Anonymous

πλεονασμός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=οῦ (ὁ) :<br />surabondance, excès.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονάζω]].
|btext=οῦ (ὁ) :<br />surabondance, excès.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλεονασμός''': , τὸ πλεονάζειν, περισσεύειν, [[περίσσευμα]], τὸ πλέον τοῦ δέοντος, τῶν μερῶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 14, πλεονασμοὶ λαλιᾶς Πλούτ. 2. 650F· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΕ΄, 37, κτλ.), [[τόκος]]. β) παρὰ τοῖς Γραμμ., [[χρῆσις]] περιττῶν λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 264. ΙΙ. μεγαλοποίησις, [[ὑπερβολή]], Πολύβ. 12. 24, 1, κτλ.
|elnltext=πλεονασμός -οῦ, ὁ [πλεονάζω] overvloed.
}}
{{elru
|elrutext='''πλεονασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[избыток]], [[чрезмерность]] (τῶν μερῶν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[раздувание]], [[преувеличение]] (οἱ [[ὑπεράνω]] πλεονασμοί Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> грам. плеоназм.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[πλεονάζω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[πλεονάζω]], [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]] («πλεονασμὸς ὑγρότητος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[τρόπος]] έκφρασης [[κατά]] τον οποίο ο [[ομιλητής]] ή [[συγγραφέας]] επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία περισσότερα από όσα του [[είναι]] απαραίτητα για να αποδώσει πλήρως τα νοήματά του, όπως λ.χ. [[πάλι]] μού ξαναμίλησε</i>, [[φέρε]] λίγο [[νερό]] ζεστό κι όχι [[κρύο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κέρδος]], όφελος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επανάληψη]]<br /><b>2.</b> τοκοφλυφία<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[επαύξηση]] της προτάσεως<br /><b>4.</b> αυτό που υπερβαίνει [[κάτι]] που έχει οριστεί ή καθοριστεί<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγαλοποίηση]], [[υπερβολή]].
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[πλεονάζω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[πλεονάζω]], [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]] («πλεονασμὸς ὑγρότητος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[τρόπος]] έκφρασης [[κατά]] τον οποίο ο [[ομιλητής]] ή [[συγγραφέας]] επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία περισσότερα από όσα του [[είναι]] απαραίτητα για να αποδώσει πλήρως τα νοήματά του, όπως λ.χ. [[πάλι]] μού ξαναμίλησε</i>, [[φέρε]] λίγο [[νερό]] ζεστό κι όχι [[κρύο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κέρδος]], όφελος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επανάληψη]]<br /><b>2.</b> τοκοφλυφία<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[επαύξηση]] της προτάσεως<br /><b>4.</b> αυτό που υπερβαίνει [[κάτι]] που έχει οριστεί ή καθοριστεί<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγαλοποίηση]], [[υπερβολή]].
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλεονασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[избыток]], [[чрезмерность]] (τῶν μερῶν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[раздувание]], [[преувеличение]] (οἱ [[ὑπεράνω]] πλεονασμοί Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> грам. плеоназм.
|lstext='''πλεονασμός''': , τὸ πλεονάζειν, περισσεύειν, [[περίσσευμα]], τὸ πλέον τοῦ δέοντος, τῶν μερῶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 14, πλεονασμοὶ λαλιᾶς Πλούτ. 2. 650F· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΕ΄, 37, κτλ.), [[τόκος]]. β) παρὰ τοῖς Γραμμ., [[χρῆσις]] περιττῶν λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 264. ΙΙ. μεγαλοποίησις, [[ὑπερβολή]], Πολύβ. 12. 24, 1, κτλ.
}}
{{elnl
|elnltext=πλεονασμός -οῦ, ὁ [πλεονάζω] overvloed.
}}
}}
==Wikipedia EN==
==Wikipedia EN==