3,274,919
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>propr.</i> objet formé par assemblage ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> harpe;<br /><b>2</b> lyre.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]]. | |btext=ίδος (ἡ) :<br /><i>propr.</i> objet formé par assemblage ; <i>particul.</i><br /><b>1</b> harpe;<br /><b>2</b> lyre.<br />'''Étymologie:''' [[πήγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πηκτίς -ίδος, ἡ, Dor. πακτίς, Aeol. πάκτις [~ πήγνυμι] harp (Lydisch snaarinstrument). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πηκτίς:''' дор. [[πακτίς]], ίδος (ῐδ) ἠ (тж. [[μάγαδις]])<br /><b class="num">1)</b> [[пектида]] (лидийская двадцатиструнная арфа) Her., [[Sappho]], Theocr., Arph.;<br /><b class="num">2)</b> [[лира]] Luc.;<br /><b class="num">3)</b> [[многоствольная цевница]] (πηκτίδα ἐπὶ χείλεσι σύρειν Anth.). | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''πηκτίς:''' Αιολ. και Δωρ. [[πακτίς]], -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αρχαία [[άρπα]] που χρησιμοποιήθηκε από τους Λυδούς, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> είδος ποιμενικού αυλού, από [[πολλά]] καλάμια ενωμένα μαζί, όπως ο [[αυλός]] του Πάνα ([[σῦριγξ]]), σε Ανθ. | |lsmtext='''πηκτίς:''' Αιολ. και Δωρ. [[πακτίς]], -[[ίδος]], ἡ,<br /><b class="num">I.</b> αρχαία [[άρπα]] που χρησιμοποιήθηκε από τους Λυδούς, σε Ηρόδ. κ.λπ.<br /><b class="num">II.</b> είδος ποιμενικού αυλού, από [[πολλά]] καλάμια ενωμένα μαζί, όπως ο [[αυλός]] του Πάνα ([[σῦριγξ]]), σε Ανθ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πηκτίς''': Αἰολ. καὶ Δωρ. πακτίς, -ίδος, ἡ, [[ἀρχαῖον]] τι [[εἶδος]] ἅρπης, τὸ πλεῖστον ἐν χρήσει παρὰ τοῖς Λυδοῖς καὶ διαφέρουσα ὀλίγον ἂν μὴ [[οὐδόλως]] τοῦ ὀργάνου τοῦ καλουμένου [[μάγαδις]], Σαπφὼ 122, Ἡρόδ. 1. 17, Πινδ. Ἀποσπ. 227, 361 καὶ ἄλλοι μνημονευόμενοι παρ’ Ἀθην. 183Β κἑξ., 626Α, 635Β κἑξ.· πληθ., Ἀριστοφ. Θεσμ. 1217· λέγεται ὅτι ταύτην εἰσήγαγεν (ἐκ Λυδίας) ἡ [[Σαπφώ]], Ἀθήν. 635Ε, πρβλ. Ἀριστόξ. [[αὐτόθι]] 182F· ― ἡ [[λέξις]] ἦτο [[ὡσαύτως]] παρὰ μεταγεν. ἐν χρήσει ἀντὶ τοῦ [[λύρα]], Λουκ. Ἐνάλ. Διάλ. 1. 4· ὁ Σοφοκλ. ἐν Ἀποσπ. 228, ἔχει πηκταὶ λύραι. 2) [[εἶδος]] αὐλοῦ ποιμενικοῦ ἐκ πολλῶν συμπεπηγότος καλαμίων, ὡς ἡ τοῦ Πανὸς σῦριγξ, Ἀνθ. Πλαν. 244· σύρειν π. ἐπὶ χείλεσιν Ἀνθ. Π. 586. 3) [[κλωβίον]] ἢ [[δίκτυον]] πτηνῶν, Ὀππ. Ἰξευτ. 3. 7. ΙΙ. παρὰ τῷ Σουΐδ.: «[[μάχαιρα]] κρεωκόπος». | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |