Anonymous

πλοῦτος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br />richesse ; [[πλοῦτος]] χρυσοῦ, ἀργύρου HDT fortune consistant en or, en argent ; <i>fig.</i> richesse <i>ou</i> trésor (du cœur, de l'âme, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Πλε, être plein ; v. [[πίμπλημι]].
|btext=ου (ὁ) :<br />richesse ; [[πλοῦτος]] χρυσοῦ, ἀργύρου HDT fortune consistant en or, en argent ; <i>fig.</i> richesse <i>ou</i> trésor (du cœur, de l'âme, <i>etc.</i>).<br />'''Étymologie:''' R. Πλε, être plein ; v. [[πίμπλημι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλοῦτος''': ὁ, (ἴδε πίμπλημι), ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κλπ.· [[ἄφενος]] καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Ἰλ. Α. 171· ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Π. 596 (ἴδε ἐν λέξ. ὅλβος) ἀντίθετον τῷ [[πενία]], Πλάτ. Πολ. 421D· πλοῦτον ἀνατρέπειν Ἀνδοκ. 17. 130· ἐν τῷ πληθ., τῶν γὰρ πλούτων ὅδ’ ἄριστος γενναῖον [[λέχος]] εὑρεῖν Εὐρ. παρὰ Στοβ. 65, 411, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 354Β, Γοργ. 523C, κτλ.· ― μετὰ γεν. πράγμ., [[πλοῦτος]] χρυσοῦ, ἀργύρου, συνιστάμενος ἐκ χρυσοῦ ἢ ἀργύρου, Ἡρόδ. 2. 121, 1, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 542· ἀργυροῦς καὶ [[χρυσοῦς]] πλ. Πλάτ. Νόμ. 801Β· [[ἀργύριον]] καὶ Δαρεικούς, ἀφανῆ πλοῦτον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γῆ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 602· ― πληθ., πλούτοις καὶ πενίαις Πλάτ. Πολ. 618Β· γένη καὶ πλούτους ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 523C. 2) μεταφορ., πλ. πραπίδων Ἐμπεδ. 387· γᾶς πλ. [[ἄβυσσος]], ἐπὶ τῆς γῆς ὅλης, Αἰσχύλ. Θήβ. 950· πλοῦτον εἵματος κακὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1383· ἐν τῇ ψυχῇ πλ. Ξεν. Συμπ. 4. 43, πρβλ. 34, κτλ. ΙΙ. ὡς ἀρσ. κύριον [[ὄνομα]], ὁ Πλοῦτος, υἱὸς τῆς Δήμητρος καὶ τοῦ Ἰασίου, [[Δημήτηρ]] μὲν Πλοῦτον ἐγείνατο, δῖα Θεάων Ἰασίῳ ἥρωϊ μιγεῖσ’ ἐρατῇ φιλότητι Ἡσ. Θ. 969· ὁ μεταγενέστερος [[μῦθος]] παριστάνει αὐτὸν ὡς τυφλόν, Τιμοκρ. 8 Bgk., Ἀριστοφ. Ἀχ. 299, κ. ἀλλ.· καὶ ὁ Ἀντιφάν. λέγει: δὲ πλ. ἡμᾶς... τυφλοὺς ποιεῖ ἐν Ἀδήλ. 61· πρβλ. [[Πλούτων]].
|elnltext=πλοῦτος -ου, en NT. ook πλοῦτος -εος, contr. -ους, τό [~ πλέω of πολύς?] rijkdom, overvloed:; πλοῦτος... καὶ εἰρήνη ἅλις ἔστω welvaart en vrede moeten genoeg zijn Od. 24.486; ἀφανὴς π. onzichtbare rijkdom Aristoph. Eccl. 602; met gen..; π. ἀργύρου rijkdom bestaande uit zilver Hdt. 2.1211; οὔτε ἀργυροῦς π. οὔτε χρυσοῦς rijkdom die niet bestaat uit zilver of goud Plat. Lg. 801b; overdr.. πραπίδων π. rijkdom aan gedachten Emp. B 129.2.
}}
{{elru
|elrutext='''πλοῦτος:''' ὁ [[богатство]] ([[ὄλβος]] τε π. τε Hom.; ἀρχαὶ καὶ πλοῦτοι Plat.): τῶν πλούτων [[ἄριστος]] Eur. лучшее из сокровищ; π. χρυσοῦ Her. золотые сокровища; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ π. Xen. духовное богатство.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 37: Line 40:
|lsmtext='''πλοῦτος:''' -εος, τό, = [[πλοῦτος]], <i>ὁ</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">• [[πλοῦτος]]:</b> ὁ (πιθ. από το [[πίμπλημι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πλούτος]], [[αγαθά]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πλοῦτος]] χρυσοῦ, <i>ἀργύρου</i>, αυτός που αποτελείται από χρυσό και άργυρο, σε Ηρόδ.· μεταφ., γᾶς [[πλοῦτος]] [[ἄβυσσος]], λέγεται για ολόκληρη τη γη, σε Αισχύλ.· [[πλοῦτος]] εἵματος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα, Πλούτος, ο [[θεός]] του πλούτου, σε Ησίοδ.
