3,274,216
edits
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1") |
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1") |
||
Line 16: | Line 16: | ||
|btext=ης (ἡ) :<br />petit tonneau.<br />'''Étymologie:''' [[πίθος]]. | |btext=ης (ἡ) :<br />petit tonneau.<br />'''Étymologie:''' [[πίθος]]. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{elnl | ||
| | |elnltext=πιθάκνη -ης, ἡ [πίθος] kruik, vat. | ||
}} | |||
{{elru | |||
|elrutext='''πῐθάκνη:''' ἡ [[бочонок]] или [[бочка]] Plat., Arph., Arst., Plut. | |||
}} | }} | ||
{{grml | {{grml | ||
Line 26: | Line 29: | ||
|lsmtext='''πῐθάκνη:''' Αττ. φῐδάκνη, ἡ ([[πίθος]]), [[βαρέλι]] ή [[δοχείο]] για κρασι, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται στην [[αποθήκευση]] σύκων μέσα σ' αυτό, σε Δημ.· απ' όπου, <i>οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις</i>, ζω σε [[πιθάρι]], όπως οι Αθηναίοι μέτοικοι ήταν αναγκασμένοι να κάνουν κατά τη [[διάρκεια]] του Πελοποννησιακού πολέμου, σε Αριστοφ. | |lsmtext='''πῐθάκνη:''' Αττ. φῐδάκνη, ἡ ([[πίθος]]), [[βαρέλι]] ή [[δοχείο]] για κρασι, σε Αριστοφ.· χρησιμοποιείται στην [[αποθήκευση]] σύκων μέσα σ' αυτό, σε Δημ.· απ' όπου, <i>οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις</i>, ζω σε [[πιθάρι]], όπως οι Αθηναίοι μέτοικοι ήταν αναγκασμένοι να κάνουν κατά τη [[διάρκεια]] του Πελοποννησιακού πολέμου, σε Αριστοφ. | ||
}} | }} | ||
{{ | {{ls | ||
| | |lstext='''πῐθάκνη''': ἡ, Ἀττ. φῐδάκνη, Μοῖρις, Φώτ. ([[ὁπόθεν]] ὁ [[τύπος]] [[οὗτος]] [[ἐπανορθωτέος]] παρὰ τῷ Ἀριστοφ.)· Λακων. πῐσάκνα· Ἡσύχ.· ([[πίθος]])· ― [[εἶδος]] πίθου οἰνοδόχου, «κρασοπίθαρον», Ἀριστοφ. Πλ. 546, Ἴων παρ’ Ἀθην. 495Β· ἐχρησίμευε καὶ πρὸς ἐναπόθεσιν σύκων καὶ τῶν τοιούτων, Δημ. 871. 22, πρβλ. Πλάτ. Κωμικ. ἐν «Ποιητῇ» 2: [[ἐντεῦθεν]] παρ’ Ἀριστοφ. Ἱππ. 792, οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις, ζῆν ἐντὸς πίθου, ὡς πτωχοί τινες Ἀθηναῖοι ἠναγκάζοντο νὰ πράττωσι κατὰ τὸν Πελοποννησιακὸν πόλεμον, πρβλ. Θουκ. 2. 14, 17· π. ἰατρική, [[κιβώτιον]] φαρμάκων, Γαλην. ― Τύπος τις πιθακνίς, ίδος, ἡ, Ἀττ. φιδακνίς, μνημονεύεται παρὰ Πολυδ. Ι΄, 74, 131· καὶ ὑποκορ. πιθάκνιον, τό, ἀπαντᾷ παρ’ Εὐβούλῳ ἐν Ἀδήλ. 7, Ὑπερείδ., Λουκ. κλ. (Ἡ [[λέξις]] [[εἶναι]] ὑποκορ. τοῦ [[πίθος]], ὡς τὸ [[πολίχνη]] τοῦ [[πόλις]], Σχολ. εἰς Ἀριστοφ. Ἱππ. ἔνθ’ ἀνωτ.). | ||
}} | }} | ||
{{mdlsj | {{mdlsj | ||
|mdlsjtxt=[[πίθος]]<br />a [[wine]]-[[cask]] or jar, Ar.; used for storing figs in, Dem.: [[hence]], οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις to [[live]] in casks, as Athenian immigrants were [[forced]] to do [[during]] the Peloponn. war, Ar. | |mdlsjtxt=[[πίθος]]<br />a [[wine]]-[[cask]] or jar, Ar.; used for storing figs in, Dem.: [[hence]], οἰκεῖν ἐν ταῖς πιθάκναις to [[live]] in casks, as Athenian immigrants were [[forced]] to do [[during]] the Peloponn. war, Ar. | ||
}} | }} |