od. 14.528 (tmesis); rondom bouwen, ((voor) zich) omgeven:; ταῖς πόλεσι ἐρύματα περιβάλλονται zij leggen vestingwerken om hun steden aan Xen. Mem. 2.1.14; med.-pass..; τοῖς περιβεβλημένοις τείχη περὶ τὴν πόλιν degenen die muren hebben opgetrokken rond hun stad Aristot. Pol. 1331a8; met dubb. acc.. τεῖχος περιβαλέσθαι τὴν πόλιν (geld) om een muur om hun stad te leggen Hdt. 1.163.3. omringen met, rondom voorzien van, met acc. van wat omringd wordt en dat. instr. act..; Βόσπορον... πέδαις... π. de Bosporus in boeien slaan Aeschl. Pers. 748; βρόχῳ περὶ... ἔβαλε τὸν αὐχένα hij omvatte de nek met een strop Hdt. 4.60.2 (tmesis); overdr. doen terechtkomen in:; αὐτοὺς π. κακῷ τινι hen in een of andere ramp storten Eur. Or. 906; Σικελίαν πένθει π. μυρίῳ Sicilië in onmetelijk leed storten Plat. Epist. 351e; ook met alleen acc. rondom... gaan:; περὶ τέρμα βαλούσας om de keerzuil draaiend (met hun wagens) Il. 23.462 (tmesis); τὸν Ἄθων περιέβαλλον zij rondden Athos (met hun schepen) Hdt. 6.44.2; omhullen:; περιβάλλει με σκότος de duisternis omhult mij Eur. Phoen. 1453; kleden:; οὐ περιεβάλετέ με jullie hebben mij niet van kleding voorzien NT Mt. 25.43; omhelzen:; περιέβαλλον ἀλλήλους zij omhelsden elkaar Xen. An. 4.7.25; subst. ptc. perf. pass. τὸ περιβεβλημένον ommuurde ruimte. Hdt. 2.91.2. med. omringen, omsingelen:; χωρίον περιβάλλεσθαι een gebied omsingelen Xen. Cyr. 6.3.30; zich verhullen:; κομψῶς κύκλῳ περιβαλλόμενος je zo geraffineerd aan alle kanten verhullend Plat. Smp. 222c; zich voorzien van, zich meester maken van, verwerven:; πολλὰ καὶ αὐτὸς περιεβάλετο hij had ook zichzelf veel toegeëigend Hdt. 8.8.1; σωφροσύνης δόξαν περιβάλλεσθαι de reputatie van verstandigheid verwerven Xen. Mem. 4.2.6; med.-pass..; τοῖς μείζους... τὰς δυναστείας... περιβεβλημένοις degenen die grotere heerschappij bezitten Isocr. 4.184; overdr. zich eigen maken, begrijpen:. περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ τὰς πράξεις met zijn verstand de handelingen begrijpen Isocr. 5.118; πρὶν ἂν σύμπαντα τὰ οἰκεῖα... γένους τινὸς οὐσίᾳ περιβάληται voordat men alles wat op elkaar lijkt in een bepaalde klasse heeft ondergebracht Plat. Plt. 285b. overtreffen: alleen act..; ὁ γὰρ περιβάλλει ἅπαντας μνηστῆρας δώροισι want hij overtreft alle vrijers in geschenken Od. 15.17; ook abs. de beste zijn:. ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι de beide paarden blinken uit in kwaliteit Il. 23.276.
}}
{{elru
|elrutext='''περιβάλλω:''' (fut. περιβᾰλῶ, aor. περιέβᾰλον; эп. impf. περίβαλλον; ион. 3 л. ppf. pass. περιεβεβλήατο = περιεβέβληντο)<br /><b class="num">1)</b> [[закидывать]], [[накидывать]], [[набрасывать]] ([[πεῖσμα]] Hom.): π. στέρνα πρὸς στέρνα τινός Eur. [[прижаться грудью к чьей-л. груди]]; med. [[накидывать на себя]] (χλανίδα περιβαλλόμενος Her.; [[περιβεβλημένος]] σινδόνα NT);<br /><b class="num">2)</b> [[надевать]] ([[ζευκτήριον]] Τροίᾳ Aesch.): περιβαλλόμενοι τεύχεα Hom. [[с надетым на себя оружием]], [[вооруженные]];<br /><b class="num">3)</b> [[одевать]] (τινὰ γυμνόν NT); pass. [[одеваться]] (ἐν ἱματίοις λευκοῖς NT);<br /><b class="num">4)</b> [[запрокидывать]]: π. χεῖράς τινι Eur., Plat. обвивать кого-л. [[руками]] (ср. 8);<br /><b class="num">5)</b> [[строить вокруг]], [[возводить кругом]] ([[τεῖχος]] Πελοποννήσῳ Arst. и τῷ λιμένι Polyb.; χάρακά τινι NT; med. τείχη Thuc. и [[τεῖχος]] τὴν πόλιν Her.): ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλεσθαι Xen. [[возводить укрепления вокруг городов]];<br /><b class="num">6)</b> [[внушать]] (ἀνανδρίαν τινί Eur.);<br /><b class="num">7)</b> [[оказывать]], [[давать]] (τὸ ἀγαθόν τινι Her.): π. σωτηρίαν τινί Eur. [[спасать кого-л.]];<br /><b class="num">8)</b> [[опутывать]], [[захватывать]]: περιβαλεῖν [[πλῆθος]] τῶν ἰχθύων Her. поймать множество рыб(ы); περιβαλέσθαι τὴν πόλιν Her. [[захватить город]]; π. τινὰ πέδαις Aesch. [[наложить на кого-л.]] [[оковы]]; π. τὸν αὐχένα βρόχῳ Her. [[обвивать шею петлей]]; π. τινὰ [[χερσί]] Eur. (ср. 4) [[обнимать кого-л.]]; [[σκότος]] περιβάλλει τινά Eur. [[тьма окутывает кого-л.]]; περιβάλλεσθαι σωφροσύνης [[δόξαν]] Xen. [[стяжать себе репутацию благоразумного человека]];<br /><b class="num">9)</b> [[обнимать]] (ἀλλήλους Xen.);<br /><b class="num">10)</b> [[окружать]], [[брать в кольцо]] (τοὺς πολεμίους Plat.): περιβάλλεσθαί τινι πτεροφόρον [[δέμας]] Aesch. окружать пернатым телом, т. е. превращать в птицу кого-л.; περιβάλλεσθαι [[μεῖζον]] [[χωρίον]] Xen. [[окружать большую площадь]]; ἐν τῷ περιβεβλημένῳ Her. в огороженном месте, внутри ограды;<br /><b class="num">11)</b> [[возлагать]] (τυραννίδα τινί Eur.);<br /><b class="num">12)</b> [[налагать]] (τινὶ δουλείαν Eur.);<br /><b class="num">13)</b> [[поражать]] (τινὰ χαλκεύματι Aesch.; τινὰ κακῷ Eur.): π. τινὰ φυγῇ Plut. [[карать кого-л.]] [[изгнанием]]; π. τινὰ ὀνείδει Dem. [[покрывать кого-л. позором]];<br /><b class="num">14)</b> [[бросать]], [[устремлять]]: π. περὶ [[ἕρμα]] τὴν ναῦν Thuc. [[налететь с кораблем на скалу]];<br /><b class="num">15)</b> [[огибать]], [[объезжать]] (τὸν Ἄθων Her.; [[Σούνιον]] Thuc.);<br /><b class="num">16)</b> [[превосходить]] (τινά τινι Hom.): ἀρετῇ π. Hom. [[отличаться высокими качествами]], [[быть превосходным]];<br /><b class="num">17)</b> [[часто посещать]] (τόπους Xen.);<br /><b class="num">18)</b> med. перен. [[охватывать]] (τῇ διανοίᾳ τι Isocr.; ξυμπάντα τὰ οἰκεῖα Plat.);<br /><b class="num">19)</b> med. [[пускаться в рассуждения]]: μακρὰν περιβαλλόμενοι Plat. [[пространно разглагольствуя]]; [[κομψῶς]] [[κύκλῳ]] π. Plat. ловко кружиться вокруг да около.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 40: Line 43:
|lsmtext='''περιβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-έβᾰλον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] [[ολόγυρα]], περὶ [[χαῖρε]] βαλών, έχοντας βάλει τα χέρια του [[ολόγυρα]] του, σε Ομήρ. Οδ.· [[χέρας]] [[περιβάλλω]] τινί, σε Ευρ.· <i>περὶ δι' ὠλένας δέρᾳ βάλοιμι</i>, στον ίδ.· [[περιβάλλω]] τινὶ [[δεσμά]], σε Αισχύλ.· [[περιβάλλω]], ναῦν περὶ [[ἕρμα]], [[προσαράζω]] σε ξέρα, σε Θουκ. — Μέσ., [[βάζω]] [[κάτι]] [[επάνω]] μου, φορώ, με αιτ. πράγμ., <i>τεύχεα περιβαλλόμενοι</i>, φόρεσαν τα όπλα τους, σε Ομήρ. Οδ.· [[περιβάλλω]] [[ἔρυμα]], [[ἕρκος]], <i>τείχεα</i>, [[περιβάλλω]] κάποιον για να τον υπερασπίσω, [[περιτειχίζω]], σε Ηρόδ.· με [[διπλή]] αιτ., [[τεῖχος]] περιβάλλεσθαι πόλιν, [[χτίζω]] [[τείχος]] γύρω της, στον ίδ.· σε Παθ. παρακ., έχω τοποθετήσει ένα [[πράγμα]] γύρω από κάποιον, σε Πλάτ.· περιβεβλημένος το [[τεῖχος]], έχει το [[τείχος]] γύρω του, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[τοποθετώ]] [[κάτι]] γύρω από ένα [[πρόσωπο]], δηλ. τον [[περιβάλλω]] μ' αυτό, [[περιβάλλω]] τινὶ βασιληΐην, <i>[[τυραννίδα]]</i>, στον ίδ., Ευρ.· <i>δουλείαν Μυκήναις</i>, σε Ευρ.· [[περιβάλλω]] ἀνανδρίαν τινί, δηλ. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αντιστρόφως με δοτ. πράγμ., [[περιβάλλω]], [[περιστοιχίζω]], [[περιτριγυρίζω]], <i>περιβάλλειν βρόχῳ τὸν αὐχένα</i>, στον ίδ.· μεταφ., [[περιβάλλω]] τινὰ [[χερσί]], [[εναγκαλίζομαι]], στον ίδ.· μεταφ., [[περιβάλλω]] τινὰ συμφοραῖς, <i>κακοῖς</i>, [[εμπλέκω]] κάποιον σε συμφορές, δυστυχίες κ.λπ., στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., [[περικλείω]] ή [[περιβάλλω]] για την υπεράσπισή μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[περιβάλλω]] τινὰ χαλκεύματι, [[περιβάλλω]] κάποιον με το [[ξίφος]] μου, δηλ. τον [[διαπερνώ]] με αυτό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με αιτ. μόνο, [[περικυκλώνω]], [[περικλείω]], περιβάλλει με [[σκότος]], σε Ευρ.· [[περιβάλλω]] τινά, [[αγκαλιάζω]] αυτόν, σε Ξεν.· [[αλλά]] επίσης και [[ενδύω]], [[ντύνω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., <i>τὸ περιβεβλημένον</i>, [[περίβολος]], [[περίφρακτος]] [[χώρος]], σε Ηρόδ. — Μέσ. <i>ἤλαυνον περιβαλλόμενοι</i> (<i>τὰ ὑποζύγια</i>), περιτριγυρίζοντας, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φέρνω]] την [[πυξίδα]] γύρω-γύρω, [[αναστρέφω]], με αιτ., ἵπποι περὶ [[τέρμα]] βαλοῦσαι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πλοία, [[περιβάλλω]] τὸν Ἄθων, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[συχνάζω]], [[αγαπώ]] ένα [[μέρος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">IV. 1.</b> Μέσ., [[προσπαθώ]] να κερδίσω προς όφελός μου, [[στοχεύω]], Λατ. affectare, [[καθώς]] λέμε «[[μηχανεύομαι]]» ένα [[πράγμα]], [[περιβάλλω]] ἑωυτῷ κέρδεα, σε Ηρόδ.· σωφροσύνης [[δόξαν]] [[περιβάλλω]], σε Ξεν.· Παθ. παρακ., έχω την [[κατοχή]] ενός πράγματος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλύπτω]] ή [[σκεπάζω]] με [[λόγια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">V.</b> [[υπερβάλλω]], και [[επομένως]] γενικά, [[υπερέχω]], [[υπερβαίνω]], <i>μνηστῆρας δώροισι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[απλώς]], [[περιβάλλω]] ἀρετῇ, [[υπερέχω]] στην [[αρετή]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''περιβάλλω:''' μέλ. <i>-βᾰλῶ</i>, αόρ. βʹ <i>-έβᾰλον</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> [[ρίχνω]] [[ολόγυρα]], περὶ [[χαῖρε]] βαλών, έχοντας βάλει τα χέρια του [[ολόγυρα]] του, σε Ομήρ. Οδ.· [[χέρας]] [[περιβάλλω]] τινί, σε Ευρ.· <i>περὶ δι' ὠλένας δέρᾳ βάλοιμι</i>, στον ίδ.· [[περιβάλλω]] τινὶ [[δεσμά]], σε Αισχύλ.· [[περιβάλλω]], ναῦν περὶ [[ἕρμα]], [[προσαράζω]] σε ξέρα, σε Θουκ. — Μέσ., [[βάζω]] [[κάτι]] [[επάνω]] μου, φορώ, με αιτ. πράγμ., <i>τεύχεα περιβαλλόμενοι</i>, φόρεσαν τα όπλα τους, σε Ομήρ. Οδ.· [[περιβάλλω]] [[ἔρυμα]], [[ἕρκος]], <i>τείχεα</i>, [[περιβάλλω]] κάποιον για να τον υπερασπίσω, [[περιτειχίζω]], σε Ηρόδ.· με [[διπλή]] αιτ., [[τεῖχος]] περιβάλλεσθαι πόλιν, [[χτίζω]] [[τείχος]] γύρω της, στον ίδ.· σε Παθ. παρακ., έχω τοποθετήσει ένα [[πράγμα]] γύρω από κάποιον, σε Πλάτ.· περιβεβλημένος το [[τεῖχος]], έχει το [[τείχος]] γύρω του, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[τοποθετώ]] [[κάτι]] γύρω από ένα [[πρόσωπο]], δηλ. τον [[περιβάλλω]] μ' αυτό, [[περιβάλλω]] τινὶ βασιληΐην, <i>[[τυραννίδα]]</i>, στον ίδ., Ευρ.· <i>δουλείαν Μυκήναις</i>, σε Ευρ.· [[περιβάλλω]] ἀνανδρίαν τινί, δηλ. κάνω κάποιον άτολμο, δειλό, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> αντιστρόφως με δοτ. πράγμ., [[περιβάλλω]], [[περιστοιχίζω]], [[περιτριγυρίζω]], <i>περιβάλλειν βρόχῳ τὸν αὐχένα</i>, στον ίδ.· μεταφ., [[περιβάλλω]] τινὰ [[χερσί]], [[εναγκαλίζομαι]], στον ίδ.· μεταφ., [[περιβάλλω]] τινὰ συμφοραῖς, <i>κακοῖς</i>, [[εμπλέκω]] κάποιον σε συμφορές, δυστυχίες κ.λπ., στον ίδ.· ομοίως στη Μέσ., [[περικλείω]] ή [[περιβάλλω]] για την υπεράσπισή μου, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> [[περιβάλλω]] τινὰ χαλκεύματι, [[περιβάλλω]] κάποιον με το [[ξίφος]] μου, δηλ. τον [[διαπερνώ]] με αυτό, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">III. 1.</b> με αιτ. μόνο, [[περικυκλώνω]], [[περικλείω]], περιβάλλει με [[σκότος]], σε Ευρ.· [[περιβάλλω]] τινά, [[αγκαλιάζω]] αυτόν, σε Ξεν.· [[αλλά]] επίσης και [[ενδύω]], [[ντύνω]], σε Καινή Διαθήκη — Παθ., <i>τὸ περιβεβλημένον</i>, [[περίβολος]], [[περίφρακτος]] [[χώρος]], σε Ηρόδ. — Μέσ. <i>ἤλαυνον περιβαλλόμενοι</i> (<i>τὰ ὑποζύγια</i>), περιτριγυρίζοντας, στον ίδ.<br /><b class="num">2.</b> [[φέρνω]] την [[πυξίδα]] γύρω-γύρω, [[αναστρέφω]], με αιτ., ἵπποι περὶ [[τέρμα]] βαλοῦσαι, σε Ομήρ. Ιλ.· λέγεται για πλοία, [[περιβάλλω]] τὸν Ἄθων, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> [[συχνάζω]], [[αγαπώ]] ένα [[μέρος]], σε Ξεν.<br /><b class="num">IV. 1.</b> Μέσ., [[προσπαθώ]] να κερδίσω προς όφελός μου, [[στοχεύω]], Λατ. affectare, [[καθώς]] λέμε «[[μηχανεύομαι]]» ένα [[πράγμα]], [[περιβάλλω]] ἑωυτῷ κέρδεα, σε Ηρόδ.· σωφροσύνης [[δόξαν]] [[περιβάλλω]], σε Ξεν.· Παθ. παρακ., έχω την [[κατοχή]] ενός πράγματος, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> [[καλύπτω]] ή [[σκεπάζω]] με [[λόγια]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">V.</b> [[υπερβάλλω]], και [[επομένως]] γενικά, [[υπερέχω]], [[υπερβαίνω]], <i>μνηστῆρας δώροισι</i>, σε Ομήρ. Οδ.· [[απλώς]], [[περιβάλλω]] ἀρετῇ, [[υπερέχω]] στην [[αρετή]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιβάλλω:''' (fut. περιβᾰλῶ, aor. περιέβᾰλον; эп. impf. περίβαλλον; ион. 3 л. ppf. pass. περιεβεβλήατο = περιεβέβληντο)<br /><b class="num">1)</b> [[закидывать]], [[накидывать]], [[набрасывать]] ([[πεῖσμα]] Hom.): π. στέρνα πρὸς στέρνα τινός Eur. [[прижаться грудью к чьей-л. груди]]; med. [[накидывать на себя]] (χλανίδα περιβαλλόμενος Her.; [[περιβεβλημένος]] σινδόνα NT);<br /><b class="num">2)</b> [[надевать]] ([[ζευκτήριον]] Τροίᾳ Aesch.): περιβαλλόμενοι τεύχεα Hom. [[с надетым на себя оружием]], [[вооруженные]];<br /><b class="num">3)</b> [[одевать]] (τινὰ γυμνόν NT); pass. [[одеваться]] (ἐν ἱματίοις λευκοῖς NT);<br /><b class="num">4)</b> [[запрокидывать]]: π. χεῖράς τινι Eur., Plat. обвивать кого-л. [[руками]] (ср. 8);<br /><b class="num">5)</b> [[строить вокруг]], [[возводить кругом]] ([[τεῖχος]] Πελοποννήσῳ Arst. и τῷ λιμένι Polyb.; χάρακά τινι NT; med. τείχη Thuc. и [[τεῖχος]] τὴν πόλιν Her.): ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλεσθαι Xen. [[возводить укрепления вокруг городов]];<br /><b class="num">6)</b> [[внушать]] (ἀνανδρίαν τινί Eur.);<br /><b class="num">7)</b> [[оказывать]], [[давать]] (τὸ ἀγαθόν τινι Her.): π. σωτηρίαν τινί Eur. [[спасать кого-л.]];<br /><b class="num">8)</b> [[опутывать]], [[захватывать]]: περιβαλεῖν [[πλῆθος]] τῶν ἰχθύων Her. поймать множество рыб(ы); περιβαλέσθαι τὴν πόλιν Her. [[захватить город]]; π. τινὰ πέδαις Aesch. [[наложить на кого-л.]] [[оковы]]; π. τὸν αὐχένα βρόχῳ Her. [[обвивать шею петлей]]; π. τινὰ [[χερσί]] Eur. (ср. 4) [[обнимать кого-л.]]; [[σκότος]] περιβάλλει τινά Eur. [[тьма окутывает кого-л.]]; περιβάλλεσθαι σωφροσύνης [[δόξαν]] Xen. [[стяжать себе репутацию благоразумного человека]];<br /><b class="num">9)</b> [[обнимать]] (ἀλλήλους Xen.);<br /><b class="num">10)</b> [[окружать]], [[брать в кольцо]] (τοὺς πολεμίους Plat.): περιβάλλεσθαί τινι πτεροφόρον [[δέμας]] Aesch. окружать пернатым телом, т. е. превращать в птицу кого-л.; περιβάλλεσθαι [[μεῖζον]] [[χωρίον]] Xen. [[окружать большую площадь]]; ἐν τῷ περιβεβλημένῳ Her. в огороженном месте, внутри ограды;<br /><b class="num">11)</b> [[возлагать]] (τυραννίδα τινί Eur.);<br /><b class="num">12)</b> [[налагать]] (τινὶ δουλείαν Eur.);<br /><b class="num">13)</b> [[поражать]] (τινὰ χαλκεύματι Aesch.; τινὰ κακῷ Eur.): π. τινὰ φυγῇ Plut. [[карать кого-л.]] [[изгнанием]]; π. τινὰ ὀνείδει Dem. [[покрывать кого-л. позором]];<br /><b class="num">14)</b> [[бросать]], [[устремлять]]: π. περὶ [[ἕρμα]] τὴν ναῦν Thuc. [[налететь с кораблем на скалу]];<br /><b class="num">15)</b> [[огибать]], [[объезжать]] (τὸν Ἄθων Her.; [[Σούνιον]] Thuc.);<br /><b class="num">16)</b> [[превосходить]] (τινά τινι Hom.): ἀρετῇ π. Hom. [[отличаться высокими качествами]], [[быть превосходным]];<br /><b class="num">17)</b> [[часто посещать]] (τόπους Xen.);<br /><b class="num">18)</b> med. перен. [[охватывать]] (τῇ διανοίᾳ τι Isocr.; ξυμπάντα τὰ οἰκεῖα Plat.);<br /><b class="num">19)</b> med. [[пускаться в рассуждения]]: μακρὰν περιβαλλόμενοι Plat. [[пространно разглагольствуя]]; [[κομψῶς]] [[κύκλῳ]] π. Plat. ловко кружиться вокруг да около.
|lstext='''περιβάλλω''': μέλλ. -βᾰλῶ: ἀόριστ. περιέβᾰλον. Ρίπτω, βάλλω ὁλόγυρα ἢ [[ἐπάνω]], [[ἐπιτίθημι]], [[ἐνδύω]], μετ’ αἰτ. πράγμ., [[ὄφρα]] καὶ εἰν Ἀΐδαο φίλας περὶ χεῖρε βαλόντε ἀμφοτέρω κρυεροῖο τεταρπώμεσθα γόοιο; Ὀδ. Λ. 210· περὶ πτερὰ πυκνὰ βαλόντες Ἰλ. Λ. 454· περὶ δ’ ἄντυγα [[βάλε]] φαεινὴν Σ. 479· (ἐν Ὀδ. Φ. 466, ἐν τῷ στίχῳ: κίονος ἐξάψας [[μεγάλης]] περίβαλλε θόλοιο ἡ γενικὴ ἐξαρτᾶται ἐκ τοῦ ἐξάψας)· χέρας π. Ἀριστοφ. Θεσμ. 914· [[συχνάκις]] μετὰ δοτικ., χέρας π. τινὶ Εὐρ. Ὀρ. 1044, Φοίν. 1459, κτλ.· περὶ δ’ ὠλένας δέρᾳ ... βάλοιμι [[αὐτόθι]] 165· π. τινὶ δεσμά, βρόχους Αἰσχύλ. Πρ. 52, Εὐρ. Βάκχ. 619· ζευκτήριον Τροίᾳ Αἰσχύλ. Ἀγ. 529· ἐν πέπλοισι κρατὶ π. [[σκότος]] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 1159· - [[ὡσαύτως]], π. θώρηκας περὶ τὰ στέρνα Ἡρόδ. 1. 215, πρβλ. 5. 85· π. αἱμασιὴν κατὰ τὸν κύκλον ὁ αὐτ. 7. 60· π. ναῦν περὶ [[ἕρμα]], προσαράττω εἰς .., Θουκ. 7. 25. - Μέσ., βάλλω τι [[ἐπάνω]] μου, ἐνδύομαι, μετ’ αἰτιατ. πράγμ., τεύχεα περιβαλλόμενοι, ἐνδυόμενοι τὰ ὅπλα των, Ὀδ. Χ. 148· περὶ δὲ ζώνην βάλετ’ ἰξυῖ Ε. 231· [[ξίφος]] περὶ στιβαροῖς βάλετ’ ὤμοις Ξ. 518· [[οὕτως]], [[εἷμα]], [[φᾶρος]] περιβάλλεσθαι Ἡρόδ. 1. 152., 9. 109· φάρεα καὶ πλοκάμους Εὐρ. Ι. Τ. 1150· κόσμον σώμασιν ὁ αὐτ. ἐν Ἡρ. Μαιν. 334· [[ὡσαύτως]], π. [[ἔρυμα]], [[ἕρκος]], τείχεα Ἡρόδ. 1. 141., 9. 96, 97, πρβλ. Θουκ. 1. 8· ταῖς πόλεσιν ἐρύματα περιβάλλεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 14· π. [[τεῖχος]] [[περί]] τι Λυσ. 194. 43· καὶ μετὰ διπλῆς αἰτ., [[τεῖχος]] περιβάλλεσθαι πόλιν, περιβάλλειν αὐτὴν διὰ τείχους, Ἡρόδ. 1. 163, πρβλ. 6. 46· πρβλ. Χ. Χαριτωνίδου Ποικίλα Φιλολογ. τόμ. Α΄, σελ. 517· - ἐν τῷ παθητ. πρκμ., Πλάτ. Συμπ. 216D· περιβεβλημένος τὸ [[τεῖχος]], ὁ αὐτ. ἐν Θεαιτ. 174Ε, πρβλ. Ἀριστ. Πολιτικ. 7. 11, 11. 2) μεταφορ. ὡς τὸ περιτιθέναι, περιάπτειν, π. τινὶ βασιληίην, τυραννίδα Ἡρόδ. 1. 129, Εὐρ. Ἴων 829· [[ὡσαύτως]], π. σωτηρίαν [τισὶ] Εὐρ. Ἡρ. Μαιν. 304· δουλείαν Μυκήναις ὁ αὐτ. ἐν Φοιν. 189· οἶκτον ὁ αὐτ. ἐν Ι. Α. 934· μὴ πρὸς θεῶν μοι περιβάλῃς ἀνανδρίαν ὁ αὐτ. ἐν Ὀρ. 1031. ΙΙ. τἀνάπαλιν μετὰ δοτ. πράγμ., κυκλώνω, [[περικλείω]], περιβαλεῖν [[πλῆθος]] τῶν ἰχθύων (δηλ. τῷ ἀμφιβλήστρῳ) Ἡρόδ. 1. 141· βρόχῳ π. τὸν αὐχένα ὁ αὐτ. 4. 60· οὕτω παρ’ Ἀττ., [Βόσπορον] πέδαις π. Αἰσχύλ. Πέρσ. 748· [[περικαλύπτω]], [[ἐνδύω]], π. τινὰ ὑφάσματι, πέπλοις, δοραῖς, κτλ., Εὐρ. Ὀρ. 25, κτλ.· π. τινὰ χερσί, [[ἐναγκαλίζομαι]], [[αὐτόθι]] 372 (ἴδε ἐν ἀρχῇ)· - ἀκολούθως μεταφορ., π. τινὰ συμφοραῖς, κακοῖς, ὀνείδεσι, κινδύνοις ὁ αὐτ. 906, Ἀντιφῶν 122. 25, Ἀνδοκ. 18. 33, Λυσ. 102. 57, Δημ. 604. 9, κτλ.· π. τινὰ φυγῇ, δηλ. [[ἐξορίζω]] τινά, Πλούτ. 2. 775C· - [[οὕτως]] ἐν τῷ μέσῳ τύπῳ, [[περικλείω]] πρὸς ἰδίαν μου ὑπεράσπισιν, τὴν νῆσον π. τείχει Πλάτ. Κριτί. 116Α, πρβλ. Ξεν. Κύρ. 6. 3, 30· π. θύννους Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 4. 10, 8, πρβλ. 13. 2) π. τινὰ χαλκεύματι, βάλλω τινὰ ὁλόγυρα εἰς τὸ [[ξίφος]] μου, δηλ. διατρυπῶ διὰ τοῦ ξίφους (ἴδε ἐν λέξ. περὶ Β. Ι. 2), Αἰσχύλ. Χο. 576. ΙΙΙ. μόνον μετ’ αἰτ., περικυκλώνω, περιβάλλει με [[σκότος]], [[νέφος]] Εὐρ. Φοίν. 1453, Ἡρ. Μαιν. 1140· π. τινά, [[ἐναγκαλίζομαι]], Ξεν. Ἀν. 4. 7, 25· ἀλλὰ καὶ [[ἐνδύω]], τινὰ Εὐαγγ. κ. Ματθ. κε΄, 36· - τὸ περιβεβλημένον, τὸ ἐγκεκλεισμένον [[μέρος]], [[περίβολος]], Ἡρόδ. 2. 91· πρβλ. [[περίβολος]] ΙΙ. - μέσ., ἤλαυνον περιβαλλόμενοι [τὰ ὑποζύγια], περιτριγυρίζοντες, ὁ αὐτ. 9. 39. 2) ἵπποι περὶ [[τέρμα]] βαλοῦσαι, περιελθοῦσαι τὸν καμπτῆρα, Ἰλ. Ψ. 462· ἰδίως ἐπὶ πλοίων, π. τὸν Ἄθων Ἡρόδ. 6. 44· [[Σούνιον]] Θουκ. 8. 95· ὡς τὸ [[περιπλέω]] παρ’ Ἡροδ. 7. 21. 3) [[συχνάζω]], ἀγαπῶ νὰ φοιτῶ εἴς τι [[μέρος]], Ξεν. Κυνηγ. 5. 29., 6. 18. 4) π. λόγον, στρογγυλώνω, ἀποκαθιστῶ αὐτὸν στρογγύλον, Ἐρμογέν., Φώτ. IV. Μέσ., προσπαθῶ νὰ κερδήσω τι πρὸς ἐμὴν ὠφέλειαν, [[ἀποβλέπω]] εἰς [[ἴδιον]] [[κέρδος]], Λατιν. affectare, ἰδίῃ π. ἑωυτῶ κέρδεα Ἡρόδ. 3. 71· πολλὰ χρήματα ὁ αὐτ. 8. 8, πρβλ. 7. 190· σωφροσύνης δόξαν περιβάλλεσθαι Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 6· τὰ λοιπὰ περιβαλλόμενος Δημ. 304. 25· πρβλ. Κόντου Κριτικὰ καὶ Γραμματικὰ ἐν Ἀθηνᾶς τ. Β΄, σ. 287· - παθ. πρκμ. μετὰ μέσ. σημασ., [[κυριεύω]], [[λαμβάνω]] εἰς τὴν ἐξουσίαν μου, Σάμιοι δὲ ἀπαλλαχθέντες Μήδων, ἀπονητὶ πόλιν καλλίστην Ζάγκλην περιεβεβλήατο (Ἰων. ἀντὶ περιεβέβληντο) Ἡρόδ. 6.24· δυναστείαν Ἰσοκρ. 79C. 2) περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ ὑποτίθεσθαι Ἰσοκρ. 106C [[ἔνθα]] ἴδε σημ. Κοραῆ· πολὺ κρεῖττόν ἐστιν ἕν [[καλῶς]] μεμαθηκέναι ἢ πολλὰ περιβεβλῆσθαι πράγματα Μένανδρος ἐν Ἀδήλ. 474·-λογικῶς, πρὶν ἂν ξύμπαντα τὰ οἰκεῖα ἐντὸς μιᾶς ὁμοιότητος ἔρξας γένους τινὸς οὐσίᾳ περιβάληται, περιλάβῃ, Πλάτ. Πολιτικ. 285Β. 3) [[περικαλύπτω]], [[καλύπτω]], [[περικαλύπτω]] διὰ λέξεων, κομψῶς κύκλῳ π. τι ὁ αὐτ. ἐν Συμπ. 222C· ἀπολ.,=τῷ Λατ. ambagibus uti, αὐτ. ἐν Φαίδρῳ 272D. V. (ἐκ τῆς περὶ Α. ΙΙΙ) νικῶ ἐν τῷ βάλλειν, [[ὑπερβάλλω]], καὶ οὕτω [[καθόλου]], νικῶ, [[ὑπερέχω]], ὑπερτερῶ, μνηστῆρας δώροισι Ὀδ. Ρ. 17· ἢ [[ἁπλῶς]], π. ἀρετῇ, ὑπερτερεῖν κατὰ τὴν ἀρετήν, Ἰλ. Ψ. 276.
}}
{{elnl
|elnltext=περι-βάλλω, Ion. plqperf. med. 3 plur. περιεβεβλέατο om... heen werpen, om... heen leggen, met acc. van het voorwerp dat gelegd wordt en dat. of prep. bep. van de ontvanger act.; met acc.:; περὶ δ’ ἄντυγα βάλλε φαεινήν eromheen (om het schild) bracht hij een schitterende band aan Il. 18.479; met acc. en dat.:; τῷδε δεσμὰ περιβαλεῖν hem hier de boeien aan te doen Aeschl. PV 52; θανάτου πέλας βεβῶσι περιβαλεῖν χέρας degenen die de dood nabij zijn, omhelzen Eur. Or. 1044; met acc. en prep. bep.:; ὥσπερ περὶ ἕρμα περιβάλῃ τὴν ναῦν dat men het schip als het ware op een klip vast zou laten lopen Thuc. 7.25.7; overdr. voorzien van:. τυραννίδ’ αὐτῷ περιβαλεῖν ἔμελλε hij was van plan hem de alleenheerschappij te bezorgen Eur. Ion 829; μή... μοι περιβάλῃς ἀνανδρίαν bezorg mij geen lafheid Eur. Or. 1031. med. ((voor) zich) omdoen, aantrekken; met acc.:; περιβαλλομένους ἴδε τεύχεα hij zag dat zij hun wapenrusting omdeden Od. 22.148; met acc. en dat.:; ὅταν δὲ κόσμον περιβάλησθε σώμασιν wanneer jullie de fraaie kleding hebben aangetrokken Eur. HF 334; met acc. en prep. bep.:; ξίφος ὀξὺ περὶ στιβαροῖς βάλετ’ ὤμοις hij wierp het scherpe zwaard om zijn stevige schouders Od. 14.528 (tmesis); rondom bouwen, ((voor) zich) omgeven:; ταῖς πόλεσι ἐρύματα περιβάλλονται zij leggen vestingwerken om hun steden aan Xen. Mem. 2.1.14; med.-pass..; τοῖς περιβεβλημένοις τείχη περὶ τὴν πόλιν degenen die muren hebben opgetrokken rond hun stad Aristot. Pol. 1331a8; met dubb. acc.. τεῖχος περιβαλέσθαι τὴν πόλιν (geld) om een muur om hun stad te leggen Hdt. 1.163.3. omringen met, rondom voorzien van, met acc. van wat omringd wordt en dat. instr. act..; Βόσπορον... πέδαις... π. de Bosporus in boeien slaan Aeschl. Pers. 748; βρόχῳ περὶ... ἔβαλε τὸν αὐχένα hij omvatte de nek met een strop Hdt. 4.60.2 (tmesis); overdr. doen terechtkomen in:; αὐτοὺς π. κακῷ τινι hen in een of andere ramp storten Eur. Or. 906; Σικελίαν πένθει π. μυρίῳ Sicilië in onmetelijk leed storten Plat. Epist. 351e; ook met alleen acc. rondom... gaan:; περὶ τέρμα βαλούσας om de keerzuil draaiend (met hun wagens) Il. 23.462 (tmesis); τὸν Ἄθων περιέβαλλον zij rondden Athos (met hun schepen) Hdt. 6.44.2; omhullen:; περιβάλλει με σκότος de duisternis omhult mij Eur. Phoen. 1453; kleden:; οὐ περιεβάλετέ με jullie hebben mij niet van kleding voorzien NT Mt. 25.43; omhelzen:; περιέβαλλον ἀλλήλους zij omhelsden elkaar Xen. An. 4.7.25; subst. ptc. perf. pass. τὸ περιβεβλημένον ommuurde ruimte. Hdt. 2.91.2. med. omringen, omsingelen:; χωρίον περιβάλλεσθαι een gebied omsingelen Xen. Cyr. 6.3.30; zich verhullen:; κομψῶς κύκλῳ περιβαλλόμενος je zo geraffineerd aan alle kanten verhullend Plat. Smp. 222c; zich voorzien van, zich meester maken van, verwerven:; πολλὰ καὶ αὐτὸς περιεβάλετο hij had ook zichzelf veel toegeëigend Hdt. 8.8.1; σωφροσύνης δόξαν περιβάλλεσθαι de reputatie van verstandigheid verwerven Xen. Mem. 4.2.6; med.-pass..; τοῖς μείζους... τὰς δυναστείας... περιβεβλημένοις degenen die grotere heerschappij bezitten Isocr. 4.184; overdr. zich eigen maken, begrijpen:. περιβάλλεσθαι τῇ διανοίᾳ τὰς πράξεις met zijn verstand de handelingen begrijpen Isocr. 5.118; πρὶν ἂν σύμπαντα τὰ οἰκεῖα... γένους τινὸς οὐσίᾳ περιβάληται voordat men alles wat op elkaar lijkt in een bepaalde klasse heeft ondergebracht Plat. Plt. 285b. overtreffen: alleen act..; γὰρ περιβάλλει ἅπαντας μνηστῆρας δώροισι want hij overtreft alle vrijers in geschenken Od. 15.17; ook abs. de beste zijn:. ἀρετῇ περιβάλλετον ἵπποι de beide paarden blinken uit in kwaliteit Il. 23.276.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj