Anonymous

πιστευτικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />confiant, crédule ; τὸ πιστευτικόν confiance.<br />'''Étymologie:''' [[πιστεύω]].
|btext=ή, όν :<br />confiant, crédule ; τὸ πιστευτικόν confiance.<br />'''Étymologie:''' [[πιστεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πιστευτικός''': , -όν, ὁ εὐκόλως ἢ προθύμως πιστεύων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 19· τὸ πιστευτικὸν Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 14. ― Ἐπίρρ., πιστευτικῶς ἔχειν τινὶ Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 364Α. ΙΙ. [[πρόξενος]] πίστεως, ἡ ῥητορική... πειθοῦς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 455Α.
|elnltext=πιστευτικός -ή -όν [πιστεύω] geneigd tot vertrouwen; Aristot. Rh. 1372b29; adv. πιστευτικῶς vol vertrouwen:. πιστευτικῶς ἔχων τῷ σώματι vol vertrouwen op zijn lichaamskracht Plat. HpMi 364a. geloof opwekkend. Plat. Grg. 455a.
}}
{{elru
|elrutext='''πιστευτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[внушающий доверие]], [[убедительный]] ([[πειθώ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[доверчивый]] Arst.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πιστευτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πιστεύει εύκολα, [[εύπιστος]], σε Αριστ.· επίρρ., <i>πιστευτικῶς ἔχειν τινί</i>, στηρίζομαι πάνω σε κάποιον, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δημιουργεί [[πίστη]], προξενεί [[πίστη]], στον ίδ.
|lsmtext='''πιστευτικός:''' -ή, -όν,<br /><b class="num">I.</b> αυτός που πιστεύει εύκολα, [[εύπιστος]], σε Αριστ.· επίρρ., <i>πιστευτικῶς ἔχειν τινί</i>, στηρίζομαι πάνω σε κάποιον, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> αυτός που δημιουργεί [[πίστη]], προξενεί [[πίστη]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πιστευτικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[внушающий доверие]], [[убедительный]] ([[πειθώ]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[доверчивый]] Arst.
|lstext='''πιστευτικός''': -ή, -όν, ὁ εὐκόλως ἢ προθύμως πιστεύων, Ἀριστ. Ρητ. 1. 12, 19· τὸ πιστευτικὸν Μᾶρκ. Ἀντωνῖν. 1. 14. ― Ἐπίρρ., πιστευτικῶς ἔχειν τινὶ Πλάτ. Ἱππ. Ἐλάττων 364Α. ΙΙ. [[πρόξενος]] πίστεως, ἡ ῥητορική... πειθοῦς δημιουργός ἐστι πιστευτικῆς ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 455Α.
}}
{{elnl
|elnltext=πιστευτικός -ή -όν [πιστεύω] geneigd tot vertrouwen; Aristot. Rh. 1372b29; adv. πιστευτικῶς vol vertrouwen:. πιστευτικῶς ἔχων τῷ σώματι vol vertrouwen op zijn lichaamskracht Plat. HpMi 364a. geloof opwekkend. Plat. Grg. 455a.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πιστευτικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> disposed to [[trust]], [[confiding]], Arist.: —adv., πιστευτικῶς ἔχειν τινί to rely [[upon]] one, Plat.<br /><b class="num">II.</b> creating [[belief]], Plat. [from [[πιστεύω]]
|mdlsjtxt=[[πιστευτικός]], ή, όν<br /><b class="num">I.</b> disposed to [[trust]], [[confiding]], Arist.: —adv., πιστευτικῶς ἔχειν τινί to rely [[upon]] one, Plat.<br /><b class="num">II.</b> creating [[belief]], Plat. [from [[πιστεύω]]
}}
}}