Anonymous

πικραίνω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> πικρανῶ, <i>ao.</i> ἐπίκρανα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> πικρανθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἐπικράνθην]];<br />rendre amer ; <i>fig.</i> aigrir, irriter ; <i>Pass.</i> s'aigrir, s'irriter.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]].
|btext=<i>f.</i> πικρανῶ, <i>ao.</i> ἐπίκρανα, <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. f.</i> πικρανθήσομαι, <i>ao.</i> [[ἐπικράνθην]];<br />rendre amer ; <i>fig.</i> aigrir, irriter ; <i>Pass.</i> s'aigrir, s'irriter.<br />'''Étymologie:''' [[πικρός]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πικραίνω''': (πικρὸς) ὡς καὶ νῦν, καθιστῶ τι πικρόν, π. τὴν κοιλίαν, [[κάμνω]] αὐτὴν πικράν, Ἀποκάλ. ι΄, 9. ― Παθ., τὸ [[στόμα]] πικραίνεται Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 388· ἀντίθετ. τῷ γλυκαίνεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 10 (παράφρ.). 2) μεταφορ., [[ἐρεθίζω]], [[παραπικραίνω]], λυπῶ, [[ἐξοργίζω]], Ἑβδ. (Ἰώβ. ΚΖ΄, 2, κτλ.)· π. τὴν ἀκοὴν λυπεῖν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γλυκαίνειν, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1. 2. ― Παθ., πικραίνομαι, Πλάτ. Νόμ. 371D, Θεόκρ. 2. 120· ὁ [[ζωγράφος]] πονεῖ τι καὶ π., στενοχωρεῖται, ἀδημονεῖ, Ἀντιφάνης ἐν «Λημνίαις» 2· π. ἐπί τινι Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙϚ΄, 20). 3) ἐπὶ ὕφους, καθιστῶ αὐτὸ τραχὺ καὶ πικρόν, πικραίνειν τὴν διάλεκτον [[ὅταν]] ἀπαιτῶσιν οἱ καιροὶ Διονύσ. Ἁλ. περὶ Δημοσθ. 55, πρβλ. 34.
|elnltext=πικραίνω [πικρός] bitter maken:; πικρανεῖ σου τὴν κοιλίαν het zal bitter zijn in uw buik NT Apoc. 10.9; med.-pass. bitter worden:. τὸ στόμα πικραίνεται de mond proeft bitter Hp. Acut. 30. overdr., pass. geïrriteerd zijn, boos zijn:. μὴ πικραίνεσθε πρὸς αὐτάς wees niet boos tegen hen NT Col. 3.19.
}}
{{elru
|elrutext='''πικραίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> делать горьким, pass. становиться горьким (ἐπικράνθησαν τὰ ὕδατα NT);<br /><b class="num">2)</b> раздражать, pass. раздражаться, ожесточаться Plat., Dem. etc.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πικραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i> ([[πικρός]])·<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] πικάντικο ή πικρό στη [[γεύση]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. στην Παθ., είμαι εξαγριωμένος, [[τρέφω]] [[πικρά]] αισθήματα, σε Πλάτ., Θεόκρ.
|lsmtext='''πικραίνω:''' μέλ. <i>-ᾰνῶ</i> ([[πικρός]])·<br /><b class="num">1.</b> κάνω [[κάτι]] πικάντικο ή πικρό στη [[γεύση]], σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">2.</b> μεταφ. στην Παθ., είμαι εξαγριωμένος, [[τρέφω]] [[πικρά]] αισθήματα, σε Πλάτ., Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πικραίνω:'''<br /><b class="num">1)</b> делать горьким, pass. становиться горьким (ἐπικράνθησαν τὰ ὕδατα NT);<br /><b class="num">2)</b> раздражать, pass. раздражаться, ожесточаться Plat., Dem. etc.
|lstext='''πικραίνω''': (πικρὸς) ὡς καὶ νῦν, καθιστῶ τι πικρόν, π. τὴν κοιλίαν, [[κάμνω]] αὐτὴν πικράν, Ἀποκάλ. ι΄, 9. ― Παθ., τὸ [[στόμα]] πικραίνεται Ἱππ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 388· ἀντίθετ. τῷ γλυκαίνεσθαι, Ἀριστ. Φυσ. 7. 2, 10 (παράφρ.). 2) μεταφορ., [[ἐρεθίζω]], [[παραπικραίνω]], λυπῶ, [[ἐξοργίζω]], Ἑβδ. (Ἰώβ. ΚΖ΄, 2, κτλ.)· π. τὴν ἀκοὴν λυπεῖν, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γλυκαίνειν, Διον. Ἁλ. περὶ Συνθ. 1. 2. ― Παθ., πικραίνομαι, Πλάτ. Νόμ. 371D, Θεόκρ. 2. 120· ὁ [[ζωγράφος]] πονεῖ τι καὶ π., στενοχωρεῖται, ἀδημονεῖ, Ἀντιφάνης ἐν «Λημνίαις» 2· π. ἐπί τινι Ἑβδ. (Ἔξοδ. ΙϚ΄, 20). 3) ἐπὶ ὕφους, καθιστῶ αὐτὸ τραχὺ καὶ πικρόν, πικραίνειν τὴν διάλεκτον [[ὅταν]] ἀπαιτῶσιν οἱ καιροὶ Διονύσ. Ἁλ. περὶ Δημοσθ. 55, πρβλ. 34.
}}
{{elnl
|elnltext=πικραίνω [πικρός] bitter maken:; πικρανεῖ σου τὴν κοιλίαν het zal bitter zijn in uw buik NT Apoc. 10.9; med.-pass. bitter worden:. τὸ στόμα πικραίνεται de mond proeft bitter Hp. Acut. 30. overdr., pass. geïrriteerd zijn, boos zijn:. μὴ πικραίνεσθε πρὸς αὐτάς wees niet boos tegen hen NT Col. 3.19.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj