Anonymous

πολεμικός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne la guerre, de guerre ; τὸ πολεμικόν cri de guerre, signal de combat ; τὰ πολεμικά les travaux <i>ou</i> les arts de la guerre;<br /><b>II.</b> qui convient à la guerre :<br /><b>1</b> propre à la guerre;<br /><b>2</b> belliqueux;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> disposé à la guerre, hostile ; querelleur, batailleur;<br /><i>Sp.</i> πολεμικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πόλεμος]].
|btext=ή, όν :<br /><b>I.</b> qui concerne la guerre, de guerre ; τὸ πολεμικόν cri de guerre, signal de combat ; τὰ πολεμικά les travaux <i>ou</i> les arts de la guerre;<br /><b>II.</b> qui convient à la guerre :<br /><b>1</b> propre à la guerre;<br /><b>2</b> belliqueux;<br /><b>3</b> <i>p. ext.</i> disposé à la guerre, hostile ; querelleur, batailleur;<br /><i>Sp.</i> πολεμικώτατος.<br />'''Étymologie:''' [[πόλεμος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολεμικός''': , -όν, ([[πόλεμος]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πόλεμον, οἱ π. κίνδυνοι Θουκ. 2. 43· ἀγῶνες π., ἀντίθετ. τῷ εἰρηνικοί, Πλάτ. Νόμ. 729D· [[βίος]] [[αὐτόθι]] 829Α· πλοῖα, ὅπλα [[αὐτόθι]] 706Β, 944Ε· χαλκῆν ἀσπίδα πολεμικωτάτην [[εἶναι]], καταλληλοτάτην εἰς πόλεμον, Ξεν. Λακ. 11. 3· [[ἐπιστήμη]], [[τέχνη]] π., κτλ., Πλάτ. Νόμ. 639Β, κτλ. 2) ἡ πολεμικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), ἡ [[τέχνη]] τοῦ πολέμου, ὁ [[πόλεμος]], ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 222C, κτλ.· ― τὰ πολεμικά, πολεμικαὶ ἀσκήσεις, ἀσκεῖν τὰ π. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 18, Κύρ. 1. 5. 9· αἱ τῶν π. μελέται Θουκ. 2. 39, πρβλ. 89· πρβλ. [[πολεμιστήριος]] Ι. 3) τὸ πολεμικόν, τὸ [[σημεῖον]] πρὸς μάχην (παιὼν π. ἐν Ἐπ. Πλάτ. 348Β) τὸ π. σημαίνειν, Λατ. signum canere, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 3, 29· ἀνέκραγε πολεμικόν, ἐξέβαλε πολεμικὴν κραυγήν, [[αὐτόθι]] 7. 3, 33· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μέλους παιζομένου ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C. β) τὸ μάχιμον [[μέρος]] τοῦ λαοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ «μετέχον δικαιοσύνης δικαστικῆς «καὶ» πρὸς τὸ βουλευόμενον», Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 14 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἠσκημένος τὰ πολεμικά, [[ἐπιτήδειος]], [[ἄξιος]] εἰς τὸν πόλεμον, Θουκ. 1. 84, Πλάτ. Πολ. 522C, κτλ.· διαστέλλεται δὲ ἀπὸ τοῦ [[φιλοπτόλεμος]], Ξεν. Ἀνάβ. 2. 6, 1· ― [[ὡσαύτως]], ἵπποι π. ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 5, 62. ΙΙΙ. [[πολέμιος]], [[ἐχθρικός]], ὁ αὐτ. ἐν «Πόροις» 4. 44· ― ὁ διεγείρων πόλεμον, ἔχθραν, πολεμικὸν δὲ καὶ [[ἔρις]] καὶ ὀργὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 6, 21· ― [[ὅθεν]] ἐν τῷ ἐπιρρ., πολεμικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 1, κτλ.· ἀντίθετον τῷ εἰρηνικῶς ἔχειν, Ἰσοκρ. 91C· π. διακεῖσθαι ὁ αὐτ. 123Ε. Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
|elnltext=πολεμικός -ή -όν [πόλεμος] oorlogs-:; τέχνη καὶ ἐπιστήμη πολεμική krijgskunde en krijgswetenschap Plat. Resp. 522c; subst. ἡ πολεμική krijgskunde; Plat. Sph. 222c; subst. n. aanvalssein:; ἐπειδάν... ὁ σαλπικτὴς σημήνῃ τὸ πολεμικόν wanneer de trompetter het signaal voor de aanval gaf Xen. An. 4.3.29; subst. n. plur. τὰ πολεμικά oorlogszaken:. αἱ τῶν πολεμικῶν μελέται de oorlogsvoorbereidingen Thuc. 2.39.1; οἵ τε αὖ τὰ πολεμικὰ ἀσκοῦντες wie anderzijds de krijgskunst beoefent Xen. Cyr. 1.5.9. geschikt voor de oorlog:; οἵ τε ὑβρισταὶ ἵπποι... πολεμικοὶ... οὐδὲν ἧττον γίγνονται de onhandelbare paarden zijn niet minder geschikt voor de oorlog Xen. Cyr. 7.5.62; subst. n. τὸ πολεμικόν de militaire klasse; Aristot. Pol. 1291a26; krijgshaftig,; πολεμικοί τε καὶ εὔβουλοι διὰ τὸ εὔκοσμον γιγνόμεθα wij zijn krijgshaftig en welberaden door onze gedisciplineerdheid Thuc. 1.84.3; vijandig; πολεμικὸν ἔρις καὶ ὀργή ruzie en woede zijn iets vijandigs Xen. Mem. 2.6.21; adv.. πολεμικῶς ἔχειν zich vijandig gedragen Isocr. 5.46.
}}
{{elru
|elrutext='''πολεμικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[военный]], [[боевой]] (κίνδυνοι Thuc.; [[ἄσκησις]] Xen.; πλοῖα, [[σκευή]], [[ἐπιστήμη]], [[βίος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[приученный к военному делу]] (ἵπποι Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[воинственный]] ([[ἀνήρ]] Xen., Plat.; θεοί Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[преисполненный вражды]], [[враждебный]] ([[ἔρις]] καἴ [[ὀργή]] Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[важный в военном отношении]], [[нужный на войне]] ([[ἀσπίς]], [[κτῆμα]] Xen.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολεμικός:''' -ή, -όν ([[πόλεμος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον πόλεμο, σε Θουκ.· <i>ἀσπὶς πολεμικωτάτη</i>, [[πολύ]] κατάλληλη για πόλεμο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του πολέμου, ο [[ίδιος]] ο [[πόλεμος]], σε Πλάτ.· <i>τὰ πολεμικά</i>, οι πολεμικές ασκήσεις, σε Θουκ., Ξεν. <b>3. α)</b> <i>τὸ πολεμικόν</i>, το [[σημείο]] για [[μάχη]], σε Ξεν. <b>β)</b> η [[τάξη]] των πολεμιστών, αντίθ. προς τους πολίτες, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[επιδέξιος]] στον πόλεμο, [[άξιος]] στον πόλεμο, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> όμοιος προς εχθρό, κινούμενος από εχθρικό [[πνεύμα]], σε Ξεν.· επίρρ., [[πολεμικῶς]] ἔχειν, είμαι [[εχθρός]], είμαι [[αντίπαλος]], στον ίδ.
|lsmtext='''πολεμικός:''' -ή, -όν ([[πόλεμος]]),<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει ή ταιριάζει στον πόλεμο, σε Θουκ.· <i>ἀσπὶς πολεμικωτάτη</i>, [[πολύ]] κατάλληλη για πόλεμο, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> <i>ἡ -κή</i> (ενν. [[τέχνη]]), η [[τέχνη]] του πολέμου, ο [[ίδιος]] ο [[πόλεμος]], σε Πλάτ.· <i>τὰ πολεμικά</i>, οι πολεμικές ασκήσεις, σε Θουκ., Ξεν. <b>3. α)</b> <i>τὸ πολεμικόν</i>, το [[σημείο]] για [[μάχη]], σε Ξεν. <b>β)</b> η [[τάξη]] των πολεμιστών, αντίθ. προς τους πολίτες, σε Αριστ.<br /><b class="num">II.</b> λέγεται για πρόσωπα, [[επιδέξιος]] στον πόλεμο, [[άξιος]] στον πόλεμο, σε Θουκ. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> όμοιος προς εχθρό, κινούμενος από εχθρικό [[πνεύμα]], σε Ξεν.· επίρρ., [[πολεμικῶς]] ἔχειν, είμαι [[εχθρός]], είμαι [[αντίπαλος]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολεμικός:'''<br /><b class="num">1)</b> [[военный]], [[боевой]] (κίνδυνοι Thuc.; [[ἄσκησις]] Xen.; πλοῖα, [[σκευή]], [[ἐπιστήμη]], [[βίος]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[приученный к военному делу]] (ἵπποι Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[воинственный]] ([[ἀνήρ]] Xen., Plat.; θεοί Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[преисполненный вражды]], [[враждебный]] ([[ἔρις]] καἴ [[ὀργή]] Xen.);<br /><b class="num">5)</b> [[важный в военном отношении]], [[нужный на войне]] ([[ἀσπίς]], [[κτῆμα]] Xen.).
