Anonymous

ποικιλία: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> <i>au propre</i> variété, diversité (de couleurs, de mets, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ton varié d'un discours;<br /><b>II.</b> action de broder ; [[αἱ]] ποικιλίαι les broderies.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]].
|btext=ας (ἡ) :<br /><b>I. 1</b> <i>au propre</i> variété, diversité (de couleurs, de mets, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> <i>fig.</i> ton varié d'un discours;<br /><b>II.</b> action de broder ; [[αἱ]] ποικιλίαι les broderies.<br />'''Étymologie:''' [[ποικίλος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποικῐλία''': ἡ, ([[ποικίλλω]]) τὸ ποικίλλειν ἢ κοσμεῖν διὰ ποικίλων χρωμάτων, [[κέντημα]], Πλάτ. Πολ. 373Α, 401Α. 2) ἐν τῷ πληθ., τεμάχια κεντημένα, «κεντήματα», ὡς τὸ ποικίλματα, γραφαὶ καὶ π. Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10. ΙΙ. τὸ ποικίλλεσθαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 12., 6. 9, 1 κ. ἀλλ. 2) ὡς καὶ νῦν, [[ποικιλία]], π. νοσημάτων Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 945˙ ἐπὶ τῶν ἀστέρων, ἡ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Πλάτ. Πολ. 529D˙ π. χρωμάτων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 110D˙ Σικελικὴν π. ὄψων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 404D˙ ἐστὶ περὶ τὴν ἐργασίαν τῶν μελιττῶν… πολλὴ π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, πρβλ. 5. 1, 2˙ πραγμάτων Πολύβ. 9. 22, 10˙ τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 6. 3, 3. 3) ἐπὶ ὕφους, μουσικῆς, κτλ., [[ποικιλία]], ποικίλη [[κόσμησις]], αἱ περὶ τὴν λέξιν π. Ἰσοκρ. 87Ε˙ ἡ π. τῆς λύρας Πλάτ. Νόμ. 812D˙ ἀντίθετον τῷ μονωδίᾳ Πλούτ. 2. 7C˙ πρβλ. [[καταπλέκω]] Ι. 2. 4) [[εὐστροφία]] περὶ τοὺς τρόπους, εὐφυΐα, τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[πανουργία]], π. πραπίδων Εὐρ. Ἀποσπ. 27˙ ταῦτ’ ἐδεῖτο λόγου τινὸς ἢ [[ποικιλίας]] Δημ. 844. 11˙ ― [[ἐγχείρησις]] μετ’ ἐπιδεξιότητος, [[τομή]], [[καῦσις]], ἢ ἄλλη π. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828. Πρβλ. [[ποικίλος]].
|elnltext=ποικιλία -ας, ἡ, Ion. ποικιλίη [ποικίλος] borduurwerk:; ὑφαντικὴ καὶ ποικιλία het weven en borduren Plat. Resp. 401a; versiering:. γραφαὶ καὶ ποικιλίαι wandschilderingen en versieringen Xen. Mem. 3.8.10. diversiteit, bontheid:; πολλῆς... γινομένης... ποικιλίης ἐπὶ τῶν νοσημάτων aangezien er een grote verscheidenheid is in ziektebeelden Hp. Epid. 1.8; ἡ περὶ τὸν οὐρανὸν ποικιλία de bontheid van de hemel Plat. Resp. 529d; met gen.. ποικιλία ὄψου gevarieerdheid van lekkere hapjes Plat. Resp. 404d; ποικιλία τῆς λύρας de gevarieerde tonen van de lier Plat. Lg. 812d; αἱ περὶ τὴν λέξιν... ποικιλίαι de variaties in stijl Isocr. 5.27. kunstgreep. Hp. Art. 62.
}}
{{elru
|elrutext='''ποικῐλίᾱ:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[расшивание узорами]], [[вышивание]] (ὑφαντικὴ καὶ π. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> pl. [[шитые узоры]], [[вышивки]] (γραφαὶ καὶ ποικιλίαι Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[пестрота]] (ἐν τῷ δέρματι Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[разнообразие]] (χρωμάτων, ὄψων Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[изменчивость]], [[непостоянство]] (πραγμάτων Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> [[изворотливость]], [[хитрость]] (πραπίδων Eur.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''ποικῐλία:''' ἡ ([[ποικίλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σημάδι]] με [[πολλά]] χρώματα, πεποικιλμένο, [[κέντημα]], σε Πλάτ.· στον πληθ., κομμάτια κεντήματος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> ποικίλη όψη, [[ποικιλότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευστροφία]], [[λεπτότητα]], [[επιδεξιότητα]], σε Δημ.
|lsmtext='''ποικῐλία:''' ἡ ([[ποικίλλω]]),<br /><b class="num">I.</b> [[σημάδι]] με [[πολλά]] χρώματα, πεποικιλμένο, [[κέντημα]], σε Πλάτ.· στον πληθ., κομμάτια κεντήματος, σε Ξεν.<br /><b class="num">II. 1.</b> ποικίλη όψη, [[ποικιλότητα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> [[ευστροφία]], [[λεπτότητα]], [[επιδεξιότητα]], σε Δημ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποικῐλίᾱ:''' ἡ<br /><b class="num">1)</b> [[расшивание узорами]], [[вышивание]] (ὑφαντικὴ καὶ π. Plat.);<br /><b class="num">2)</b> pl. [[шитые узоры]], [[вышивки]] (γραφαὶ καὶ ποικιλίαι Xen.);<br /><b class="num">3)</b> [[пестрота]] (ἐν τῷ δέρματι Arst.);<br /><b class="num">4)</b> [[разнообразие]] (χρωμάτων, ὄψων Plat.);<br /><b class="num">5)</b> [[изменчивость]], [[непостоянство]] (πραγμάτων Polyb.);<br /><b class="num">6)</b> [[изворотливость]], [[хитрость]] (πραπίδων Eur.).
|lstext='''ποικῐλία''': , ([[ποικίλλω]]) τὸ ποικίλλειν ἢ κοσμεῖν διὰ ποικίλων χρωμάτων, [[κέντημα]], Πλάτ. Πολ. 373Α, 401Α. 2) ἐν τῷ πληθ., τεμάχια κεντημένα, «κεντήματα», ὡς τὸ ποικίλματα, γραφαὶ καὶ π. Ξεν. Ἀπομν. 3. 8, 10. ΙΙ. τὸ ποικίλλεσθαι, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 3. 11, 12., 6. 9, 1 κ. ἀλλ. 2) ὡς καὶ νῦν, [[ποικιλία]], π. νοσημάτων Ἱππ. Ἐπιδημ. τὸ Α΄, 945˙ ἐπὶ τῶν ἀστέρων, ἡ περὶ τὸν οὐρανὸν π. Πλάτ. Πολ. 529D˙ π. χρωμάτων ὁ αὐτ. ἐν Φαίδ. 110D˙ Σικελικὴν π. ὄψων ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 404D˙ ἐστὶ περὶ τὴν ἐργασίαν τῶν μελιττῶν… πολλὴ π. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 40, 5, πρβλ. 5. 1, 2˙ πραγμάτων Πολύβ. 9. 22, 10˙ τῆς πολιτείας ὁ αὐτ. 6. 3, 3. 3) ἐπὶ ὕφους, μουσικῆς, κτλ., [[ποικιλία]], ποικίλη [[κόσμησις]], αἱ περὶ τὴν λέξιν π. Ἰσοκρ. 87Ε˙ ἡ π. τῆς λύρας Πλάτ. Νόμ. 812D˙ ἀντίθετον τῷ μονωδίᾳ Πλούτ. 2. 7C˙ πρβλ. [[καταπλέκω]] Ι. 2. 4) [[εὐστροφία]] περὶ τοὺς τρόπους, εὐφυΐα, τὸ πλεῖστον ἐπὶ κακῆς σημασίας, [[πανουργία]], π. πραπίδων Εὐρ. Ἀποσπ. 27˙ ταῦτ’ ἐδεῖτο λόγου τινὸς ἢ [[ποικιλίας]] Δημ. 844. 11˙ ― [[ἐγχείρησις]] μετ’ ἐπιδεξιότητος, [[τομή]], [[καῦσις]], ἢ ἄλλη π. Ἱππ. π. Ἄρθρ. 828. Πρβλ. [[ποικίλος]].
}}
{{elnl
|elnltext=ποικιλία -ας, ἡ, Ion. ποικιλίη [ποικίλος] borduurwerk:; ὑφαντικὴ καὶ ποικιλία het weven en borduren Plat. Resp. 401a; versiering:. γραφαὶ καὶ ποικιλίαι wandschilderingen en versieringen Xen. Mem. 3.8.10. diversiteit, bontheid:; πολλῆς... γινομένης... ποικιλίης ἐπὶ τῶν νοσημάτων aangezien er een grote verscheidenheid is in ziektebeelden Hp. Epid. 1.8; ἡ περὶ τὸν οὐρανὸν ποικιλία de bontheid van de hemel Plat. Resp. 529d; met gen.. ποικιλία ὄψου gevarieerdheid van lekkere hapjes Plat. Resp. 404d; ποικιλία τῆς λύρας de gevarieerde tonen van de lier Plat. Lg. 812d; αἱ περὶ τὴν λέξιν... ποικιλίαι de variaties in stijl Isocr. 5.27. kunstgreep. Hp. Art. 62.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj