3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ου (τό) :<br />navire :<br /><b>I.</b> <i>en gén.</i> πλοῖα ἱππαγωγά HDT vaisseaux de transport ; πλοῖα μακρά, vaisseaux longs <i>ou</i> navires de guerre ; πλοῖα στρογγύλα <i>ou</i> φορτηγικά bateaux ronds <i>ou</i> marchands, <i>etc.</i><br /><b>II.</b> <i>abs.</i><br /><b>1</b> navire marchand, de transport <i>(p. opp. à</i> [[ναῦς]], <i>navire de guerre)</i>;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[τριήρης]].<br />'''Étymologie:''' [[πλόος]]. | |btext=ου (τό) :<br />navire :<br /><b>I.</b> <i>en gén.</i> πλοῖα ἱππαγωγά HDT vaisseaux de transport ; πλοῖα μακρά, vaisseaux longs <i>ou</i> navires de guerre ; πλοῖα στρογγύλα <i>ou</i> φορτηγικά bateaux ronds <i>ou</i> marchands, <i>etc.</i><br /><b>II.</b> <i>abs.</i><br /><b>1</b> navire marchand, de transport <i>(p. opp. à</i> [[ναῦς]], <i>navire de guerre)</i>;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[τριήρης]].<br />'''Étymologie:''' [[πλόος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πλοῖον -ου, τό [πλόος] [[boot]], [[schip]]:. πλοῖα λεπτά lichte schepen; π. μακρά oorlogsschepen. vrachtschip (tegenover ναῦς of [[τριήρης]] oorlogsschip ). | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλοῖον:''' τό<br /><b class="num">1)</b> [[судно]] Aesch. etc.: πλοῖον ἁλιευτικόν Xen. рыболовное судно; πλοῖον [[μακρόν]] Her. военное судно; πλοῖον ἱππαγωγόν Her. судно для переправы лошадей; πλοῖον [[στρογγύλον]] или πλοῖον φορτηγικόν Xen. грузовое (торговое) судно;<br /><b class="num">2)</b> [[грузовое судно]] (τὰ πλοῖα καὶ αἱ [[νῆες]] Thuc.; πλοῖά τε καὶ τριήρεις Plat.);<br /><b class="num">3)</b> Dem. = [[τριήρης]]. | |||
}} | }} | ||
{{eles | {{eles | ||
Line 34: | Line 37: | ||
|mltxt=το / [[πλοῖον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάθε]] πλωτό [[σκάφος]] και [[κυρίως]] μεγάλων διαστάσεων, [[καράβι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αλιευτικό [[πλοίο]]» και «πλοῖον αλιευτικόν» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αλιεία]], ψαράδικο.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> (σύμφωνα με τον Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου) [[κάθε]] [[σκάφος]] προορισμένο να μετακινείται επί τών υδάτων [[προς]] [[μεταφορά]] προσώπων ή πραγμάτων, [[ρυμούλκηση]], επιθαλάσσια [[αρωγή]], [[αλιεία]], [[αναψυχή]], επιστημονικές έρευνες ή [[άλλο]] ναυτιλιακό σκοπό<br /><b>2.