|lstext='''πολεμικός''': -ή, -όν, ([[πόλεμος]]) ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πόλεμον, οἱ π. κίνδυνοι Θουκ. 2. 43· ἀγῶνες π., ἀντίθετ. τῷ εἰρηνικοί, Πλάτ. Νόμ. 729D· [[βίος]] [[αὐτόθι]] 829Α· πλοῖα, ὅπλα [[αὐτόθι]] 706Β, 944Ε· χαλκῆν ἀσπίδα πολεμικωτάτην [[εἶναι]], καταλληλοτάτην εἰς πόλεμον, Ξεν. Λακ. 11. [[ἐπιστήμη]], [[τέχνη]] π., κτλ., Πλάτ. Νόμ. 639Β, κτλ. 2) ἡ πολεμικὴ (ἐξυπ. [[τέχνη]]), [[τέχνη]] τοῦ πολέμου, ὁ [[πόλεμος]], ὁ αὐτ. ἐν Σοφ. 222C, κτλ.· ― τὰ πολεμικά, πολεμικαὶ ἀσκήσεις, ἀσκεῖν τὰ π. Ξεν. Ἑλλ. 3. 4, 18, Κύρ. 1. 5. 9· αἱ τῶν π. μελέται Θουκ. 2. 39, πρβλ. 89· πρβλ. [[πολεμιστήριος]] Ι. 3) τὸ πολεμικόν, τὸ [[σημεῖον]] πρὸς μάχην (παιὼν π. ἐν Ἐπ. Πλάτ. 348Β) τὸ π. σημαίνειν, Λατ. signum canere, Ξεν. Ἀνάβ. 4. 3, 29· ἀνέκραγε πολεμικόν, ἐξέβαλε πολεμικὴν κραυγήν, [[αὐτόθι]] 7. 3, 33· ― [[ὡσαύτως]] ἐπὶ μέλους παιζομένου ἐπὶ τοῦ αὐλοῦ, Τρύφων παρ’ Ἀθην. 618C. β) τὸ μάχιμον [[μέρος]] τοῦ λαοῦ, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸ «μετέχον δικαιοσύνης δικαστικῆς «καὶ» πρὸς τὸ βουλευόμενον», Ἀριστ. Πολιτικ. 4. 4, 14 κ. ἀλλ. ΙΙ. ἐπὶ προσώπων, ἠσκημένος τὰ πολεμικά, [[ἐπιτήδειος]], [[ἄξιος]] εἰς τὸν πόλεμον, Θουκ. 1. 84, Πλάτ. Πολ. 522C, κτλ.· διαστέλλεται δὲ ἀπὸ τοῦ [[φιλοπτόλεμος]], Ξεν. Ἀνάβ. 2. 6, 1· ― [[ὡσαύτως]], ἵπποι π. ὁ αὐτ. ἐν Κύρ. 7. 5, 62. ΙΙΙ. [[πολέμιος]], [[ἐχθρικός]], ὁ αὐτ. ἐν «Πόροις» 4. 44· ― ὁ διεγείρων πόλεμον, ἔχθραν, πολεμικὸν δὲ καὶ [[ἔρις]] καὶ ὀργὴ ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 6, 21· ― [[ὅθεν]] ἐν τῷ ἐπιρρ., πολεμικῶς ἔχειν [[πρός]] τινα ὁ αὐτ. ἐν Ἀναβ. 6. 1, 1, κτλ.· ἀντίθετον τῷ εἰρηνικῶς ἔχειν, Ἰσοκρ. 91C· π. διακεῖσθαι ὁ αὐτ. 123Ε. Πρβλ. τὸ ἑπόμ.
}}
{{elnl
|elnltext=πολεμικός -ή -όν [πόλεμος] oorlogs-:; τέχνη καὶ ἐπιστήμη πολεμική krijgskunde en krijgswetenschap Plat. Resp. 522c; subst. ἡ πολεμική krijgskunde; Plat. Sph. 222c; subst. n. aanvalssein:; ἐπειδάν... ὁ σαλπικτὴς σημήνῃ τὸ πολεμικόν wanneer de trompetter het signaal voor de aanval gaf Xen. An. 4.3.29; subst. n. plur. τὰ πολεμικά oorlogszaken:. αἱ τῶν πολεμικῶν μελέται de oorlogsvoorbereidingen Thuc. 2.39.1; οἵ τε αὖ τὰ πολεμικὰ ἀσκοῦντες wie anderzijds de krijgskunst beoefent Xen. Cyr. 1.5.9. geschikt voor de oorlog:; οἵ τε ὑβρισταὶ ἵπποι... πολεμικοὶ... οὐδὲν ἧττον γίγνονται de onhandelbare paarden zijn niet minder geschikt voor de oorlog Xen. Cyr. 7.5.62; subst. n. τὸ πολεμικόν de militaire klasse; Aristot. Pol. 1291a26; krijgshaftig,; πολεμικοί τε καὶ εὔβουλοι διὰ τὸ εὔκοσμον γιγνόμεθα wij zijn krijgshaftig en welberaden door onze gedisciplineerdheid Thuc. 1.84.3; vijandig; πολεμικὸν ἔρις καὶ ὀργή ruzie en woede zijn iets vijandigs Xen. Mem. 2.6.21; adv.. πολεμικῶς ἔχειν zich vijandig gedragen Isocr. 5.46.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj