Anonymous

πλωτός: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> navigable, accessible aux navires;<br /><b>II.</b> flottant :<br /><b>1</b> flottant sur l'eau;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> qui nage.<br />'''Étymologie:''' [[πλώω]].
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> navigable, accessible aux navires;<br /><b>II.</b> flottant :<br /><b>1</b> flottant sur l'eau;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> qui nage.<br />'''Étymologie:''' [[πλώω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλωτός''': , -όν, καὶ ός, όν, ἐν Ἀνθ. Π. 5. 204· ([[πλώω]])· ― ἐπίθ. τῆς νήσου τοῦ Αἰόλου, Ὀδ. Κ. 3, δηλ. (ὡς ἑρμηνεύει ὁ Ἀρίσταρχ. παρ’ Εὐστ.) ὁ ἐπιπλέων, ὡς ἡ [[Δῆλος]] κατὰ τὸν μεταγενέστερον μῦθον (ἴδε [[Δῆλος]])· [[οὕτως]] ὁ Ἡρόδ. 2. 156 μνημονεύει πλωτὴν νῆσον, [[ἤτοι]] πλέουσαν, πρβλ. [[πλωάς]]· οὕτω, [τὴν γῆν] εἰπεῖν Θαλῆν... πλωτὴν [[εἶναι]]... [[ὥσπερ]] [[ξύλον]] Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 13· ― [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἰχθύος, ὁ [[πλέων]], νηχόμενος, πλ. ἰχθύων γένος Σοφ. Ἀποσπ. 678· πλ. θῆρες Ἀρίων ἐν Bgk. Λυρ. σ. 566· καὶ μόνον πλωτοί, Ἀνθ. Π. 6. 14, 23, 296· πλωταὶ ἄγραι, [[ἁλιεία]], [[αὐτόθι]] 180· π. μύραιναι, ἐγχέλεις, Λατ. flutae, καλοῦνται δὲ [[οὕτως]] ὡς ἐπιπλέουσαι κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Ἀθήν. 4C. Columell. 8, 17· ― [[ἀλλά]], πλ. ζῷα, [[καθόλου]] τὰ ἐν ὕδατι πλέοντα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πεζὰ καὶ τὰ πτηνά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 23, πρβλ. Πολιτικ. 1. 11, 2· ― τὰ πλ. [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἰχθύες μεταβαίνοντες ἀπὸ τόπου εἰς τόπον ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μόνιμα, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 14, πρβλ. 8. 30, 5 ― [[ὡσαύτως]] καὶ παρυδάτια πτηνά, [[αὐτόθι]] 2. 12, 3, π. Ζ. Μορ. 4. 12, 18· τῶν ὀρνίθων οἱ πλ. [[αὐτόθι]], 23. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ πλεύσῃ, εἰς θάλασσαν [[οὐκέτι]] πλωτὴν ὑπὸ τῶν βραχέων Ἡρόδ. 2. 102· ποταμοὶ Ἀριστ. π. Θαυμασ. 84, Πολύβ. 10. 48, 1· ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ διὰ πλοίων ἀντίθετον τῷ [[πορευτός]], ὁ αὐτ. 1. 42, 2, κτλ.· πλ. [[οἶμος]] Λυκόφρ. 889· μὴ γῆ βατή, μὴ [[θάλασσα]] πλωτὴ ἔστω, [[τύπος]] κατάρας, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 916, 989α-991, 2664, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ ἐποχῶν ἢ καιρῶν, [[κατάλληλος]] πρὸς πλοῦν, Πολύβ. 1. 37, 10· ὡς οὐσιαστ., πλωτὸς (δηλ. [[καιρός]]), ὁ, ἡ πρὸς πλοῦν [[κατάλληλος]] ὥρα τοῦ ἔτους, καὶ πλωτοῦ, ἀρότου τε καὶ σπορᾶς Ἡρακλείδου Ἀλληγ. 7.
|elnltext=πλωτός -ή -όν [πλώω] drijvend:; πλωτῇ ἐνὶ νήσῳ op een drijvend eiland Od. 10.3; τὰ πλωτὰ ζῷα de zeedieren Hp. Flat. 3; subst. οἱ πλωτοί de vissen. AP 6.296.4. bevaarbaar.
}}
{{elru
|elrutext='''πλωτός:''' 3, редко<br /><b class="num">1)</b> [[плавучий]] ([[νῆσος]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> (водо)плавающий, водяной (ἰχθύων [[γένος]] Soph.; ζῷα Arst.): πλωταὶ ἄγραι Anth. рыбная ловля;<br /><b class="num">3)</b> (о водяных животных), [[совершающий миграции]] (τὰ πλωτὰ καὶ τὰ μόνιμα Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[удобный для плавания]], [[судоходный]] (θαλασσα Her.; [[ποταμός]] Arst., Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> [[благоприятный для плавания]] ([[καιρός]] Polyb.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πλωτός:''' -ή, -όν ([[πλώω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[πλωτός]], αυτός που επιπλέει, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· <i>πλωτοί</i>, οι κολυμβητές, δηλ. τα ψάρια, σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πλωτός]], [[πλόιμος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τις εποχές, [[κατάλληλος]] προς [[πλεύση]], σε Πολύβ.
|lsmtext='''πλωτός:''' -ή, -όν ([[πλώω]]),·<br /><b class="num">I.</b> [[πλωτός]], αυτός που επιπλέει, σε Ομήρ. Οδ., Ηρόδ.· <i>πλωτοί</i>, οι κολυμβητές, δηλ. τα ψάρια, σε Ανθ.<br /><b class="num">II. 1.</b> [[πλωτός]], [[πλόιμος]], σε Ηρόδ.<br /><b class="num">2.</b> λέγεται για τις εποχές, [[κατάλληλος]] προς [[πλεύση]], σε Πολύβ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλωτός:''' 3, редко<br /><b class="num">1)</b> [[плавучий]] ([[νῆσος]] Her.);<br /><b class="num">2)</b> (водо)плавающий, водяной (ἰχθύων [[γένος]] Soph.; ζῷα Arst.): πλωταὶ ἄγραι Anth. рыбная ловля;<br /><b class="num">3)</b> (о водяных животных), [[совершающий миграции]] (τὰ πλωτὰ καὶ τὰ μόνιμα Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[удобный для плавания]], [[судоходный]] (θαλασσα Her.; [[ποταμός]] Arst., Polyb.);<br /><b class="num">5)</b> [[благоприятный для плавания]] ([[καιρός]] Polyb.).
|lstext='''πλωτός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, ἐν Ἀνθ. Π. 5. 204· ([[πλώω]])· ― ἐπίθ. τῆς νήσου τοῦ Αἰόλου, Ὀδ. Κ. 3, δηλ. (ὡς ἑρμηνεύει ὁ Ἀρίσταρχ. παρ’ Εὐστ.) ὁ ἐπιπλέων, ὡς ἡ [[Δῆλος]] κατὰ τὸν μεταγενέστερον μῦθον (ἴδε [[Δῆλος]])· [[οὕτως]] ὁ Ἡρόδ. 2. 156 μνημονεύει πλωτὴν νῆσον, [[ἤτοι]] πλέουσαν, πρβλ. [[πλωάς]]· οὕτω, [τὴν γῆν] εἰπεῖν Θαλῆν... πλωτὴν [[εἶναι]]... [[ὥσπερ]] [[ξύλον]] Ἀριστ. π. Οὐρ. 2. 13, 13· ― [[ὡσαύτως]], ἐπὶ ἰχθύος, [[πλέων]], νηχόμενος, πλ. ἰχθύων γένος Σοφ. Ἀποσπ. 678· πλ. θῆρες Ἀρίων ἐν Bgk. Λυρ. σ. 566· καὶ μόνον πλωτοί, Ἀνθ. Π. 6. 14, 23, 296· πλωταὶ ἄγραι, [[ἁλιεία]], [[αὐτόθι]] 180· π. μύραιναι, ἐγχέλεις, Λατ. flutae, καλοῦνται δὲ [[οὕτως]] ὡς ἐπιπλέουσαι κατὰ τὴν ἐπιφάνειαν, Ἀθήν. 4C. Columell. 8, 17· ― [[ἀλλά]], πλ. ζῷα, [[καθόλου]] τὰ ἐν ὕδατι πλέοντα, ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ πεζὰ καὶ τὰ πτηνά, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 23, πρβλ. Πολιτικ. 1. 11, 2· ― τὰ πλ. [[εἶναι]] [[ὡσαύτως]] ἰχθύες μεταβαίνοντες ἀπὸ τόπου εἰς τόπον ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὰ μόνιμα, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 37, 14, πρβλ. 8. 30, 5 ― [[ὡσαύτως]] καὶ παρυδάτια πτηνά, [[αὐτόθι]] 2. 12, 3, π. Ζ. Μορ. 4. 12, 18· τῶν ὀρνίθων οἱ πλ. [[αὐτόθι]], 23. ΙΙ. ὃν δύναταί τις νὰ πλεύσῃ, εἰς θάλασσαν [[οὐκέτι]] πλωτὴν ὑπὸ τῶν βραχέων Ἡρόδ. 2. 102· ποταμοὶ Ἀριστ. π. Θαυμασ. 84, Πολύβ. 10. 48, 1· ὃν δύναταί τις νὰ διέλθῃ διὰ πλοίων ἀντίθετον τῷ [[πορευτός]], ὁ αὐτ. 1. 42, 2, κτλ.· πλ. [[οἶμος]] Λυκόφρ. 889· μὴ γῆ βατή, μὴ [[θάλασσα]] πλωτὴ ἔστω, [[τύπος]] κατάρας, ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 916, 989α-991, 2664, κ. ἀλλ. 2) ἐπὶ ἐποχῶν ἢ καιρῶν, [[κατάλληλος]] πρὸς πλοῦν, Πολύβ. 1. 37, 10· ὡς οὐσιαστ., πλωτὸς (δηλ. [[καιρός]]), ὁ, ἡ πρὸς πλοῦν [[κατάλληλος]] ὥρα τοῦ ἔτους, καὶ πλωτοῦ, ἀρότου τε καὶ σπορᾶς Ἡρακλείδου Ἀλληγ. 7.
}}
{{elnl
|elnltext=πλωτός -ή -όν [πλώω] drijvend:; πλωτῇ ἐνὶ νήσῳ op een drijvend eiland Od. 10.3; τὰ πλωτὰ ζῷα de zeedieren Hp. Flat. 3; subst. οἱ πλωτοί de vissen. AP 6.296.4. bevaarbaar.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλωτός]], ή, όν [[πλώω]]<br /><b class="num">I.</b> floating, Od., Hdt.; πλωτοί swimmers, i. e. [[fish]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[navigable]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> of seasons, fit for [[navigation]], Polyb.
|mdlsjtxt=[[πλωτός]], ή, όν [[πλώω]]<br /><b class="num">I.</b> floating, Od., Hdt.; πλωτοί swimmers, i. e. [[fish]], Anth.<br /><b class="num">II.</b> [[navigable]], Hdt.<br /><b class="num">2.</b> of seasons, fit for [[navigation]], Polyb.
}}
}}