Anonymous

παρουσία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> présence : παρουσίαν ἔχειν SOPH être présent ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> état présent d'une chose;<br /><b>2</b> occasion qui se présente, <i>particul.</i> occasion favorable;<br /><b>II.</b> action de se présenter, arrivée.<br />'''Étymologie:''' [[παρών]], part. de [[πάρειμι]]¹.
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I.</b> présence : παρουσίαν ἔχειν SOPH être présent ; <i>p. suite</i> :<br /><b>1</b> état présent d'une chose;<br /><b>2</b> occasion qui se présente, <i>particul.</i> occasion favorable;<br /><b>II.</b> action de se présenter, arrivée.<br />'''Étymologie:''' [[παρών]], part. de [[πάρειμι]]¹.
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''παρουσία''': , ([[πάρειμι]]) ὡς καὶ νῦν, τὸ παρεῖναι, παρευρίσκεσθαι, ἐπὶ προσώπων, δεσπότου, κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 169, κτλ.· ἀνδρῶν π. = ἄνδρες οἱ παρόντες Εὐρ. Ἄλκ. 606· οὕτω, [[πόλις]] μείζων τῆς ἡμετέρας π. = ἡμῶν τῶν παρόντων, Θουκ. 6. 86· παρουσίαν μὲν [[οἶσθα]] καὶ σύ που φίλων, ὡς [[οὔτις]] ἡμῖν ἐστιν, δηλ. ὅτι δὲν ἔχομεν φίλους παρόντας [[ὅπως]] βοηθήσωσιν ἡμᾶς, Σοφ. Ἠλ. 948· - ἐπὶ πραγμάτων, κακῶν π. Εὐρ. Ἑκ. 227, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1049· τοῦ καλοῦ Πλάτ. Φαίδων 100D· ἀγαθῶν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 497Ε· - ἀπολ., παρουσίαν ἔχειν ἀντὶ παρεῖναι, Σοφ. Αἴ. 540· τὰ τῆς τύχης ... κοινὰς [ἔχει] τὰς παρουσίας Δημ. 1447, ἐν τέλ.· αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν αἴτιον τῇ π. τοῖς ἄλλοις, ἐπὶ τῆς ἰδέας τοῦ ἀγαθοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδήμ. 1. 8, 1. 2) ἡμῶν κοινόπουν παρουσίαν, ἄφιξιν, Σοφ. Ἠλ. 1104, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 207, Θουκ. 1. 128· εἰς τόπον Διον. Ἁλ. 1. 45. 3) [[ἐμφάνισις]] τοῦ Χριστοῦ, ἡ πρώτη [[παρουσία]] Ἰγνάτ. 705Α, Ἰουστ. Ἀπολογ. 1, 52, κλ.· περὶ τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κδ΄, 3, κτλ., Ἐπιστ. α΄ Παύλου πρὸς Θεσ. β΄19, Ἰουστίνου Ἀπολογ. 1, 52, Ἰγνάτ. πρὸς Φιλαδ. 9. ΙΙ. ἐνΣοφ. Ἠλ. 1251, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] = τὰ παρόντα, αἱ παροῦσαι περιστάσεις: - οὕτω καί, ὡς ... ἔχομεν παρουσίας Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 6, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ὑδρίᾳ» 6, Piers. εἰς Μοῖριν 297· π. χρημάτων Κράτης ἐν «Θηρίοις» 4· πρβλ. [[περιουσία]].
|elnltext=παρουσία -ας, ἡ [1. πάρειμι] aanwezigheid:. ἀνδρῶν Φεραίων εὐμενὴς παρουσία mannen van Pherae, hier welwillend aanwezig Eur. Alc. 606. aankomst, bezoek:. τῇ προτέρᾳ παρουσίᾳ bij het vorige bezoek Thuc. 1.128.5. christ. komst des Heren.
}}
{{elru
|elrutext='''παρουσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[присутствие]], [[наличие]] (ἀγαθῶν Plat.): [[ὄμμα]] δόμων δεσπότου [[παρουσία]] (sc. ἐστίν) погов. Aesch. присутствие хозяина есть глаз дома; ἡ [[ἡμετέρα]] π. Thuc. (все) мы;<br /><b class="num">2)</b> [[прибытие]], [[приход]]: παρουσίαν ἔχειν Soph. явиться, прийти; τῇ προτέρᾳ παρουσίᾳ Thuc. в первое же прибытие;<br /><b class="num">3)</b> [[пришествие]] (τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου NT);<br /><b class="num">4)</b> [[обстоятельства]], [[подходящий или удобный момент]]: [[ὅταν]] π. φράζῃ Soph. когда наступит (досл. укажет) подходящий момент.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''παρουσία:''' ἡ ([[πάρειμι]]),<br /><b class="num">1.</b> [[παρουσία]] κάποιου, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, [[πόλις]] [[μείζων]] τῆς ἡμετέρας παρουσίας = [[ἡμῶν]] [[τῶν]] παρόντων, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, κακῶν [[παρουσία]], σε Ευρ.· <i>παρουσίαν ἔχειν</i> αντί [[παρεῖναι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[άφιξη]], στον ίδ., Ευρ.· η Γέννηση (του Χριστού), σε Καινή Διαθήκη
|lsmtext='''παρουσία:''' ἡ ([[πάρειμι]]),<br /><b class="num">1.</b> [[παρουσία]] κάποιου, σε Αισχύλ., Ευρ. κ.λπ.· ομοίως, [[πόλις]] [[μείζων]] τῆς ἡμετέρας παρουσίας = [[ἡμῶν]] [[τῶν]] παρόντων, σε Θουκ.· λέγεται για πράγματα, κακῶν [[παρουσία]], σε Ευρ.· <i>παρουσίαν ἔχειν</i> αντί [[παρεῖναι]], σε Σοφ.<br /><b class="num">2.</b> [[άφιξη]], στον ίδ., Ευρ.· η Γέννηση (του Χριστού), σε Καινή Διαθήκη
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''παρουσία:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[присутствие]], [[наличие]] (ἀγαθῶν Plat.): [[ὄμμα]] δόμων δεσπότου [[παρουσία]] (sc. ἐστίν) погов. Aesch. присутствие хозяина есть глаз дома; ἡ [[ἡμετέρα]] π. Thuc. (все) мы;<br /><b class="num">2)</b> [[прибытие]], [[приход]]: παρουσίαν ἔχειν Soph. явиться, прийти; τῇ προτέρᾳ παρουσίᾳ Thuc. в первое же прибытие;<br /><b class="num">3)</b> [[пришествие]] (τοῦ υἱοῦ τοῦ ἀνθρώπου NT);<br /><b class="num">4)</b> [[обстоятельства]], [[подходящий или удобный момент]]: [[ὅταν]] π. φράζῃ Soph. когда наступит (досл. укажет) подходящий момент.
|lstext='''παρουσία''': , ([[πάρειμι]]) ὡς καὶ νῦν, τὸ παρεῖναι, παρευρίσκεσθαι, ἐπὶ προσώπων, δεσπότου, κτλ., Αἰσχύλ. Πέρσ. 169, κτλ.· ἀνδρῶν π. = ἄνδρες οἱ παρόντες Εὐρ. Ἄλκ. 606· οὕτω, [[πόλις]] μείζων τῆς ἡμετέρας π. = ἡμῶν τῶν παρόντων, Θουκ. 6. 86· παρουσίαν μὲν [[οἶσθα]] καὶ σύ που φίλων, ὡς [[οὔτις]] ἡμῖν ἐστιν, δηλ. ὅτι δὲν ἔχομεν φίλους παρόντας [[ὅπως]] βοηθήσωσιν ἡμᾶς, Σοφ. Ἠλ. 948· - ἐπὶ πραγμάτων, κακῶν π. Εὐρ. Ἑκ. 227, Ἀριστοφ. Θεσμ. 1049· τοῦ καλοῦ Πλάτ. Φαίδων 100D· ἀγαθῶν ὁ αὐτ. ἐν Γοργ. 497Ε· - ἀπολ., παρουσίαν ἔχειν ἀντὶ παρεῖναι, Σοφ. Αἴ. 540· τὰ τῆς τύχης ... κοινὰς [ἔχει] τὰς παρουσίας Δημ. 1447, ἐν τέλ.· αὐτὸ τὸ ἀγαθὸν αἴτιον τῇ π. τοῖς ἄλλοις, ἐπὶ τῆς ἰδέας τοῦ ἀγαθοῦ, Ἀριστ. Ἠθ. Εὐδήμ. 1. 8, 1. 2) ἡμῶν κοινόπουν παρουσίαν, ἄφιξιν, Σοφ. Ἠλ. 1104, πρβλ. Εὐρ. Ἄλκ. 207, Θουκ. 1. 128· εἰς τόπον Διον. Ἁλ. 1. 45. 3) [[ἐμφάνισις]] τοῦ Χριστοῦ, ἡ πρώτη [[παρουσία]] Ἰγνάτ. 705Α, Ἰουστ. Ἀπολογ. 1, 52, κλ.· περὶ τῆς δευτέρας παρουσίας τοῦ Χριστοῦ, Εὐαγγ. κατὰ Ματθ. κδ΄, 3, κτλ., Ἐπιστ. α΄ Παύλου πρὸς Θεσ. β΄19, Ἰουστίνου Ἀπολογ. 1, 52, Ἰγνάτ. πρὸς Φιλαδ. 9. ΙΙ. ἐνΣοφ. Ἠλ. 1251, φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] = τὰ παρόντα, αἱ παροῦσαι περιστάσεις: - οὕτω καί, ὡς ... ἔχομεν παρουσίας Πλάτ. Κωμ. ἐν «Φάωνι» 6, πρβλ. Μένανδρ. ἐν «Ὑδρίᾳ» 6, Piers. εἰς Μοῖριν 297· π. χρημάτων Κράτης ἐν «Θηρίοις» 4· πρβλ. [[περιουσία]].
}}
{{elnl
|elnltext=παρουσία -ας, ἡ [1. πάρειμι] aanwezigheid:. ἀνδρῶν Φεραίων εὐμενὴς παρουσία mannen van Pherae, hier welwillend aanwezig Eur. Alc. 606. aankomst, bezoek:. τῇ προτέρᾳ παρουσίᾳ bij het vorige bezoek Thuc. 1.128.5. christ. komst des Heren.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj