Anonymous

πολίτης: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου;<br /><b>I.</b> <i>adj. m.</i> de la cité, de l'État;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[πολίτης]] :<br /><b>1</b> citoyen;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> concitoyen.<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]].
|btext=ου;<br /><b>I.</b> <i>adj. m.</i> de la cité, de l'État;<br /><b>II.</b> <i>subst.</i> ὁ [[πολίτης]] :<br /><b>1</b> citoyen;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> concitoyen.<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, Ἰων. [[πολιήτης]] (ὃ ἴδε), [[μέλος]] πόλεως ἢ πολιτείας, [[πολίτης]], [[ἐλεύθερος]], Λατ. civis (ἴδε [[ἀστός]]), Ἰλ. Ο. 558, Χ. 429, Ὀδ. Η. 131, Πινδ. Ο. 5. 38. κτλ.· π. [[ἀγαθός]], κακὸς Θουκ. 3. 42, Πλάτ. Γοργ. 517C· πόλεως [[πολίτης]] Ἀντιφῶν 138. 28, Ἀνδοκ. 1. 26· ὦ γᾶς πατρίας πολῖται Σοφ. Ἀντ. 806· κακὸς π. Εὐρ. Βάκχ. 271· π. ὁρίζεται τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 6. 2) [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ Λατ. civis, [[συμπολίτης]], Ἡρόδ., κτλ.· Κάδμου π. Αἰσχύλ. Θήβ. 1· π. Ἀθηναίων Ἀνδοκ. 18. 12· ὑμῶν Λυσ. 157. 7· σὸς Πλάτ. Πρωτ. 339Ε· καὶ κατὰ κωμ. μεταφοράν, οἴνου π. ὢν κρατίστου Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 1. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πόλιν, θεοὶ πολῖται = πολιοῦχοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 253· π. [[δῆμος]] = ὁ τῆς πόλεως, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 574. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
|elnltext=πολίτης -ου, ὁ [πόλις] Ion. πολιήτης (zie daar), (vrije) burger:; ᾧ γὰρ ἐξουσία κοινωνεῖν ἀρχῆς βουλευτικῆς καὶ κριτικῆς πολίτην ἤδη λέγομεν εἶναι wie het recht heeft een beraadslagend of rechterlijk ambt te bekleden die noemen we uiteindelijk burger Aristot. Pol. 1275b19; medeburger:; σὸς μέντοι Σιμωνίδης πολίτης Simonides is toch jouw medeburger Plat. Prot. 339e; adj. van de stad:. θεοὶ πολῖται goden van de stad Aeschl. Sept. 253.
}}
{{elru
|elrutext='''πολίτης:'''<br /><b class="num">I</b> ион. [[πολιήτης]], ου (ῑ) ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[гражданин]] Hom., Pind., Thuc., Plat. etc: π. ὁρίζεται τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς Arst. (понятие) «[[гражданин]]» определяется участием в судебной и государственной власти;<br /><b class="num">2)</b> [[согражданин]], [[земляк]] (Κάδμου π. Aesch.; σὸς π. Plat.).<br />ου (ῑ) adj. m городской, местный (θεοί Aesch.; [[δῆμος]] Arph.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''πολίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, Ιων. [[πολιήτης]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μέλος]] πολιτείας ή κράτους ([[πόλις]]), [[πολίτης]], [[ελεύθερος]] [[πολίτης]], Λατ. [[civis]], σε Ομήρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το Λατ. [[civis]], [[συμπολίτης]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>θεοὶ πολῖται = πολιοῦχοι</i>, σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πολίτης:''' [ῑ], -ου, ὁ, Ιων. [[πολιήτης]],<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μέλος]] πολιτείας ή κράτους ([[πόλις]]), [[πολίτης]], [[ελεύθερος]] [[πολίτης]], Λατ. [[civis]], σε Ομήρ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> όπως το Λατ. [[civis]], [[συμπολίτης]], σε Ηρόδ., Αισχύλ. κ.λπ.<br /><b class="num">3.</b> <i>θεοὶ πολῖται = πολιοῦχοι</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολίτης:'''<br /><b class="num">I</b> ион. [[πολιήτης]], ου () ὁ<br /><b class="num">1)</b> [[гражданин]] Hom., Pind., Thuc., Plat. etc: π. ὁρίζεται τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς Arst. (понятие) «[[гражданин]]» определяется участием в судебной и государственной власти;<br /><b class="num">2)</b> [[согражданин]], [[земляк]] (Κάδμου π. Aesch.; σὸς π. Plat.).<br />ου (ῑ) adj. m городской, местный (θεοί Aesch.; [[δῆμος]] Arph.).
|lstext='''πολίτης''': [ῑ], -ου, ὁ, Ἰων. [[πολιήτης]] (ὃ ἴδε), [[μέλος]] πόλεως ἢ πολιτείας, [[πολίτης]], [[ἐλεύθερος]], Λατ. civis (ἴδε [[ἀστός]]), Ἰλ. Ο. 558, Χ. 429, Ὀδ. Η. 131, Πινδ. Ο. 5. 38. κτλ.· π. [[ἀγαθός]], κακὸς Θουκ. 3. 42, Πλάτ. Γοργ. 517C· πόλεως [[πολίτης]] Ἀντιφῶν 138. 28, Ἀνδοκ. 1. 26· ὦ γᾶς πατρίας πολῖται Σοφ. Ἀντ. 806· κακὸς π. Εὐρ. Βάκχ. 271· π. ὁρίζεται τῷ μετέχειν κρίσεως καὶ ἀρχῆς Ἀριστ. Πολιτικ. 3. 1, 6. 2) [[ὡσαύτως]], ὡς τὸ Λατ. civis, [[συμπολίτης]], Ἡρόδ., κτλ.· Κάδμου π. Αἰσχύλ. Θήβ. 1· π. Ἀθηναίων Ἀνδοκ. 18. 12· ὑμῶν Λυσ. 157. 7· σὸς Πλάτ. Πρωτ. 339Ε· καὶ κατὰ κωμ. μεταφοράν, οἴνου π. ὢν κρατίστου Ἄμφις ἐν Ἀδήλ. 1. ΙΙ. [[καθόλου]], ὁ ἀνήκων εἰς τὴν πόλιν, θεοὶ πολῖται = πολιοῦχοι, Αἰσχύλ. Θήβ. 253· π. [[δῆμος]] = ὁ τῆς πόλεως, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 574. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 131.
}}
{{elnl
|elnltext=πολίτης -ου, [πόλις] Ion. πολιήτης (zie daar), (vrije) burger:; ᾧ γὰρ ἐξουσία κοινωνεῖν ἀρχῆς βουλευτικῆς καὶ κριτικῆς πολίτην ἤδη λέγομεν εἶναι wie het recht heeft een beraadslagend of rechterlijk ambt te bekleden die noemen we uiteindelijk burger Aristot. Pol. 1275b19; medeburger:; σὸς μέντοι Σιμωνίδης πολίτης Simonides is toch jouw medeburger Plat. Prot. 339e; adj. van de stad:. θεοὶ πολῖται goden van de stad Aeschl. Sept. 253.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj