3,276,932
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 13: | Line 13: | ||
|btext=<i>f.</i> περιρρήξω, <i>ao.</i> περιέρρηξα, <i>pf.2 au sens intr.</i> περιέρρωγα;<br />briser <i>ou</i> déchirer autour : [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν LUC briser une barque contre une roche ; τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν ISOCR briser, <i>càd</i> séparer en deux branches le cours du Nil pour envelopper le pays ; <i>en parl. de vêtements</i> déchirer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιρρήγνυμμαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> déchirer sur soi : πέπλον PLUT son vêtement;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se briser autour ; éclater autour ; <i>en parl. d'un fleuve</i> se diviser en deux <i>ou</i> plusieurs branches.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ῥήγνυμι]]. | |btext=<i>f.</i> περιρρήξω, <i>ao.</i> περιέρρηξα, <i>pf.2 au sens intr.</i> περιέρρωγα;<br />briser <i>ou</i> déchirer autour : [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν LUC briser une barque contre une roche ; τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν ISOCR briser, <i>càd</i> séparer en deux branches le cours du Nil pour envelopper le pays ; <i>en parl. de vêtements</i> déchirer, acc.;<br /><i><b>Moy.</b></i> περιρρήγνυμμαι;<br /><b>1</b> <i>tr.</i> déchirer sur soi : πέπλον PLUT son vêtement;<br /><b>2</b> <i>intr.</i> se briser autour ; éclater autour ; <i>en parl. d'un fleuve</i> se diviser en deux <i>ou</i> plusieurs branches.<br />'''Étymologie:''' [[περί]], [[ῥήγνυμι]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=περι-ρρήγνυμι en περιρρηγνύω act. met acc. kapotmaken, breken:; πρὸς... σκόπελον... περιρρήξαντες τὸ δύστηνον σκαφίδιον toen ze hun ongelukkige bootje op een rots schipbreuk hadden laten lijden Luc. 36.2; spec. van kleding stukscheuren, ook med.: περιερρήξατό τε τοὺς πέπλους en zij scheurde haar kleren aan flarden Plut. Ant. 77.5. med.-pass. intrans. (rondom) losbreken, doorbreken, afbreken:. χώματος περιρραγέντος toen de dijk doorgebroken was Plut. Num. 22.4; πολλαὶ... ὑπερφυεῖς βρονταὶ περιερρήγνυντο talloze geweldige donderslagen braken los om hen heen Plut. Crass. 19.4; ὅσα τε σαρκία... ἐθανατώθη, θᾶσσον περιρρήγνυται al het vlees dat afgestorven is, breekt sneller af Hp. Fract. 26; περιρρήγνυται ὁ Νεῖλος de Nijl splitst zich Hdt. 2.16.2. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''περιρρήγνῡμι:''' и [[περιρρηγνύω]] (fut. περιρρήξω, aor. 2 περιέρρηξα)<br /><b class="num">1)</b> [[разрывать]] (τὸν χιτωνίσκον Dem.; τὴν χλαμύδα Polyb.; τὰ ἱμάτια NT): περιερρήξατο τοὺς πέπλους Plut. (Клеопатра) разорвала на себе одежды;<br /><b class="num">2)</b> [[окапывать]], [[отделять]], [[изолировать кругом]] (τὸν γήλοφον [[κύκλῳ]] Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[разбивать]] (τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν Luc.);<br /><b class="num">4)</b> [[разделять]] (на рукава) (τὸν Νεῖλον Isocr.; κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]] Her.);<br /><b class="num">5)</b> (о звуке) pass. трещать, грохотать: πολλαὶ βρονταὶ περιερρήγνυντο Plut. послышались частые удары грома. | |||
}} | }} | ||
{{Thayer | {{Thayer | ||
Line 25: | Line 28: | ||
|lsmtext='''περιρρήγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>· λέγεται για ενδύματα, [[σχίζω]] [[ολόγυρα]], [[σχίζω]] και κάνω κουρέλια, σε Δημ. — Μέσ., <i>περιερρήξατο τοὺς πέπλους</i>, διέρρηξε τα ενδύματά του, σε Πλούτ. — Παθ., έχω αφαιρεθεί, έχω αποσπαστεί, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω έναν ποταμό να διαβρώσει ή να διαχωρίσει [[κομμάτι]] γης, ([[Βούσιρις]]) <i>τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε</i>, σε Ισοκρ. — Παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]], στην απόληξή του ο Νείλος καταλήγει στο Δέλτα, δηλ. σπάει σε [[πολλά]] παρακλάδια, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[σπάζω]] ένα [[πράγμα]] γύρω ή πάνω σε [[άλλο]], [[καταστρέφω]], τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν, σε Λουκ. | |lsmtext='''περιρρήγνῡμι:''' και -ύω, μέλ. <i>-ρήξω</i>· λέγεται για ενδύματα, [[σχίζω]] [[ολόγυρα]], [[σχίζω]] και κάνω κουρέλια, σε Δημ. — Μέσ., <i>περιερρήξατο τοὺς πέπλους</i>, διέρρηξε τα ενδύματά του, σε Πλούτ. — Παθ., έχω αφαιρεθεί, έχω αποσπαστεί, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> κάνω έναν ποταμό να διαβρώσει ή να διαχωρίσει [[κομμάτι]] γης, ([[Βούσιρις]]) <i>τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε</i>, σε Ισοκρ. — Παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]], στην απόληξή του ο Νείλος καταλήγει στο Δέλτα, δηλ. σπάει σε [[πολλά]] παρακλάδια, σε Ηρόδ.<br /><b class="num">III.</b> [[σπάζω]] ένα [[πράγμα]] γύρω ή πάνω σε [[άλλο]], [[καταστρέφω]], τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν, σε Λουκ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''περιρρήγνῡμι''': καὶ -γνύω (Πλουτ. Ποπλικ. 6)· μέλλ. -ρήξω. Ρηγνύω τι ὁλόγυρα, τὸν γήλοφον κύκλῳ Πλάτ. Κριτί. 113D· συχν. ἐπὶ ἐνδυμάτων, [[σχίζω]] ὁλόγυρα, [[σχίζω]] καὶ ἀφαιρῶ βιαίως ἀπό τινος, ἀποσπῶ, διαρρήξας τὸν χιτωνίσκον (τῆς γυναικὸς) ὁ [[οἰκέτης]] Δημ. 403. 3· τὴν χλαμύδα Πολύβ. 15. 33, 4. ― Μέσ., περιερρήξατο τοὺς πέπλους, διέρρηξε τὰ [[ἑαυτοῦ]] ἱμάτια, Πλουτ. Ἀντών. 77, πρβλ. Φίλωνα 2. 44· οὕτω καὶ ἀπολ., Ἀρρ. Ἀν. 7. 24, Ἰωσήπου Ἰουδ. Ἀρχ. 9. 7, 3· ― παθητ. μετ’ ἀμεταβ. πρκμ. περιέρρωγα, περιρρηγνυμένων φαρέων Αἰσχύλ. Θήβ. 329· ἐπὶ τῆς θήκης ἢ τοῦ ὑμένος ἐν ᾧ ἐγκλείονται τὰ νεογνὰ ἢ τὰ ἔμβρυα, περιρραγέντος τοῦ κελύφους Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 19, 12· περιέρρωγε τὸ [[ὄστρακον]] [[αὐτόθι]] 8. 17, 10· ([[οὕτως]] ἐν τῷ ἐνεργ., ἡ σχάδων... τὸν ὑμένα περιρρήξας ([[οὕτως]]) ἐκπέταται [[αὐτόθι]] 5. 22, 12· καὶ ἐν τῷ μέσ., τὰ ζῷα τὰ ἐκ τῶν σκωλήκων περιρρηγνύμενα [[αὐτόθι]] 5. 19, 17)· [[ὡσαύτως]], [[πέτρα]] περιρραγεῖσα [[αὐτόθι]] 6. 29, 4· ἐπὶ νεκρᾶς σαρκός, [[καταρρέω]], [[ἐκπίπτω]], Ἱππ. Ἀγμ. 768. ΙΙ. [[κάμνω]] ποταμόν τινα νὰ διαχωρίσῃ τόπον τινά, [Βούσιρις] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Ἰσοκρ. 227D [[οὕτως]] ἐν τῷ παθ., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]], διαιρεῖται περὶ αὐτό, διασχίζεται δηλ. εἰς πολλοὺς βραχίονας, Ἡρόδ. 2. 16, πρβλ. Αἰλ. περὶ Ζ. 7. 24· βρονταὶ περιερρήγνυντο, ἐρρήγνυντο [[περί]] τινα τόπον, Πλουτ. Κράσσ. 19· ἴδε [[περισχίζω]]. ΙΙΙ. διαρρηγνύω τι [[περί]] τι ἢ ἐπί τινος, προσαράττω, τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 2, πρβλ. Πολυδ. Α΄, 114· ἀλλήλοισι π. ἀέλλας Κόΐντ. Σμ. 8. 61. | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=and -ύω fut. -ρήξω<br /><b class="num">I.</b> of [[clothes]], to [[rend]] from [[round]] one, to [[rend]] and [[tear]] off, Dem.:—Mid., περιερρήξατο τοὺς πέπλους tore off his own garments, Plut.:—Pass. to be [[torn]] off, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> to make a [[stream]] [[break]] or [[divide]] [[round]] a [[piece]] of [[land]], [[Βούσιρις]] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Isocr.: Pass., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]] at the [[apex]] of the [[Delta]] the [[Nile]] is [[broken]] [[round]] it, i. e. breaks [[into]] [[several]] branches, Hdt.<br /><b class="num">III.</b> to [[break]] a [[thing]] [[round]] or on [[another]], to [[wreck]], τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν Luc. | |mdlsjtxt=and -ύω fut. -ρήξω<br /><b class="num">I.</b> of [[clothes]], to [[rend]] from [[round]] one, to [[rend]] and [[tear]] off, Dem.:—Mid., περιερρήξατο τοὺς πέπλους tore off his own garments, Plut.:—Pass. to be [[torn]] off, Aesch.<br /><b class="num">II.</b> to make a [[stream]] [[break]] or [[divide]] [[round]] a [[piece]] of [[land]], [[Βούσιρις]] τὸν Νεῖλον περὶ τὴν χώραν περιέρρηξε Isocr.: Pass., κατὰ τὸ ὀξὺ τοῦ Δέλτα περιρρήγνυται ὁ [[Νεῖλος]] at the [[apex]] of the [[Delta]] the [[Nile]] is [[broken]] [[round]] it, i. e. breaks [[into]] [[several]] branches, Hdt.<br /><b class="num">III.</b> to [[break]] a [[thing]] [[round]] or on [[another]], to [[wreck]], τὸ [[σκαφίδιον]] πρὸς πέτραν Luc. | ||
}} | }} |