3,273,773
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=οῦ (ὁ) :<br />surabondance, excès.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονάζω]]. | |btext=οῦ (ὁ) :<br />surabondance, excès.<br />'''Étymologie:''' [[πλεονάζω]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πλεονασμός -οῦ, ὁ [πλεονάζω] overvloed. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πλεονασμός:''' ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[избыток]], [[чрезмерность]] (τῶν μερῶν Arst.);<br /><b class="num">2)</b> [[раздувание]], [[преувеличение]] (οἱ [[ὑπεράνω]] πλεονασμοί Polyb.);<br /><b class="num">3)</b> грам. плеоназм. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, ΝΜΑ [[πλεονάζω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[πλεονάζω]], [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]] («πλεονασμὸς ὑγρότητος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[τρόπος]] έκφρασης [[κατά]] τον οποίο ο [[ομιλητής]] ή [[συγγραφέας]] επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία περισσότερα από όσα του [[είναι]] απαραίτητα για να αποδώσει πλήρως τα νοήματά του, όπως λ.χ. [[πάλι]] μού ξαναμίλησε</i>, [[φέρε]] λίγο [[νερό]] ζεστό κι όχι [[κρύο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κέρδος]], όφελος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επανάληψη]]<br /><b>2.</b> τοκοφλυφία<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[επαύξηση]] της προτάσεως<br /><b>4.</b> αυτό που υπερβαίνει [[κάτι]] που έχει οριστεί ή καθοριστεί<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγαλοποίηση]], [[υπερβολή]]. | |mltxt=ο, ΝΜΑ [[πλεονάζω]]<br />το [[αποτέλεσμα]] του [[πλεονάζω]], [[πλεόνασμα]], [[περίσσευμα]] («πλεονασμὸς ὑγρότητος», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>γραμμ.</b> [[τρόπος]] έκφρασης [[κατά]] τον οποίο ο [[ομιλητής]] ή [[συγγραφέας]] επαναλαμβάνει, συσσωρεύει και, γενικά, χρησιμοποιεί στον λόγο λεκτικά στοιχεία περισσότερα από όσα του [[είναι]] απαραίτητα για να αποδώσει πλήρως τα νοήματά του, όπως λ.χ. [[πάλι]] μού ξαναμίλησε</i>, [[φέρε]] λίγο [[νερό]] ζεστό κι όχι [[κρύο]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κέρδος]], όφελος<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[επανάληψη]]<br /><b>2.</b> τοκοφλυφία<br /><b>3.</b> <b>γραμμ.</b> [[επαύξηση]] της προτάσεως<br /><b>4.</b> αυτό που υπερβαίνει [[κάτι]] που έχει οριστεί ή καθοριστεί<br /><b>5.</b> <b>μτφ.</b> [[μεγαλοποίηση]], [[υπερβολή]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πλεονασμός''': ὁ, τὸ πλεονάζειν, περισσεύειν, [[περίσσευμα]], τὸ πλέον τοῦ δέοντος, τῶν μερῶν Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 4. 4, 14, πλεονασμοὶ λαλιᾶς Πλούτ. 2. 650F· ― παρὰ τοῖς Ἑβδ. (Λευϊτ. ΚΕ΄, 37, κτλ.), [[τόκος]]. β) παρὰ τοῖς Γραμμ., ἡ [[χρῆσις]] περιττῶν λέξεων, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 58, Ἀπολλών. π. Συντάξ. 264. ΙΙ. μεγαλοποίησις, [[ὑπερβολή]], Πολύβ. 12. 24, 1, κτλ. | ||
}} | }} | ||
==Wikipedia EN== | ==Wikipedia EN== |