Anonymous

πολυφόρος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui produit beaucoup, très fertile;<br /><b>2</b> qui amène des retours de fortune, des vicissitudes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φέρω]].
|btext=ος, ον :<br /><b>1</b> qui produit beaucoup, très fertile;<br /><b>2</b> qui amène des retours de fortune, des vicissitudes.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[φέρω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολῡφόρος''': -ον, ὁ πολλὰ φέρων, π. καὶ παμφόρος Πλάτ. Νόμ. 705Β, πρβλ. Στράβ. 284. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ φέρῃ πολὺ [[ὕδωρ]], δηλ. νὰ ἀναμιχθῇ μετὰ πολλοῦ ὕδατος, ἐπὶ δυνατοῦ οἴνου, Γαλην. 11. 93, Γεωπ. 7. 23· πρβλ. [[ὀλιγοφόρος]]· ― μεταφορ., πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, ἀνεμίχθην μὲ δαίμονα πολὺ ἰσχυρὸν πρὸς τὸ κακό, «πολλά μοι κακὰ ὑφ’ ἕνα καιρὸν ἄγοντι ἢ ποικίλα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 853.
|elnltext=πολυφόρος -ον [πολύς, φέρω] veel opbrengend, vruchtbaar. geconcentreerd (van wijn die sterk verdund kan worden); overdr.. οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι in zulke diksap van ellende ben ik vermengd geraakt (d.w.z. ik zit tot over mijn nek in de puree) Aristoph. Pl. 853.
}}
{{elru
|elrutext='''πολυφόρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приносящий многое]], [[весьма производительный]] (ἡ [[πόλις]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[несущий много превратностей]] ([[δαίμων]] Arph.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πολῠφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που υπομένει [[πολλά]]<br /><b class="num">II.</b> αυτός που μπορεί να αναμιχθεί με [[πολύ]] [[νερό]], λέγεται για δυνατό [[κρασί]], μεταφ., <i>πολυφόρῳ δαίμονι συγκεκρᾶσθαι</i>, σε Αριστοφ.
|lsmtext='''πολῠφόρος:''' -ον ([[φέρω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που υπομένει [[πολλά]]<br /><b class="num">II.</b> αυτός που μπορεί να αναμιχθεί με [[πολύ]] [[νερό]], λέγεται για δυνατό [[κρασί]], μεταφ., <i>πολυφόρῳ δαίμονι συγκεκρᾶσθαι</i>, σε Αριστοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολυφόρος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[приносящий многое]], [[весьма производительный]] (ἡ [[πόλις]] Plat.);<br /><b class="num">2)</b> [[несущий много превратностей]] ([[δαίμων]] Arph.).
|lstext='''πολῡφόρος''': -ον, ὁ πολλὰ φέρων, π. καὶ παμφόρος Πλάτ. Νόμ. 705Β, πρβλ. Στράβ. 284. ΙΙ. ὁ δυνάμενος νὰ φέρῃ πολὺ [[ὕδωρ]], δηλ. νὰ ἀναμιχθῇ μετὰ πολλοῦ ὕδατος, ἐπὶ δυνατοῦ οἴνου, Γαλην. 11. 93, Γεωπ. 7. 23· πρβλ. [[ὀλιγοφόρος]]· ― μεταφορ., πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι, ἀνεμίχθην μὲ δαίμονα πολὺ ἰσχυρὸν πρὸς τὸ κακό, «πολλά μοι κακὰ ὑφ’ ἕνα καιρὸν ἄγοντι ἢ ποικίλα» (Σχόλ.), Ἀριστοφ. Πλ. 853.
}}
{{elnl
|elnltext=πολυφόρος -ον [πολύς, φέρω] veel opbrengend, vruchtbaar. geconcentreerd (van wijn die sterk verdund kan worden); overdr.. οὕτω πολυφόρῳ συγκέκραμαι δαίμονι in zulke diksap van ellende ben ik vermengd geraakt (d.w.z. ik zit tot over mijn nek in de puree) Aristoph. Pl. 853.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολῠ-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br /><b class="num">I.</b> [[bearing]] [[much]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> that [[will]] [[bear]] [[much]] [[water]], of [[strong]] [[wine]]: metaph., πολυφόρῳ δαίμονι συγκεκρᾶσθαι to [[have]] a [[fortune]] that wants tempering, Ar.
|mdlsjtxt=πολῠ-[[φόρος]], ον, [[φέρω]]<br /><b class="num">I.</b> [[bearing]] [[much]], Plat.<br /><b class="num">II.</b> that [[will]] [[bear]] [[much]] [[water]], of [[strong]] [[wine]]: metaph., πολυφόρῳ δαίμονι συγκεκρᾶσθαι to [[have]] a [[fortune]] that wants tempering, Ar.
}}
}}