Anonymous

ποντοπορέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br />parcourir <i>ou</i> traverser la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ποντοπόρος]].
|btext=-ῶ :<br />parcourir <i>ou</i> traverser la mer.<br />'''Étymologie:''' [[ποντοπόρος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποντοπορέω''': [[διέρχομαι]] τὴν θάλασσαν, (νηὸς) ποντοπορούσης, διαπλεούσης τὴν θάλασσαν, Ὀδ. Λ. 11 [[πλέω]] ἐν τῷ ἀνοικτῷ πελάγει, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν παρὰ τὴν ἀκτὴν πλοῦν, Πλουτ. Δίων 25· κύματα... ποντοπόρει βιότου Ἀνθ. Π. 10. 74.
|elnltext=ποντοπορέω zie ποντοπορεύω.
}}
{{elru
|elrutext='''ποντοπορέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[плыть по морю]], [[совершать морское путешествие]] ([[ἱστία]] ποντοπορούσης, sc. [[νηός]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[плыть в открытом море]] Plut., Anth.
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''ποντοπορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, περνώ τη [[θάλασσα]], [[νηῦς]] ποντοποροῦσα, αυτή που διαπλέει τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''ποντοπορέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, περνώ τη [[θάλασσα]], [[νηῦς]] ποντοποροῦσα, αυτή που διαπλέει τη [[θάλασσα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποντοπορέω:'''<br /><b class="num">1)</b> [[плыть по морю]], [[совершать морское путешествие]] ([[ἱστία]] ποντοπορούσης, sc. [[νηός]] Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[плыть в открытом море]] Plut., Anth.
|lstext='''ποντοπορέω''': [[διέρχομαι]] τὴν θάλασσαν, (νηὸς) ποντοπορούσης, διαπλεούσης τὴν θάλασσαν, Ὀδ. Λ. 11 [[πλέω]] ἐν τῷ ἀνοικτῷ πελάγει, κατ’ ἀντίθεσιν πρὸς τὸν παρὰ τὴν ἀκτὴν πλοῦν, Πλουτ. Δίων 25· κύματα... ποντοπόρει βιότου Ἀνθ. Π. 10. 74.
}}
{{elnl
|elnltext=ποντοπορέω zie ποντοπορεύω.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[ποντοπορέω]], fut. -ήσω<br />to [[pass]] the sea, νῆυς ποντοποροῦσα sea-[[sailing]], Od. [from [[ποντοπόρος]]
|mdlsjtxt=[[ποντοπορέω]], fut. -ήσω<br />to [[pass]] the sea, νῆυς ποντοποροῦσα sea-[[sailing]], Od. [from [[ποντοπόρος]]
}}
}}