Anonymous

πολύλλιστος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />invoqué par de nombreuses prières.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[λίσσομαι]].
|btext=ος <i>ou</i> η, ον :<br />invoqué par de nombreuses prières.<br />'''Étymologie:''' [[πολύς]], [[λίσσομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολύλλιστος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2388. 8· ([[λίσσομαι]])· ― ὁ [[πολλάκις]] ἱκετευόμενος ἢ ὃν πολλοὶ ἱκετεύουσιν, εἰς ὃν γίνονται πολλαὶ ἱκεσίαι, πολύλλιστον δὲ σ’ [[ἱκάνω]], ὁ Ὀδυσσεὺς [[ταῦτα]] λέγει πρὸς τὸν Φαίακα ποταμὸν [[ὅστις]] δέχεται αὐτὸν ἐκ τῆς θαλάσσης (πρβλ. [[τρίλλιστος]]), Ὀδ. Ε. 445· νηὸς π., ναὸς πολὺ θαμιζόμενος ὑπὸ ἱκετῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 347, Δήμ. 28· ― ὁ [[κύριος]] [[τύπος]] πολύλιστος εὕρηται παρὰ Σιμωνίδῃ 84, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 511, σ. 914. ― Ἐπίρρ. πολυλίστως Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ε. 445.
|elnltext=πολύλλιστος -ον [πολύς, λίσσομαι] veel aangeroepen, door veel smekelingen bezocht.
}}
{{elru
|elrutext='''πολύλλιστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[призываемый во многих мольбах]], [[к которому всегда обращаются с мольбами]] (sc. [[ἄναξ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[часто посещаемый молящимися]] ([[νηός]] HH).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πολύλλιστος:''' -ον ([[λίσσομαι]]), αυτός που επιζητά [[κάτι]] με πολλές προσευχές, πολύλλιστον δέσ' [[ἱκάνω]], λέει ο [[Οδυσσέας]] στον ποταμό που τον υποδέχεται [[μετά]] τη [[θάλασσα]] (πρβλ. [[τρίλλιστος]]), σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πολύλλιστος:''' -ον ([[λίσσομαι]]), αυτός που επιζητά [[κάτι]] με πολλές προσευχές, πολύλλιστον δέσ' [[ἱκάνω]], λέει ο [[Οδυσσέας]] στον ποταμό που τον υποδέχεται [[μετά]] τη [[θάλασσα]] (πρβλ. [[τρίλλιστος]]), σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολύλλιστος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[призываемый во многих мольбах]], [[к которому всегда обращаются с мольбами]] (sc. [[ἄναξ]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[часто посещаемый молящимися]] ([[νηός]] HH).
|lstext='''πολύλλιστος''': -ον, [[ὡσαύτως]] η, ον, Συλλ. Ἐπιγρ. 2388. 8· ([[λίσσομαι]])· ― ὁ [[πολλάκις]] ἱκετευόμενος ἢ ὃν πολλοὶ ἱκετεύουσιν, εἰς ὃν γίνονται πολλαὶ ἱκεσίαι, πολύλλιστον δὲ σ’ [[ἱκάνω]], ὁ Ὀδυσσεὺς [[ταῦτα]] λέγει πρὸς τὸν Φαίακα ποταμὸν [[ὅστις]] δέχεται αὐτὸν ἐκ τῆς θαλάσσης (πρβλ. [[τρίλλιστος]]), Ὀδ. Ε. 445· νηὸς π., ναὸς πολὺ θαμιζόμενος ὑπὸ ἱκετῶν, Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἀπόλλ. 347, Δήμ. 28· ― ὁ [[κύριος]] [[τύπος]] πολύλιστος εὕρηται παρὰ Σιμωνίδῃ 84, πρβλ. Συλλ. Ἐπιγρ. (Προσθῆκ.) 511, σ. 914. ― Ἐπίρρ. πολυλίστως Σχόλ. εἰς Ὁμ. Ὀδ. Ε. 445.
}}
{{elnl
|elnltext=πολύλλιστος -ον [πολύς, λίσσομαι] veel aangeroepen, door veel smekelingen bezocht.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=πολύλ-λιστος, ον, [[λίσσομαι]]<br />sought with [[many]] prayers, πολύλλιστον δέ σ' [[ἱκάνω]], says [[Ulysses]] to the [[river]] [[which]] receives him from the sea (cf. τρίλλιστοσ), Od.
|mdlsjtxt=πολύλ-λιστος, ον, [[λίσσομαι]]<br />sought with [[many]] prayers, πολύλλιστον δέ σ' [[ἱκάνω]], says [[Ulysses]] to the [[river]] [[which]] receives him from the sea (cf. τρίλλιστοσ), Od.
}}
}}