Anonymous

παρακάλυμμα: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> couverture, voile, tapisserie;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte.<br />'''Étymologie:''' παρακαλύπτομαι.
|btext=ατος (τό) :<br /><b>1</b> couverture, voile, tapisserie;<br /><b>2</b> <i>fig.</i> prétexte.<br />'''Étymologie:''' παρακαλύπτομαι.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρακάλυμμα''': τό, τὸ ἀνηρτημένον πλησίον ἢ ἔμπροσθέν τινος πράγματος [[ὥστε]] νὰ καλύπτῃ αὐτό, [[κάλυμμα]], [[παραπέτασμα]], Πλουτ. Ἀλέξ. 51, κτλ. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ καλύπτῃ, πλοῦτός ἐστι [[παρακάλυμμα]] τῶν κακῶν Ἀντιφάν. ἐν «Νεανίσκοις» 2· π. τῆς ἡδονῆς τὸ [[σκότος]] προθέσθαι Πλούτ. 2. 654D· - μεταφορ., [[πρόφασις]], τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 4, κτλ. πρβλ. Wyttenb. 2. 27Ε.
|elnltext=παρακάλυμμα -ατος, τό [παρακαλύπτω] gordijn; overdr. dekmantel, voorwendsel:. τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος zijn lier als voorwendsel gebruikend Plut. Per. 4.3.
}}
{{elru
|elrutext='''παρακάλυμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[покрывало]], [[покров]], [[занавес]] (τὸ τῆς θύρας π. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[прикрытие]], [[предлог]] (παρακαλύμματί τινος [[χρῆσθαι]] Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''παρακάλυμμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε κρεμασμένο δίπλα ή [[μπροστά]], [[παραπέτασμα]], [[κουρτίνα]], σε Πλούτ.· μεταφ., [[πρόφαση]], <i>τινος</i>, για ένα [[πράγμα]], στο ίδ.
|lsmtext='''παρακάλυμμα:''' -ατος, τό, οτιδήποτε κρεμασμένο δίπλα ή [[μπροστά]], [[παραπέτασμα]], [[κουρτίνα]], σε Πλούτ.· μεταφ., [[πρόφαση]], <i>τινος</i>, για ένα [[πράγμα]], στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρακάλυμμα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[покрывало]], [[покров]], [[занавес]] (τὸ τῆς θύρας π. Plut.);<br /><b class="num">2)</b> перен. [[прикрытие]], [[предлог]] (παρακαλύμματί τινος [[χρῆσθαι]] Plut.).
|lstext='''παρακάλυμμα''': τό, τὸ ἀνηρτημένον πλησίον ἢ ἔμπροσθέν τινος πράγματος [[ὥστε]] νὰ καλύπτῃ αὐτό, [[κάλυμμα]], [[παραπέτασμα]], Πλουτ. Ἀλέξ. 51, κτλ. 2) μεταφορ., ὁ ἔχων τὴν δύναμιν νὰ καλύπτῃ, πλοῦτός ἐστι [[παρακάλυμμα]] τῶν κακῶν Ἀντιφάν. ἐν «Νεανίσκοις» 2· π. τῆς ἡδονῆς τὸ [[σκότος]] προθέσθαι Πλούτ. 2. 654D· - μεταφορ., [[πρόφασις]], τινος, διά τι [[πρᾶγμα]], ὁ αὐτ. ἐν Περικλ. 4, κτλ. πρβλ. Wyttenb. 2. 27Ε.
}}
{{elnl
|elnltext=παρακάλυμμα -ατος, τό [παρακαλύπτω] gordijn; overdr. dekmantel, voorwendsel:. τῇ λύρᾳ παρακαλύμματι χρώμενος zijn lier als voorwendsel gebruikend Plut. Per. 4.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[παρακάλυμμα]], ατος, τό,<br />[[anything]] hung up [[beside]] or [[before]], a [[covering]], curtain, Plut.:—metaph. an [[excuse]], τινος for a [[thing]], Plut. [from παρακᾰλύπτω]
|mdlsjtxt=[[παρακάλυμμα]], ατος, τό,<br />[[anything]] hung up [[beside]] or [[before]], a [[covering]], curtain, Plut.:—metaph. an [[excuse]], τινος for a [[thing]], Plut. [from παρακᾰλύπτω]
}}
}}