Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλοκαμίς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 13: Line 13:
|btext=ῖδος (ἡ) :<br /><b>1</b> boucle de cheveux ; <i>au sg. coll.</i> chevelure bouclée;<br /><b>2</b> crinière d'animal.<br />'''Étymologie:''' [[πλόκαμος]].
|btext=ῖδος (ἡ) :<br /><b>1</b> boucle de cheveux ; <i>au sg. coll.</i> chevelure bouclée;<br /><b>2</b> crinière d'animal.<br />'''Étymologie:''' [[πλόκαμος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλοκᾰμίς''': -ῖδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ [[πλόκαμος]], πλεξίδα μαλλίων, κατὰ τὸ πλεῖστον γυναικείας [[κόμης]], ἐν τῷ πληθ., Βίων 1. 20, Εὐφορίων 52, κατὰ τὸν Σχολ. «τοῦ φέροντος πλόκαμον, τοῦ ἔχοντος τὰς τρίχας πεπλεγμένας», περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, «σγουρὰ μαλλ~ιά», [[κόμη]] οὔλη, τῶ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Θεόκρ. 13. 7. ― [[Κατὰ]] τὸν Φώτ. (σ. 434, 22): «[[πλοκαμίς]], ὁ [[οὖλος]] βόστρυχος... καὶ τῶν τριχῶν ἡ [[ἐμπλοκή]]».
|elnltext=πλοκαμίς -ῖδος, ἡ [πλόκαμος] (haar)lok, krul; sing. collect. (haar)lokken, krullen. Theocr. Id. 13.7.
}}
{{elru
|elrutext='''πλοκᾰμίς:''' ῖδος ἡ кудри, локоны Theocr., Anth.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πλοκᾰμίς:''' -ῖδος, ἡ, = [[πλόκαμος]], [[βόστρυχος]] ή [[πλεξίδα]] μαλλιών, λέγεται για τις γυναίκες, σε Βίωνα· στον ενικ., μαλλιά σγουρά, σε Θεόκρ.
|lsmtext='''πλοκᾰμίς:''' -ῖδος, ἡ, = [[πλόκαμος]], [[βόστρυχος]] ή [[πλεξίδα]] μαλλιών, λέγεται για τις γυναίκες, σε Βίωνα· στον ενικ., μαλλιά σγουρά, σε Θεόκρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλοκᾰμίς:''' ῖδος ἡ кудри, локоны Theocr., Anth.
|lstext='''πλοκᾰμίς''': -ῖδος, ἡ, ποιητ. ἀντὶ [[πλόκαμος]], πλεξίδα μαλλίων, κατὰ τὸ πλεῖστον γυναικείας [[κόμης]], ἐν τῷ πληθ., Βίων 1. 20, Εὐφορίων 52, κατὰ τὸν Σχολ. «τοῦ φέροντος πλόκαμον, τοῦ ἔχοντος τὰς τρίχας πεπλεγμένας», περιληπτικῶς ἐν τῷ ἑνικῷ, «σγουρὰ μαλλ~ιά», [[κόμη]] οὔλη, τῶ τὰν πλοκαμῖδα φορεῦντος Θεόκρ. 13. 7. ― [[Κατὰ]] τὸν Φώτ. (σ. 434, 22): «[[πλοκαμίς]], ὁ [[οὖλος]] βόστρυχος... καὶ τῶν τριχῶν ἡ [[ἐμπλοκή]]».
}}
{{elnl
|elnltext=πλοκαμίς -ῖδος, [πλόκαμος] (haar)lok, krul; sing. collect. (haar)lokken, krullen. Theocr. Id. 13.7.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πλοκᾰμίς, ῖδος, = [[πλόκαμος]]<br />a [[lock]] or [[braid]] of [[hair]], of women, [[Bion]].: in sg. [[curling]] [[hair]], Theocr.
|mdlsjtxt=πλοκᾰμίς, ῖδος, = [[πλόκαμος]]<br />a [[lock]] or [[braid]] of [[hair]], of women, [[Bion]].: in sg. [[curling]] [[hair]], Theocr.
}}
}}