Anonymous

πλαγκτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>I.</b> errant, instable : πλαγκταὶ πέτραι <i>ou</i> [[αἱ]] Πλαγκταί OD les Roches errantes, <i>écueils à l'entrée du détroit de Sicile</i>;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> incertain, vacillant;<br /><b>2</b> qui a l'esprit égaré, frappé de vertige.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πλάζω]].
|btext=ή <i>ou</i> ός, όν :<br /><b>I.</b> errant, instable : πλαγκταὶ πέτραι <i>ou</i> [[αἱ]] Πλαγκταί OD les Roches errantes, <i>écueils à l'entrée du détroit de Sicile</i>;<br /><b>II.</b> <i>fig.</i> :<br /><b>1</b> incertain, vacillant;<br /><b>2</b> qui a l'esprit égaré, frappé de vertige.<br />'''Étymologie:''' adj. verb. de [[πλάζω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλαγκτός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 593· (πλάζομαι)· ― ποιητ. ἐπίθ., πλανώμενος, περιφερόμενος, ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. Πέρσ. 277 (ἴδε ἐν λ. [[δίπλαξ]])· πλαγκτὰ δ’ ὡσεί τις νεφέλα Εὐρ. Ἱκέτ. 961· πλ. [[ὕδωρ]], ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Ἀνθ. Π. 9. 73· ἱὸς [[αὐτόθι]] 6. 75· πλαγκτὴν ὁδόν, ἐκκλίνουσαν τῆς ὀρθῆς, πλαγίαν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 59: πρβλ. 29· ― ἴδε ἐν λέξει [[πλάξ]]. 2) μεταφορ., ὁ κατὰ τὸν νοῦν πλανώμενος, [[παραπλήξ]], [[ἔμπληκτος]], [[παράφρων]], Ὀδ. Φ. 363, Αἰσχύλ. Ἀγ. 593. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. Πλαγκταὶ πέτραι [[εἶναι]] βράχοι [[πέραν]] (δηλ. πρὸς δυσμὰς) τῆς Σκύλλης καὶ Χαρύβδεως ἐπικρεμάμενοι [[ἄνωθεν]], (ἐπηρεφέες) καὶ παρέχοντες τοσοῦτον στενὴν δίοδον [[ὥστε]] καὶ πτηνὰ νὰ μὴ δύνωνται νὰ διέρχωνται διὰ μέσου, Ὀδ. Μ. 59 κἑξ., πρβλ. Ψ. 327· παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] συγγραφεῦσιν αὗται συνεχέοντο πρὸς τὰς Συμπληγάδας ἢ Κυανέας τοῦ Βοσπόρου, Ἡρόδ. 4. 85, Ἀρρ. Περίπλ. Εὐξ. Πόντ. ἐν τέλ., Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 2, Πλίν. 6. 13· ἀλλὰ διὰ τὸ πῦρ καὶ τὸν καπνὸν τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται εἰς αὐτάς, (Ὀδ. Μ. 68, 218), ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. ὑπέλαβεν ὅτι ὁ Ὅμ. ἔλεγε τὰς ἡφαιστειώδεις νήσους Λιπάρας, Δ. 924 κἑξ., πρβλ. Ἀπολλόδ. 1. 9, 25· ― ὁ Ὅμ. δὲν παριστάνει τὰς Πλαγκτὰς ὡς κινουμένας, [[ὥστε]] πιθανῶς τὸ [[ὄνομα]] ἔχει ἐνεργ. σημασ. παρ’ αὐτῷ, = αἱ πλανῶσαι, ἀπατῶσαι (τοὺς ναυτιλλομένους).
|elnltext=πλαγκτός -ή -όν [πλάζω] ook f. -ός, ronddrijvend, dwalend:; πλαγκταῖς ἐν διπλάκεσσιν in drijvende mantels Aeschl. Pers. 277; πλαγκτά... νεφέλα een voortdrijvende wolk Eur. Suppl. 961; Πλαγκταὶ ( sc. Πέτραι ) Dwalende Rotsen Od. 12.61; overdr. verward van geest:. λόγοις τοιούτοις πλαγκτὸς οὖσ’ ἐφαινόμην door dergelijke woorden leek ik gestoord te zijn Aeschl. Ag. 593.
}}
{{elru
|elrutext='''πλαγκτός:''' и 2 [adj. verb. к [[πλάζω]]<br /><b class="num">1)</b> [[блуждающий]], [[странствующий]] (πέτραι Hom.; ἐν σπιλάδεσσιν Aesch.; [[νεφέλα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[помешанный]], [[безумный]] Hom., Aesch.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''πλαγκτός:''' -ή, -όν και -ός, -όν (πλάζομαι),·<br /><b class="num">I. 1.</b> περιπλανώμενος, περιφερόμενος, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., πλανώμενος στο νου, παραπλανημένος, [[αλλόφρων]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Πλαγκταὶ πέτραι</i> είναι βράχοι πέρα από τη [[Σκύλλα]] και τη [[Χάρυβδη]] που διέθεταν ένα τόσο στενό [[πέρασμα]] που και τα πτηνά [[μόλις]] και [[μετά]] βίας μπορούσαν να περάσουν, σε Ομήρ. Οδ.· οι μεταγεν. συγγραφείς μετέφεραν τον [[τόπο]] αυτό στις γνωστές [[Συμπληγάδες]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
|lsmtext='''πλαγκτός:''' -ή, -όν και -ός, -όν (πλάζομαι),·<br /><b class="num">I. 1.</b> περιπλανώμενος, περιφερόμενος, σε Αισχύλ., Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., πλανώμενος στο νου, παραπλανημένος, [[αλλόφρων]], σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Πλαγκταὶ πέτραι</i> είναι βράχοι πέρα από τη [[Σκύλλα]] και τη [[Χάρυβδη]] που διέθεταν ένα τόσο στενό [[πέρασμα]] που και τα πτηνά [[μόλις]] και [[μετά]] βίας μπορούσαν να περάσουν, σε Ομήρ. Οδ.· οι μεταγεν. συγγραφείς μετέφεραν τον [[τόπο]] αυτό στις γνωστές [[Συμπληγάδες]], σε Ηρόδ. κ.λπ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλαγκτός:''' и 2 [adj. verb. к [[πλάζω]]<br /><b class="num">1)</b> [[блуждающий]], [[странствующий]] (πέτραι Hom.; ἐν σπιλάδεσσιν Aesch.; [[νεφέλα]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[помешанный]], [[безумный]] Hom., Aesch.
|lstext='''πλαγκτός''': -ή, -όν, καὶ ός, όν, Αἰσχύλ. Ἀγ. 593· (πλάζομαι)· ― ποιητ. ἐπίθ., πλανώμενος, περιφερόμενος, ἐπὶ πλοίων, ὁ αὐτ. Πέρσ. 277 (ἴδε ἐν λ. [[δίπλαξ]])· πλαγκτὰ δ’ ὡσεί τις νεφέλα Εὐρ. Ἱκέτ. 961· πλ. [[ὕδωρ]], ἐπὶ τοῦ Εὐρίπου, Ἀνθ. Π. 9. 73· ἱὸς [[αὐτόθι]] 6. 75· πλαγκτὴν ὁδόν, ἐκκλίνουσαν τῆς ὀρθῆς, πλαγίαν, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 59: πρβλ. 29· ― ἴδε ἐν λέξει [[πλάξ]]. 2) μεταφορ., ὁ κατὰ τὸν νοῦν πλανώμενος, [[παραπλήξ]], [[ἔμπληκτος]], [[παράφρων]], Ὀδ. Φ. 363, Αἰσχύλ. Ἀγ. 593. ΙΙ. ἐν τῇ Ὀδ. Πλαγκταὶ πέτραι [[εἶναι]] βράχοι [[πέραν]] (δηλ. πρὸς δυσμὰς) τῆς Σκύλλης καὶ Χαρύβδεως ἐπικρεμάμενοι [[ἄνωθεν]], (ἐπηρεφέες) καὶ παρέχοντες τοσοῦτον στενὴν δίοδον [[ὥστε]] καὶ πτηνὰ νὰ μὴ δύνωνται νὰ διέρχωνται διὰ μέσου, Ὀδ. Μ. 59 κἑξ., πρβλ. Ψ. 327· παρὰ τοῖς [[μετέπειτα]] συγγραφεῦσιν αὗται συνεχέοντο πρὸς τὰς Συμπληγάδας ἢ Κυανέας τοῦ Βοσπόρου, Ἡρόδ. 4. 85, Ἀρρ. Περίπλ. Εὐξ. Πόντ. ἐν τέλ., Σχόλ. εἰς Εὐρ. Μήδ. 2, Πλίν. 6. 13· ἀλλὰ διὰ τὸ πῦρ καὶ τὸν καπνὸν τὰ ὁποῖα ἀναφέρονται εἰς αὐτάς, (Ὀδ. Μ. 68, 218), ὁ Ἀπολλ. Ρόδ. ὑπέλαβεν ὅτι ὁ Ὅμ. ἔλεγε τὰς ἡφαιστειώδεις νήσους Λιπάρας, Δ. 924 κἑξ., πρβλ. Ἀπολλόδ. 1. 9, 25· ― ὁ Ὅμ. δὲν παριστάνει τὰς Πλαγκτὰς ὡς κινουμένας, [[ὥστε]] πιθανῶς τὸ [[ὄνομα]] ἔχει ἐνεργ. σημασ. παρ’ αὐτῷ, = αἱ πλανῶσαι, ἀπατῶσαι (τοὺς ναυτιλλομένους).
}}
{{elnl
|elnltext=πλαγκτός -ή -όν [πλάζω] ook f. -ός, ronddrijvend, dwalend:; πλαγκταῖς ἐν διπλάκεσσιν in drijvende mantels Aeschl. Pers. 277; πλαγκτά... νεφέλα een voortdrijvende wolk Eur. Suppl. 961; Πλαγκταὶ ( sc. Πέτραι ) Dwalende Rotsen Od. 12.61; overdr. verward van geest:. λόγοις τοιούτοις πλαγκτὸς οὖσ’ ἐφαινόμην door dergelijke woorden leek ik gestoord te zijn Aeschl. Ag. 593.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πλαγκτός]], ή, όν [πλάζομαι]<br /><b class="num">I.</b> [[wandering]], [[roaming]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> metaph. [[wandering]] in [[mind]], erring, [[distraught]], Od., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> Πλαγκταὶ πέτραι are rocks [[beyond]] [[Scylla]] and [[Charybdis]], affording so [[narrow]] a [[passage]] that [[even]] birds could [[scarcely]] get [[through]], Od.; transferred by [[later]] writers to the [[Symplegades]], Hdt., etc.
|mdlsjtxt=[[πλαγκτός]], ή, όν [πλάζομαι]<br /><b class="num">I.</b> [[wandering]], [[roaming]], Aesch., Eur.<br /><b class="num">2.</b> metaph. [[wandering]] in [[mind]], erring, [[distraught]], Od., Aesch.<br /><b class="num">II.</b> Πλαγκταὶ πέτραι are rocks [[beyond]] [[Scylla]] and [[Charybdis]], affording so [[narrow]] a [[passage]] that [[even]] birds could [[scarcely]] get [[through]], Od.; transferred by [[later]] writers to the [[Symplegades]], Hdt., etc.
}}
}}