Anonymous

πλουτίζω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=enrichir ; <i>Pass.</i> s'enrichir, être enrichi.<br />'''Étymologie:''' [[πλοῦτος]].
|btext=enrichir ; <i>Pass.</i> s'enrichir, être enrichi.<br />'''Étymologie:''' [[πλοῦτος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλουτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ([[πλοῦτος]]) ὡς καὶ νῦν, [[κάμνω]] τινὰ πλούσιον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 586, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· εἰρωνικ., πλ. τινὰς ἄταις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1268· τὰς γνώμας ἀρετῇ Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 9. ― Παθ., [[Ἅιδης]] στεναγμοῖς καὶ γόοις πλ. Σοφ. Ο. Τ. 30· τούτοις πλ. ὑπὸ σοῦ Ξεν. Κύρ. 5, 5, 27· ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως, πλουτίζομαι, κτῶμαι πλοῦτον ἐκ.., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 28, Πόροις 4, 14. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 42.
|elnltext=πλουτίζω [πλοῦτος] fut. πλουτιῶ act. met acc. rijk maken, verrijken (met); met dat. of met gen.. ἄλλην τιν’ ἄτης ἀντ’ ἐμοῦ πλουτίζετε maak maar een ander in mijn plaats rijk aan verblinding Aeschl. Ag. 1268. med.-pass. rijk worden (van), met ἀπό + gen.; zich verrijken (met), met dat.; overdr.. Ἅιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται Hades verrijkt zich met jammerklachten en geween Soph. OT 30.
}}
{{elru
|elrutext='''πλουτίζω:''' (атт. fut. πλουτιῶ) обогащать (π. καὶ εὐεργετεῖν ἀνθρώπους Xen.; πολλούς NT; перен. ἀρετῇ τινα Xen.); pass. обогащаться, богатеть (ἀπὸ или ἔκ τινος Xen. и ἔν τινι NT): [[Ἃιδης]] στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται Soph. Гадес переполняется стенаниями и вздохами (во время мора).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πλουτίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[πλοῦτος]]), κάνω κάποιον πλούσιο, [[πλουτίζω]], σε Αισχύλ., Ξεν.· ειρωνικά, [[πλουτίζω]] τινὰ ἄταις, σε Αισχύλ. — Παθ. [[Ἅιδης]] γόοι πλουτίζεται, σε Σοφ.· [[πλουτίζω]] ἀπὸ βοσκημάτων, <i>ἐκ τῆς πόλεως</i>, [[κερδίζω]] τα πλούτη μου από..., σε Ξεν.
|lsmtext='''πλουτίζω:''' μέλ. Αττ. <i>-ιῶ</i> ([[πλοῦτος]]), κάνω κάποιον πλούσιο, [[πλουτίζω]], σε Αισχύλ., Ξεν.· ειρωνικά, [[πλουτίζω]] τινὰ ἄταις, σε Αισχύλ. — Παθ. [[Ἅιδης]] γόοι πλουτίζεται, σε Σοφ.· [[πλουτίζω]] ἀπὸ βοσκημάτων, <i>ἐκ τῆς πόλεως</i>, [[κερδίζω]] τα πλούτη μου από..., σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλουτίζω:''' (атт. fut. πλουτιῶ) обогащать (π. καὶ εὐεργετεῖν ἀνθρώπους Xen.; πολλούς NT; перен. ἀρετῇ τινα Xen.); pass. обогащаться, богатеть (ἀπὸ или ἔκ τινος Xen. и ἔν τινι NT): [[Ἃιδης]] στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται Soph. Гадес переполняется стенаниями и вздохами (во время мора).
|lstext='''πλουτίζω''': μέλλ. Ἀττ. -ιῶ, ([[πλοῦτος]]) ὡς καὶ νῦν, [[κάμνω]] τινὰ πλούσιον, Αἰσχύλ. Ἀγ. 586, Ξεν. Κύρ. 8. 2, 22· εἰρωνικ., πλ. τινὰς ἄταις Αἰσχύλ. Ἀγ. 1268· τὰς γνώμας ἀρετῇ Ξεν. Ἀπομν. 4. 2, 9. ― Παθ., [[Ἅιδης]] στεναγμοῖς καὶ γόοις πλ. Σοφ. Ο. Τ. 30· τούτοις πλ. ὑπὸ σοῦ Ξεν. Κύρ. 5, 5, 27· ἀπὸ βοσκημάτων, ἐκ τῆς πόλεως, πλουτίζομαι, κτῶμαι πλοῦτον ἐκ.., ὁ αὐτ. ἐν Ἀπομν. 2. 1, 28, Πόροις 4, 14. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατ. σ. 42.
}}
{{elnl
|elnltext=πλουτίζω [πλοῦτος] fut. πλουτιῶ act. met acc. rijk maken, verrijken (met); met dat. of met gen.. ἄλλην τιν’ ἄτης ἀντ’ ἐμοῦ πλουτίζετε maak maar een ander in mijn plaats rijk aan verblinding Aeschl. Ag. 1268. med.-pass. rijk worden (van), met ἀπό + gen.; zich verrijken (met), met dat.; overdr.. Ἅιδης στεναγμοῖς καὶ γόοις πλουτίζεται Hades verrijkt zich met jammerklachten en geween Soph. OT 30.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj