Anonymous

πλόκαμος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> boucle de cheveux ; chevelure bouclée;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[πλεκτάνη]].<br />'''Étymologie:''' [[πλέκω]].
|btext=ου (ὁ) :<br /><b>1</b> boucle de cheveux ; chevelure bouclée;<br /><b>2</b> <i>c.</i> [[πλεκτάνη]].<br />'''Étymologie:''' [[πλέκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλόκᾰμος''': , ([[πλέκω]]) πλεξίδα μαλλίων, Αἰσχύλ. Χο. 7. 187· ἐν τῷ πληθ., οἱ [[οὖλοι]] βόστρυχοι, [[κυρίως]] ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ξ. 176· κομᾶν πλόκαμοι Πινδ. Π. 4. 145· πλ. Τυρῶ, διθυραμβικὴ [[φράσις]] ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 333· ― ἐν τῷ ἑνικῷ [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, = [[κόμη]], Ἡρόδ. 4. 34, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332, κτλ., τριχὸς πλ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 564· χαίτας πλ. Εὐρ. Φοίν. 309. 2) Βερενίκης πλ., [[ἀστερισμός]] τις, Ὑγίνου Ἀστρ. 2. 24. ΙΙ. = [[πλεκτάνη]] ΙΙΙ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 1.
|elnltext=πλόκαμος -ου, ὁ [πλέκω] (haar)lok, krul; plur. (haar)lokken, krullen;; τὰν Κασάνδραν ἵν’ ἀκούω ῥίπτειν ξανθοὺς πλοκάμους waar, naar ik hoor, Cassandra haar blonde lokken schudt Eur. IA 758; sing. collect. (haar)lokken, krullen.
}}
{{elru
|elrutext='''πλόκᾰμος:''' ὁ прядь, локон, pl. кудри, волосы Hom., Her., Pind., Aesch. etc.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πλόκᾰμος:''' ὁ ([[πλέκω]]), [[βόστρυχος]] ή [[πλεξίδα]] από μαλλιά, σε Αισχύλ.· στον πληθ., βόστρυχοι, [[κυρίως]] λέγεται για γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενικ. περιληπτικώς, [[κόμη]], σε Ηρόδ.· τριχὸς [[πλόκαμος]], σε Αισχύλ.
|lsmtext='''πλόκᾰμος:''' ὁ ([[πλέκω]]), [[βόστρυχος]] ή [[πλεξίδα]] από μαλλιά, σε Αισχύλ.· στον πληθ., βόστρυχοι, [[κυρίως]] λέγεται για γυναίκες, σε Ομήρ. Ιλ.· στον ενικ. περιληπτικώς, [[κόμη]], σε Ηρόδ.· τριχὸς [[πλόκαμος]], σε Αισχύλ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλόκᾰμος:''' ὁ прядь, локон, pl. кудри, волосы Hom., Her., Pind., Aesch. etc.
|lstext='''πλόκᾰμος''': ὁ, ([[πλέκω]]) πλεξίδα μαλλίων, Αἰσχύλ. Χο. 7. 187· ἐν τῷ πληθ., οἱ [[οὖλοι]] βόστρυχοι, [[κυρίως]] ἐπὶ γυναικῶν, Ἰλ. Ξ. 176· κομᾶν πλόκαμοι Πινδ. Π. 4. 145· πλ. Τυρῶ, διθυραμβικὴ [[φράσις]] ἐν Ἀριστοφ. Νεφ. 333· ― ἐν τῷ ἑνικῷ [[ὡσαύτως]] περιληπτικῶς, = [[κόμη]], Ἡρόδ. 4. 34, Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 332, κτλ., τριχὸς πλ. ὁ αὐτ. ἐν Θήβ. 564· χαίτας πλ. Εὐρ. Φοίν. 309. 2) Βερενίκης πλ., [[ἀστερισμός]] τις, Ὑγίνου Ἀστρ. 2. 24. ΙΙ. = [[πλεκτάνη]] ΙΙΙ, Αἰλ. Ποικ. Ἱστ. 1. 1.
}}
{{elnl
|elnltext=πλόκαμος -ου, ὁ [πλέκω] (haar)lok, krul; plur. (haar)lokken, krullen;; τὰν Κασάνδραν ἵν’ ἀκούω ῥίπτειν ξανθοὺς πλοκάμους waar, naar ik hoor, Cassandra haar blonde lokken schudt Eur. IA 758; sing. collect. (haar)lokken, krullen.
}}
}}
{{etym
{{etym