Anonymous

πέτρος: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pierre ; <i>fig. comme synon.</i> de dureté, d'insensibilité;<br /><b>2</b> <i>rar. c.</i> [[πέτρα]], rocher.<br />'''Étymologie:''' [[πέτρα]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> pierre ; <i>fig. comme synon.</i> de dureté, d'insensibilité;<br /><b>2</b> <i>rar. c.</i> [[πέτρα]], rocher.<br />'''Étymologie:''' [[πέτρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πέτρος''': ὁ, [[λίθος]], καὶ οὕτω διακρινόμενος ἀπὸ τῆς πέτρας (ἴδε τὴν λέξιν)· παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μαχηταῖς, λάζετο πέτρον [[μάρμαρον]] ὀκριόεντα Ἰλ. Π. 734· βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Ἰλ. Η. 270, πρβλ. Υ. 288, Εὐρ. Ἀνδρ. 1128· [[οὐδέποτε]] ἐν Ὀδ.)· [[οὕτως]], ἔδικε πέτρῳ Πινδ. Ο. 10 (11). 86· ἄγαλμ’ Ἀΐδα, ξεστὸν π., ἔμβαλον στέρνῳ αὐτ. ἐν Ν 10. 126· νιφάδι γογγύλων πέτρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196· ἐκ χερῶν πέτροισιν ἠράσσοντο ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 460· πέτροισι λευσθῆναι Σοφ. Ο. Κ. 436· πέτρους ἐπεκυλίνδουν Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20, κτλ.· ἐν πέτροισι πέτρον ἐντρίβων, πρὸς παραγωγὴν [[πυρός]], Σοφ. Φιλ. 296. 2) παροιμ., πάντα κινῆσαι πέτρον Εὐρ. Ἡρακλ. 1002, πρβλ, Πλάτ. Νόμ. 843Α· ἐπὶ σκληρότητος καρδίας, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σὺ γ’ ὀργάνειας Σοφ. Ο. Τ. 334, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 28. ΙΙ. λέγεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ [[πέτρα]], [[ἔνθα]] γίνεται [[λόγος]] περὶ σπηλαίων, [[οἷον]] ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1595· ἀλλὰ δὲν [[εἶναι]] ἀποδεδειγμένον ὅτι ὁ Θορίκιος [[πέτρος]] ἦτο [[σπήλαιον]] [[μᾶλλον]] ἢ [[ὀγκώδης]] τις [[λίθος]]· ― ἐν Φιλοκτ. τὸ ἐπίθετ. κατηρεφὴς παρέχει εἰς τὴν λέξιν [[πέτρος]] τὴν σημασίαν σπηλαίου (ὁ Blaydes καὶ Jebb ἐξέδωκαν κατηρεφεῖ ἐτρᾳ). ― Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] θηλ., ὡς τὸ [[λίθος]], Ἀνθ. Π. 7. 274, 479, πρβλ. Ἰακώψιον σ. 327. ― Ἡ [[συνήθης]] παρὰ πεζογράφοις [[λέξις]] [[εἶναι]] [[λίθος]].
|elnltext=πέτρος -ου, ὁ [~ πέτρα] poët., steen, rots, rotsblok; overdr..; καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ’ ὀργάνειας want je zou zelfs een steen boos maken Soph. OT 334; uitdr..; πάντα κινῆσαι πέτρον elke steen omkeren Eur. Hcld. 1002; grafsteen. AP 7.465.3.
}}
{{elru
|elrutext='''πέτρος:''' ὁ, Anth. тж. ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[камень]] ([[μάρμαρος]] Hom.): πέτροισι λευσθῆναι Soph. быть побитым камнями; πάντα κινῆσαι πέτρον погов. Eur. привести все камни в движение, т. е. употребить все средства; πέτρου [[φύσις]] Soph. каменная порода, т. е. камень;<br /><b class="num">2)</b> [[скала]]: ἐν κατηρεφει πέτρῳ Soph. в скалистой пещере.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πέτρος:''' ὁ, ο [[πέτρινος]] [[λίθος]] που διακρίνεται από την [[πέτρα]](βλ. αυτ.)· στον Όμηρ. χρησιμ. από πολεμιστές, [[λάζετο]] πέτρον [[μάρμαρον]] ὀκριόεντα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>βαλὼν μυλοειδέεϊ πέτρῳ</i>, στο ίδ.· επίρρ., <i>πάντα κινῆσαι πέτρον</i>, σε Ευρ.
|lsmtext='''πέτρος:''' ὁ, ο [[πέτρινος]] [[λίθος]] που διακρίνεται από την [[πέτρα]](βλ. αυτ.)· στον Όμηρ. χρησιμ. από πολεμιστές, [[λάζετο]] πέτρον [[μάρμαρον]] ὀκριόεντα, σε Ομήρ. Ιλ.· <i>βαλὼν μυλοειδέεϊ πέτρῳ</i>, στο ίδ.· επίρρ., <i>πάντα κινῆσαι πέτρον</i>, σε Ευρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πέτρος:''' ὁ, Anth. тж. ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[камень]] ([[μάρμαρος]] Hom.): πέτροισι λευσθῆναι Soph. быть побитым камнями; πάντα κινῆσαι πέτρον погов. Eur. привести все камни в движение, т. е. употребить все средства; πέτρου [[φύσις]] Soph. каменная порода, т. е. камень;<br /><b class="num">2)</b> [[скала]]: ἐν κατηρεφει πέτρῳ Soph. в скалистой пещере.
|lstext='''πέτρος''': ὁ, [[λίθος]], καὶ οὕτω διακρινόμενος ἀπὸ τῆς πέτρας (ἴδε τὴν λέξιν)· παρ’ Ὁμ. ἐν χρήσει παρὰ τοῖς μαχηταῖς, λάζετο πέτρον [[μάρμαρον]] ὀκριόεντα Ἰλ. Π. 734· βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Ἰλ. Η. 270, πρβλ. Υ. 288, Εὐρ. Ἀνδρ. 1128· [[οὐδέποτε]] ἐν Ὀδ.)· [[οὕτως]], ἔδικε πέτρῳ Πινδ. Ο. 10 (11). 86· ἄγαλμ’ Ἀΐδα, ξεστὸν π., ἔμβαλον στέρνῳ αὐτ. ἐν Ν 10. 126· νιφάδι γογγύλων πέτρων Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 196· ἐκ χερῶν πέτροισιν ἠράσσοντο ὁ αὐτ. ἐν Πέρσ. 460· πέτροισι λευσθῆναι Σοφ. Ο. Κ. 436· πέτρους ἐπεκυλίνδουν Ξεν. Ἑλλ. 3. 5, 20, κτλ.· ἐν πέτροισι πέτρον ἐντρίβων, πρὸς παραγωγὴν [[πυρός]], Σοφ. Φιλ. 296. 2) παροιμ., πάντα κινῆσαι πέτρον Εὐρ. Ἡρακλ. 1002, πρβλ, Πλάτ. Νόμ. 843Α· ἐπὶ σκληρότητος καρδίας, καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σὺ γ’ ὀργάνειας Σοφ. Ο. Τ. 334, πρβλ. Εὐρ. Μήδ. 28. ΙΙ. λέγεται ὅτι κεῖται ἀντὶ τοῦ [[πέτρα]], [[ἔνθα]] γίνεται [[λόγος]] περὶ σπηλαίων, [[οἷον]] ἐν Σοφ. Ο. Κ. 1595· ἀλλὰ δὲν [[εἶναι]] ἀποδεδειγμένον ὅτι ὁ Θορίκιος [[πέτρος]] ἦτο [[σπήλαιον]] [[μᾶλλον]] ἢ [[ὀγκώδης]] τις [[λίθος]]· ― ἐν Φιλοκτ. τὸ ἐπίθετ. κατηρεφὴς παρέχει εἰς τὴν λέξιν [[πέτρος]] τὴν σημασίαν σπηλαίου (ὁ Blaydes καὶ Jebb ἐξέδωκαν κατηρεφεῖ ἐτρᾳ). ― Παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς [[ὡσαύτως]] θηλ., ὡς τὸ [[λίθος]], Ἀνθ. Π. 7. 274, 479, πρβλ. Ἰακώψιον σ. 327. ― Ἡ [[συνήθης]] παρὰ πεζογράφοις [[λέξις]] [[εἶναι]] [[λίθος]].
}}
{{elnl
|elnltext=πέτρος -ου, ὁ [~ πέτρα] poët., steen, rots, rotsblok; overdr..; καὶ γὰρ ἂν πέτρου φύσιν σύ γ’ ὀργάνειας want je zou zelfs een steen boos maken Soph. OT 334; uitdr..; πάντα κινῆσαι πέτρον elke steen omkeren Eur. Hcld. 1002; grafsteen. AP 7.465.3.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πέτρος]], ὁ,<br />a [[stone]], [[distinguished]] from [[πέτρα]] (v. sub voce); in Hom., used by warriors, [[λάζετο]] πέτρον [[μάρμαρον]] ὀκριόεντα Il.; βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Il.: —[[proverb]]., πάντα κινῆσαι πέτρον Eur.
|mdlsjtxt=[[πέτρος]], ὁ,<br />a [[stone]], [[distinguished]] from [[πέτρα]] (v. sub voce); in Hom., used by warriors, [[λάζετο]] πέτρον [[μάρμαρον]] ὀκριόεντα Il.; βαλὼν μυλοειδέϊ πέτρῳ Il.: —[[proverb]]., πάντα κινῆσαι πέτρον Eur.
}}
}}