</b> (σύμφωνα με τον κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου) [[κάθε]] [[σκάφος]] που έχει καθαρή [[χωρητικότητα]] [[δέκα]] [[τουλάχιστον]] κόρων και [[είναι]] προωρισμένο να κινείται στη [[θάλασσα]] με δική του [[δύναμη]] πλεύσης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αδελφά πλοία» — πλοία που έχουν ναυπηγηθεί με τις ίδιες προδιαγραφές, έχουν [[συνήθως]] τα [[ίδια]] χαρακτηριστικά, όπως [[μήκος]], [[πλάτος]], [[βύθισμα]], [[ταχύτητα]], μεταφορική [[ικανότητα]], ναυπηγούνται ταυτόχρονα ή [[σχεδόν]] ταυτόχρονα, [[κατά]] κανόνα από την [[ίδια]] [[εταιρεία]], και τις περισσότερες φορές έχουν παραγγελθεί από την [[ίδια]] ναυτιλιακή [[εταιρεία]]<br />β) «ακτοπλοϊκό [[πλοίο]]» — επιβατηγό, επιβατηγό-[[οχηματαγωγό]], επιβατηγό-φορτηγό ή φορτηγό [[πλοίο]] που εκτελεί μεταφορές μόνο στις εσωτερικές θάλασσες μιας χώρας<br />γ) «αλιευτικό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αλιεία]] εσωτερικών θαλασσών, ανοιχτών θαλασσών, ωκεανών και ειδικών αλιευμάτων<br />δ) «[[δεξαμενόπλοιο]]» — [[πλοίο]] που προορίζεται [[κυρίως]] για τη [[μεταφορά]] αργού πετρελαίου από τους τόπους παραγωγής σε κέντρα διύλισης ή προϊόντων διύλισης του πετρελαίου από τα διυλιστήρια στους τόπους διανομής και κατανάλωσης, κν. [[τάνκερ]]<br />ε) «εμπορικό [[πλοίο]] ή [[πλοίο]] μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για τη [[μεταφορά]] εμπορευμάτων τα οποία τοποθετούνται σε κιβώτια ειδικών διαστάσεων, τα κοντέινερ, τα οποία στοιβάζονται στο [[πλοίο]] σε ειδικές υποδοχές στερεώσεως, με [[φορτωτήρα]] του πλοίου ή της ξηράς<br />στ) «επιβατηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] για τη [[μεταφορά]] προσώπων<br />ζ) «επιβατηγό-φορτηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] μικτής μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων<br />η) «θαλαμηγό [[πλοίο]]» — ιδιόκτητο [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αναψυχή]]<br />θ) «ιστιοφόρο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιεί ως κινητήρια [[δύναμη]] τον άνεμο ο [[οποίος]] προσπίπτει [[πάνω]] στα [[ιστία]] του, τα πανιά του<br />ι) «κωπήλατο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που κινείται με [[κουπιά]]<br />ια) «[[ναυαγοσωστικό]] [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που προσφέρει υπηρεσίες για επιθαλάσσια [[αρωγή]] και [[διάσωση]] σε πλοία που κινδυνεύουν<br />ιβ) «παγοθραυστικό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[διάνοιξη]] [[οδών]] πλεύσης σε παγωμένες θάλασσες και λιμάνια, θραύοντας τον πάγο [[καθώς]] έρχεται σε [[επαφή]] [[μαζί]] του και προκαλώντας ανοίγματα λίγο μεγαλύτερα από το [[πλάτος]] του σκάφους<br />ιγ) «πολεμικό [[πλοίο]]» — ειδικά κατασκευασμένο [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για πολεμικούς σκοπούς<br />ιδ) «πλοίοπορθμείο» — [[πλοίο]] για [[μεταφορά]] οχημάτων ή οχημάτων και προσώπων σε μικρές αποστάσεις και [[μέσα]] σε προστατευμένες ή κλειστές θαλάσσιες περιοχές, κν. φέρυμποτ<br />ιε) «[[πλοίο]] τύπου Roll-on, Roll-off» — [[πλοίο]] που μοιάζει με κλειστό [[οχηματαγωγό]] του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, [[αλλά]] έχει [[άνοιγμα]] για [[φορτοεκφόρτωση]] τών οχημάτων, τόσο στην [[πλώρη]] όσο και