Anonymous

περιπευκής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ής, ές :<br />très amer, qui cause une grande douleur.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πεύκη]].
|btext=ής, ές :<br />très amer, qui cause une grande douleur.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[πεύκη]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''περιπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) ὁ [[πάνυ]] [[πικρός]], ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ [[βέλος]] περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. [[ἐχεπευκής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ [[πεύκη]]».
|elnltext=περιπευκής -ές [περί, πεύκη] zeer pijnlijk.
}}
{{elru
|elrutext='''περιπευκής:''' [[больно ранящий]], [[причиняющий мучение]] ([[βέλος]] Hom.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''περιπευκής:''' -ές ([[πεύκη]]), [[πολύ]] [[απότομος]], [[οξύς]] ή αυτός που προξενεί πόνο, [[οδυνηρός]], σε Ομήρ. Ιλ.
|lsmtext='''περιπευκής:''' -ές ([[πεύκη]]), [[πολύ]] [[απότομος]], [[οξύς]] ή αυτός που προξενεί πόνο, [[οδυνηρός]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''περιπευκής:''' [[больно ранящий]], [[причиняющий мучение]] ([[βέλος]] Hom.).
|lstext='''περιπευκής''': -ές, ([[πεύκη]]) ὁ [[πάνυ]] [[πικρός]], ὁ προξενῶν πόνους μεγάλους, ὀξὺ [[βέλος]] περιπευκὲς Ἰλ. Λ. 845· πρβλ. [[ἐχεπευκής]]. ― Καθ’ Ἡσύχ.: «περιπευκές· περισσῶς πικρόν, διὰ τὸ χρίεσθαι. πικρὰ γὰρ ἡ [[πεύκη]]».
}}
{{elnl
|elnltext=περιπευκής -ές [περί, πεύκη] zeer pijnlijk.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=περι-[[πευκής]], ές [[πεύκη]]<br />[[very]] [[sharp]], [[keen]] or [[painful]], Il.
|mdlsjtxt=περι-[[πευκής]], ές [[πεύκη]]<br />[[very]] [[sharp]], [[keen]] or [[painful]], Il.
}}
}}