|lsmtext='''πλοῦτος:''' -εος, τό, = [[πλοῦτος]], <i>ὁ</i>, σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">• [[πλοῦτος]]:</b> ὁ (πιθ. από το [[πίμπλημι]])·<br /><b class="num">I.</b> [[πλούτος]], [[αγαθά]], σε Όμηρ. κ.λπ.· [[πλοῦτος]] χρυσοῦ, <i>ἀργύρου</i>, αυτός που αποτελείται από χρυσό και άργυρο, σε Ηρόδ.· μεταφ., γᾶς [[πλοῦτος]] [[ἄβυσσος]], λέγεται για ολόκληρη τη γη, σε Αισχύλ.· [[πλοῦτος]] εἵματος, στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> ως κύριο όνομα, Πλούτος, ο [[θεός]] του πλούτου, σε Ησίοδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλοῦτος:''' ὁ [[богатство]] ([[ὄλβος]] τε π. τε Hom.; ἀρχαὶ καὶ πλοῦτοι Plat.): τῶν πλούτων [[ἄριστος]] Eur. лучшее из сокровищ; π. χρυσοῦ Her. золотые сокровища; ὁ ἐν τῇ ψυχῇ π. Xen. духовное богатство.
|lstext='''πλοῦτος''': , (ἴδε πίμπλημι), ὡς καὶ νῦν, Ὅμ., κλπ.· [[ἄφενος]] καὶ πλοῦτον ἀφύξειν Ἰλ. Α. 171· ὄλβῳ τε πλούτῳ τε Π. 596 (ἴδε ἐν λέξ. ὅλβος) ἀντίθετον τῷ [[πενία]], Πλάτ. Πολ. 421D· πλοῦτον ἀνατρέπειν Ἀνδοκ. 17. 130· ἐν τῷ πληθ., τῶν γὰρ πλούτων ὅδ’ ἄριστος γενναῖον [[λέχος]] εὑρεῖν Εὐρ. παρὰ Στοβ. 65, 411, πρβλ. Πλάτ. Πρωτ. 354Β, Γοργ. 523C, κτλ.· ― μετὰ γεν. πράγμ., [[πλοῦτος]] χρυσοῦ, ἀργύρου, συνιστάμενος ἐκ χρυσοῦ ἢ ἀργύρου, Ἡρόδ. 2. 121, 1, πρβλ. Πόρσ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 542· ἀργυροῦς καὶ [[χρυσοῦς]] πλ. Πλάτ. Νόμ. 801Β· [[ἀργύριον]] καὶ Δαρεικούς, ἀφανῆ πλοῦτον, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ γῆ, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 602· ― πληθ., πλούτοις καὶ πενίαις Πλάτ. Πολ. 618Β· γένη καὶ πλούτους αὐτ. ἐν Γοργ. 523C. 2) μεταφορ., πλ. πραπίδων Ἐμπεδ. 387· γᾶς πλ. [[ἄβυσσος]], ἐπὶ τῆς γῆς ὅλης, Αἰσχύλ. Θήβ. 950· πλοῦτον εἵματος κακὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀγ. 1383· ὁ ἐν τῇ ψυχῇ πλ. Ξεν. Συμπ. 4. 43, πρβλ. 34, κτλ. ΙΙ. ὡς ἀρσ. κύριον [[ὄνομα]], ὁ Πλοῦτος, υἱὸς τῆς Δήμητρος καὶ τοῦ Ἰασίου, [[Δημήτηρ]] μὲν Πλοῦτον ἐγείνατο, δῖα Θεάων Ἰασίῳ ἥρωϊ μιγεῖσ’ ἐρατῇ φιλότητι Ἡσ. Θ. 969· ὁ μεταγενέστερος [[μῦθος]] παριστάνει αὐτὸν ὡς τυφλόν, Τιμοκρ. 8 Bgk., Ἀριστοφ. Ἀχ. 299, κ. ἀλλ.· καὶ ὁ Ἀντιφάν. λέγει: ὁ δὲ πλ. ἡμᾶς... τυφλοὺς ποιεῖ ἐν Ἀδήλ. 61· πρβλ. [[Πλούτων]].
}}
{{elnl
|elnltext=πλοῦτος -ου, ὁ en NT. ook πλοῦτος -εος, contr. -ους, τό [~ πλέω of πολύς?] rijkdom, overvloed:; πλοῦτος... καὶ εἰρήνη ἅλις ἔστω welvaart en vrede moeten genoeg zijn Od. 24.486; ἀφανὴς π. onzichtbare rijkdom Aristoph. Eccl. 602; met gen..; π. ἀργύρου rijkdom bestaande uit zilver Hdt. 2.121.α 1; οὔτε ἀργυροῦς π. οὔτε χρυσοῦς rijkdom die niet bestaat uit zilver of goud Plat. Lg. 801b; overdr.. πραπίδων π. rijkdom aan gedachten Emp. B 129.2.
}}
}}
{{etym
{{etym