Anonymous

πηκτίς: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>propr.</i> objet formé par assemblage ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> harpe;<br /><b>2</b> lyre.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]].
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>propr.</i> objet formé par assemblage ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> harpe;<br /><b>2</b> lyre.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πηκτίς''': Αἰολ. καὶ Δωρ. πακτίς, -ίδος, ἡ, [[ἀρχαῖον]] τι [[εἶδος]] ἅρπης, τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Λυδοῖς καὶ διαφέρουσα ὀλίγον ἂν μὴ [[οὐδόλως]] τοῦ ὀργάνου τοῦ καλουμένου [[μάγαδις]], Σαπφὼ 122, Ἡρόδ. 1. 17, Πινδ. Ἀποσπ. 227, 361 καὶ ἄλλοι μνημονευόμενοι παρ’ Ἀθην. 183Β κἑξ., 626Α, 635Β κἑξ.· πληθ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1217· λέγεται ὅτι ταύτην εἰσήγαγεν (ἐκ Λυδίας) [[Σαπφώ]], Ἀθήν. 635Ε, πρβλ. Ἀριστόξ. [[αὐτόθι]] 182F· ― ἡ [[λέξις]] ἦτο [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[λύρα]], Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4· ὁ Σοφοκλ. ἐν Ἀποσπ. 228, ἔχει πηκταὶ λύραι. 2) [[εἶδος]] αὐλοῦ ποιμενικοῦ ἐκ πολλῶν συμπεπηγότος καλαμίων, ὡς ἡ τοῦ Πανὸς σῦριγξ, Ἀνθ. Πλαν. 244· σύρειν π. ἐπὶ χείλεσιν Ἀνθ. Π. 586. 3) [[κλωβίον]] ἢ [[δίκτυον]] πτηνῶν, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 7. ΙΙ. παρὰ τῷ Σουΐδ.: «[[μάχαιρα]] κρεωκόπος».
|elnltext=πηκτίς -ίδος, ἡ, Dor. πακτίς, Aeol. πάκτις [~ πήγνυμι] harp (Lydisch snaarinstrument).
}}
{{elru
|elrutext='''πηκτίς:''' дор. [[πακτίς]], ίδος (ῐδ) ἠ (тж. [[μάγαδις]])<br /><b class="num">1)</b> [[пектида]] (лидийская двадцатиструнная арфа) Her., [[Sappho]], Theocr., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[лира]] Luc.;<br /><b class="num">3)</b> [[многоствольная цевница]] (πηκτίδα ἐπὶ χείλεσι σύρειν Anth.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πηκτίς:''' Αιολ. και Δωρ. [[πακτίς]], -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αρχαία [[άρπα]] που χρησιμοποιήθηκε από τους Λυδούς, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> είδος ποιμενικού αυλού, από [[πολλά]] καλάμια ενωμένα μαζί, όπως ο [[αυλός]] του Πάνα ([[σῦριγξ]]), σε Ανθ.
|lsmtext='''πηκτίς:''' Αιολ. και Δωρ. [[πακτίς]], -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αρχαία [[άρπα]] που χρησιμοποιήθηκε από τους Λυδούς, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> είδος ποιμενικού αυλού, από [[πολλά]] καλάμια ενωμένα μαζί, όπως ο [[αυλός]] του Πάνα ([[σῦριγξ]]), σε Ανθ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πηκτίς:''' дор. [[πακτίς]], ίδος (ῐδ) ἠ (тж. [[μάγαδις]])<br /><b class="num">1)</b> [[пектида]] (лидийская двадцатиструнная арфа) Her., [[Sappho]], Theocr., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[лира]] Luc.;<br /><b class="num">3)</b> [[многоствольная цевница]] (πηκτίδα ἐπὶ χείλεσι σύρειν Anth.).
|lstext='''πηκτίς''': Αἰολ. καὶ Δωρ. πακτίς, -ίδος, ἡ, [[ἀρχαῖον]] τι [[εἶδος]] ἅρπης, τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Λυδοῖς καὶ διαφέρουσα ὀλίγον ἂν μὴ [[οὐδόλως]] τοῦ ὀργάνου τοῦ καλουμένου [[μάγαδις]], Σαπφὼ 122, Ἡρόδ. 1. 17, Πινδ. Ἀποσπ. 227, 361 καὶ ἄλλοι μνημονευόμενοι παρ’ Ἀθην. 183Β κἑξ., 626Α, 635Β κἑξ.· πληθ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1217· λέγεται ὅτι ταύτην εἰσήγαγεν (ἐκ Λυδίας) [[Σαπφώ]], Ἀθήν. 635Ε, πρβλ. Ἀριστόξ. [[αὐτόθι]] 182F· ― ἡ [[λέξις]] ἦτο [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[λύρα]], Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4· ὁ Σοφοκλ. ἐν Ἀποσπ. 228, ἔχει πηκταὶ λύραι. 2) [[εἶδος]] αὐλοῦ ποιμενικοῦ ἐκ πολλῶν συμπεπηγότος καλαμίων, ὡς ἡ τοῦ Πανὸς σῦριγξ, Ἀνθ. Πλαν. 244· σύρειν π. ἐπὶ χείλεσιν Ἀνθ. Π. 586. 3) [[κλωβίον]] ἢ [[δίκτυον]] πτηνῶν, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 7. ΙΙ. παρὰ τῷ Σουΐδ.: «[[μάχαιρα]] κρεωκόπος».
}}
{{elnl
|elnltext=πηκτίς -ίδος, ἡ, Dor. πακτίς, Aeol. πάκτις [~ πήγνυμι] harp (Lydisch snaarinstrument).
}}
}}
{{etym
{{etym