στην [[πρύμνη]], και [[συνήθως]] και πλευρικό [[άνοιγμα]], από το οποίο εκτείνεται [[προς]] την [[ξηρά]] επικλινές [[δάπεδο]] ή [[ράμπα]] για τις φορτοεκφορτώσεις, ενώ το εσωτερικό του μοιάζει με [[γκαράζ]] πάρκινγκ πολλών ορόφων, όπου σταθμεύουν τα αυτοκίνητα<br />ιστ) «πυρηνοκίνητο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιεί ως [[πηγή]] ενέργειας για την κίνησή του πυρηνικό αντιδραστήρα<br />ιζ) «[[ρυμουλκό]] [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] ειδικά κατασκευασμένο που χρησιμοποιείται για τη [[ρυμούλκηση]] άλλων πλοίων<br />ιη) «[[πλοίο]] με υδροπτερύγια» — [[σκάφος]] που [[είναι]] σχεδιασμένο [[κατά]] τρόπο ώστε να ανυψώνεται [[ολόκληρο]] [[επάνω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού [[καθώς]] αυξάνεται η ταχύτητά του και το οποίο υποστηρίζεται με υδροπτερύγια ειδικής κατασκευής, κν. [[δελφίνι]]<br />ιθ) «φορτηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που μεταφέρει [[ξηρά]] φορτία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλοῖον ἱππαγωγόν» — [[σκάφος]] κατάλληλο για να μεταφέρει άλογα<br />β) «πλοῖον [[λεπτόν]]» — μικρό [[σκάφος]], [[πλοιάριο]], [[καραβάκι]]<br />γ) «πλοῖον [[μακρόν]]» — πολεμικό [[πλοίο]], [[τριήρης]]<br />δ) «πλοῖον στρογγύλον [ἡ φορτηγικόν]» — [[σκάφος]] κατάλληλο για τη [[μεταφορά]] φορτίων, φορτηγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πλοῖον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλόFιον</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- και [[συναίρεση]]) αποτελεί παρ. της λ. [[πλόος]]/ [[πλοῦς]]. Η λ. [[πλοῖον]], η οποία δεν απαντά στον Όμ., χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] για τα εμπορικά πλοία, [[αλλά]] ορισμένες φορές, [[συνήθως]] [[μαζί]] με το επίθ. [[μακρόν]], και για τα πολεμικά και αντικατέστησε σε μτγν. [[εποχή]] τη λ. [[ναῦς]]. | |mltxt=το / [[πλοῖον]], ΝΜΑ<br /><b>1.</b> [[κάθε]] πλωτό [[σκάφος]] και [[κυρίως]] μεγάλων διαστάσεων, [[καράβι]]<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «αλιευτικό [[πλοίο]]» και «πλοῖον αλιευτικόν» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αλιεία]], ψαράδικο.<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b><br /><b>1.</b> (σύμφωνα με τον Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου) [[κάθε]] [[σκάφος]] προορισμένο να μετακινείται επί τών υδάτων [[προς]] [[μεταφορά]] προσώπων ή πραγμάτων, [[ρυμούλκηση]], επιθαλάσσια [[αρωγή]], [[αλιεία]], [[αναψυχή]], επιστημονικές έρευνες ή [[άλλο]] ναυτιλιακό σκοπό<br /><b>2.</b> (σύμφωνα με τον κώδικα ιδιωτικού ναυτικού δικαίου) [[κάθε]] [[σκάφος]] που έχει καθαρή [[χωρητικότητα]] [[δέκα]] [[τουλάχιστον]] κόρων και [[είναι]] προωρισμένο να κινείται στη [[θάλασσα]] με δική του [[δύναμη]] πλεύσης<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> α) «αδελφά πλοία» — πλοία που έχουν ναυπηγηθεί με τις ίδιες προδιαγραφές, έχουν [[συνήθως]] τα [[ίδια]] χαρακτηριστικά, όπως [[μήκος]], [[πλάτος]], [[βύθισμα]], [[ταχύτητα]], μεταφορική [[ικανότητα]], ναυπηγούνται ταυτόχρονα ή [[σχεδόν]] ταυτόχρονα, [[κατά]] κανόνα από την [[ίδια]] [[εταιρεία]], και τις περισσότερες φορές έχουν παραγγελθεί από την [[ίδια]] ναυτιλιακή [[εταιρεία]]<br />β) «ακτοπλοϊκό [[πλοίο]]» — επιβατηγό, επιβατηγό-[[οχηματαγωγό]], επιβατηγό-φορτηγό ή φορτηγό [[πλοίο]] που εκτελεί μεταφορές μόνο στις εσωτερικές θάλασσες μιας χώρας<br />γ) «αλιευτικό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αλιεία]] εσωτερικών θαλασσών, ανοιχτών θαλασσών, ωκεανών και ειδικών αλιευμάτων<br />δ) «[[δεξαμενόπλοιο]]» — [[πλοίο]] που προορίζεται [[κυρίως]] για τη [[μεταφορά]] αργού πετρελαίου από τους τόπους παραγωγής σε κέντρα διύλισης ή προϊόντων διύλισης του πετρελαίου από τα διυλιστήρια στους τόπους διανομής και κατανάλωσης, κν. [[τάνκερ]]<br />ε) «εμπορικό [[πλοίο]] ή [[πλοίο]] μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για τη [[μεταφορά]] εμπορευμάτων τα οποία τοποθετούνται σε κιβώτια ειδικών διαστάσεων, τα κοντέινερ, τα οποία στοιβάζονται στο [[πλοίο]] σε ειδικές υποδοχές στερεώσεως, με [[φορτωτήρα]] του πλοίου ή της ξηράς<br />στ) «επιβατηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] για τη [[μεταφορά]] προσώπων<br />ζ) «επιβατηγό-φορτηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] μικτής μεταφοράς προσώπων και εμπορευμάτων<br />η) «θαλαμηγό [[πλοίο]]» — ιδιόκτητο [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[αναψυχή]]<br />θ) «ιστιοφόρο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιεί ως κινητήρια [[δύναμη]] τον άνεμο ο [[οποίος]] προσπίπτει [[πάνω]] στα [[ιστία]] του, τα πανιά του<br />ι) «κωπήλατο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που κινείται με [[κουπιά]]<br />ια) «[[ναυαγοσωστικό]] [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που προσφέρει υπηρεσίες για επιθαλάσσια [[αρωγή]] και [[διάσωση]] σε πλοία που κινδυνεύουν<br />ιβ) «παγοθραυστικό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για [[διάνοιξη]] [[οδών]] πλεύσης σε παγωμένες θάλασσες και λιμάνια, θραύοντας τον πάγο [[καθώς]] έρχεται σε [[επαφή]] [[μαζί]] του και προκαλώντας ανοίγματα λίγο μεγαλύτερα από το [[πλάτος]] του σκάφους<br />ιγ) «πολεμικό [[πλοίο]]» — ειδικά κατασκευασμένο [[πλοίο]] που χρησιμοποιείται για πολεμικούς σκοπούς<br />ιδ) «πλοίοπορθμείο» — [[πλοίο]] για [[μεταφορά]] οχημάτων ή οχημάτων και προσώπων σε μικρές αποστάσεις και [[μέσα]] σε προστατευμένες ή κλειστές θαλάσσιες περιοχές, κν. φέρυμποτ<br />ιε) «[[πλοίο]] τύπου Roll-on, Roll-off» — [[πλοίο]] που μοιάζει με κλειστό [[οχηματαγωγό]] του Β' Παγκόσμιου Πολέμου, [[αλλά]] έχει [[άνοιγμα]] για [[φορτοεκφόρτωση]] τών οχημάτων, τόσο στην [[πλώρη]] όσο και στην [[πρύμνη]], και [[συνήθως]] και πλευρικό [[άνοιγμα]], από το οποίο εκτείνεται [[προς]] την [[ξηρά]] επικλινές [[δάπεδο]] ή [[ράμπα]] για τις φορτοεκφορτώσεις, ενώ το εσωτερικό του μοιάζει με [[γκαράζ]] πάρκινγκ πολλών ορόφων, όπου σταθμεύουν τα αυτοκίνητα<br />ιστ) «πυρηνοκίνητο [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που χρησιμοποιεί ως [[πηγή]] ενέργειας για την κίνησή του πυρηνικό αντιδραστήρα<br />ιζ) «[[ρυμουλκό]] [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] ειδικά κατασκευασμένο που χρησιμοποιείται για τη [[ρυμούλκηση]] άλλων πλοίων<br />ιη) «[[πλοίο]] με υδροπτερύγια» — [[σκάφος]] που [[είναι]] σχεδιασμένο [[κατά]] τρόπο ώστε να ανυψώνεται [[ολόκληρο]] [[επάνω]] από την [[επιφάνεια]] του νερού [[καθώς]] αυξάνεται η ταχύτητά του και το οποίο υποστηρίζεται με υδροπτερύγια ειδικής κατασκευής, κν. [[δελφίνι]]<br />ιθ) «φορτηγό [[πλοίο]]» — [[πλοίο]] που μεταφέρει [[ξηρά]] φορτία<br /><b>αρχ.</b><br /><b>φρ.</b> α) «πλοῖον ἱππαγωγόν» — [[σκάφος]] κατάλληλο για να μεταφέρει άλογα<br />β) «πλοῖον [[λεπτόν]]» — μικρό [[σκάφος]], [[πλοιάριο]], [[καραβάκι]]<br />γ) «πλοῖον [[μακρόν]]» — πολεμικό [[πλοίο]], [[τριήρης]]<br />δ) «πλοῖον στρογγύλον [ἡ φορτηγικόν]» — [[σκάφος]] κατάλληλο για τη [[μεταφορά]] φορτίων, φορτηγό.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[πλοῖον]] (<span style="color: red;"><</span> <i>πλόFιον</i>, με σίγηση του ενδοφωνηεντικού -<i>F</i>- και [[συναίρεση]]) αποτελεί παρ. της λ. [[πλόος]]/ [[πλοῦς]]. Η λ. [[πλοῖον]], η οποία δεν απαντά στον Όμ., χρησιμοποιήθηκε [[κυρίως]] για τα εμπορικά πλοία, [[αλλά]] ορισμένες φορές, [[συνήθως]] [[μαζί]] με το επίθ. [[μακρόν]], και για τα πολεμικά και αντικατέστησε σε μτγν. [[εποχή]] τη λ. [[ναῦς]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πλοῖον''': τό, ([[πλέω]]) [[κυρίως]], τὸ ἐπιπλέον· [[ὅθεν]] [[πλοῖον]], «καράβι» ἐν τῇ γενικωτάτῃ σημασίᾳ, Ἡρόδ. 1. 168, Αἰσχύλ. Θήβ. 601, Ἀγ. 625, κτλ.· ― ἀκολούθως μετὰ πληρεστέρου προσδιορισμοῦ, πλοῖα λεπτά, μικρὰ πλοῖα, πλοιάρια, Ἡρόδ. 7. 36, Θουκ. 2. 83· πλ. ἁλιευτικόν, «ψαράδικον», Ξεν. Ἀν. 7. 1, 20· πλ. ἱππαγωγά, μεταφέροντα ἵππους, Ἡρόδ. 6. 48· πλ. μακρά, πολεμικά, ὁ αὐτ. 5. 30, Θουκ. 1. 14· πλ. στρογγύλα ἢ φορτικά, τὰ ἐμπορικά, τὰ πρὸς μεταφορὰν φορτίων, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 21· πλ. μεγάλα Διόδ. 13. 78· [[ὁπόταν]] τίθηται κατ’ ἀντιδιαστολὴν πρὸς τὸ [[ναῦς]], [[ἄνευ]] τινὸς ἐπιθέτου ὡς ἐπὶ τὸ πλεῖστον σημαίνει [[πλοῖον]] ἐμπορικὸν ἢ πρὸς μεταφορὰν χρήσιμον, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ πολεμικόν, τοῖς πλοίοις καὶ ταῖς ναυσὶ Θουκ. 4. 116, πρβλ. 6. 44· [[πλεῖν]] μὴ μακρὰ νηΐ, ἄλλῳ δὲ κωπήρει πλοίῳ Σύμβασις περὶ ἐκεχειρίας [[αὐτόθι]] 4. 118· πλοῖά τε καὶ τριήρεις Πλάτ. Ἱππ. Μείζων 295D· πλοῖα μόνον = τριήρεις παρὰ Δημ. 262. 5. | ||
}} | }} | ||
{{etym | {{etym |