Anonymous

πολιορκέω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> πολιορκήσω, <i>ao.</i> ἐπολιόρκησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> assiéger une ville ; <i>p. ext.</i> investir, cerner, bloquer <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>fig.</i> obséder, presser, tourmenter.<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]], [[ἕρκος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> πολιορκήσω, <i>ao.</i> ἐπολιόρκησα, <i>pf. inus.</i><br /><b>1</b> assiéger une ville ; <i>p. ext.</i> investir, cerner, bloquer <i>en gén.</i><br /><b>2</b> <i>fig.</i> obséder, presser, tourmenter.<br />'''Étymologie:''' [[πόλις]], [[ἕρκος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πολῐορκέω''': μέλλ. -ήσω, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 12· ἀόρ. ἐπολιόρκησα Ἀριστοφ. Λυσ. 281, Θουκ., κλπ.: ― Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -ήσομαι Ἡρόδ. 5. 34., 8. 49, Θουκ. 3. 109, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 18, Κύρ. 6. 1, 15 ([[ὥστε]] πιθ. ὁ παθ. [[τύπος]] ἐν τῷ μνημονευθέντι ἀνωτέρω χωρίῳ [[εἶναι]] [[σφάλμα]] τοῦ ἀντιγραφέως)· ― ἀόρ. ἐπολιορκήθην Ἰσοκρ. 127Ε· πρκμ. πεπολιόρκημαι (ἐκ-) Θουκ.· ([[πόλις]], [[εἴργω]], [[ἕρκος]]). Ὡς καὶ νῦν, [[περικλείω]] διὰ στρατευμάτων πόλιν, [[περιβάλλω]], ζώνω αὐτὴν [[ὅπως]] τὴν ἀναγκάσω νὰ παραδοθῇ, Ἡρόδ. 1. 17. 154, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀριστοφ. Σφ. 685, Λυσ. 281· οἱ πολιορκοῦντες ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ κατακεκλειμένοι Ἰσοκρ. 124Α. ― Παθ, πολιορκοῦμαι, διατελῶ ἐν καταστάσει πολιορκίας, Ἡρόδ. 1. 26, 81, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στόλου, περιεῖδε τὸ ναυτικόν… ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον Ἰσοκρ. 70Β˙ ἐπὶ τοῦ Σκαμάνδρου, ἀποφράττομαι, τὸν Σκάμανδρον πολιορκούμενον ὑπὸ τοῦ Ἀχιλλέως Πλάτ. Πρωτ. 340Α. 2) μεταφ., ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2. 142Α, πρβλ. Πολ. 453Α, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13.
|elnltext=πολιορκέω [πόλις, ἕρκος] Ion. imperf. ἐπολιόρκεον, med.-pass. ἐπολιορκέετο, ἐπολιορκέοντο, belegeren:; ἐπολιόρκεε τὴν Μίλητον hij belegerde Milete Hdt. 1.17.1; blokkeren:; περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον hij liet toe dat de vloot door slechts honderd triëren werd geblokkeerd Isocr. 4.142; overdr. belagen, lastigvallen:. πάντα τρόπον πολιορκοῦντες τους ἥττονας op elke wijze de zwakkeren lastig vallend Xen. Mem. 2.1.13.
}}
{{elru
|elrutext='''πολῐορκέω:''' (ион. impf. ἐπολιόρκεον)<br /><b class="num">1)</b> [[осаждать]], [[блокировать]] (τὴν Μίλητον Her.; ὑπὸ [[τριήρων]] πολιορκεῖσθαι Isocr.): οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι Thuc. не будучи в состоянии выдерживать (долее) осаду;<br /><b class="num">2)</b> перен. [[осаждать]], [[преследовать]], [[мучить]] (ὑπὸ συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν Plat.).
}}
}}
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''πολῐορκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> — Παθ., Μέσ. μέλ. <i>-ήσομαι</i> (με Παθ. [[σημασία]]), αόρ. αʹ <i>ἐπολιορκήθην</i>, παρακ. <i>πεπολιόρκημαι</i>· ([[πόλις]], [[εἴργω]], [[ἕρκος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[περικυκλώνω]] την πόλη, [[αποκλείω]], [[πολιορκώ]], [[περιβάλλω]], σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., είμαι πολιορκημένος, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] πολιορκίας, σε Ηρόδ.· λέγεται για το Σκάμανδρο, αποφράττομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., πιέζομαι, βασανίζομαι, σε Ξεν.
|lsmtext='''πολῐορκέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i> — Παθ., Μέσ. μέλ. <i>-ήσομαι</i> (με Παθ. [[σημασία]]), αόρ. αʹ <i>ἐπολιορκήθην</i>, παρακ. <i>πεπολιόρκημαι</i>· ([[πόλις]], [[εἴργω]], [[ἕρκος]])·<br /><b class="num">1.</b> [[περικυκλώνω]] την πόλη, [[αποκλείω]], [[πολιορκώ]], [[περιβάλλω]], σε Ηρόδ., Αττ. — Παθ., είμαι πολιορκημένος, βρίσκομαι σε [[κατάσταση]] πολιορκίας, σε Ηρόδ.· λέγεται για το Σκάμανδρο, αποφράττομαι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., πιέζομαι, βασανίζομαι, σε Ξεν.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πολῐορκέω:''' (ион. impf. ἐπολιόρκεον)<br /><b class="num">1)</b> [[осаждать]], [[блокировать]] (τὴν Μίλητον Her.; ὑπὸ [[τριήρων]] πολιορκεῖσθαι Isocr.): οὐ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι Thuc. не будучи в состоянии выдерживать (долее) осаду;<br /><b class="num">2)</b> перен. [[осаждать]], [[преследовать]], [[мучить]] (ὑπὸ συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν Plat.).
|lstext='''πολῐορκέω''': μέλλ. -ήσω, Ξεν. Κύρ. 7. 5, 12· ἀόρ. ἐπολιόρκησα Ἀριστοφ. Λυσ. 281, Θουκ., κλπ.: ― Παθ. μέλλ. -ηθήσομαι Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 5· ἀλλ’ ἐν τῷ μέσ. τύπῳ -ήσομαι Ἡρόδ. 5. 34., 8. 49, Θουκ. 3. 109, Ξεν. Ἑλλ. 7. 5, 18, Κύρ. 6. 1, 15 ([[ὥστε]] πιθ. ὁ παθ. [[τύπος]] ἐν τῷ μνημονευθέντι ἀνωτέρω χωρίῳ [[εἶναι]] [[σφάλμα]] τοῦ ἀντιγραφέως)· ― ἀόρ. ἐπολιορκήθην Ἰσοκρ. 127Ε· πρκμ. πεπολιόρκημαι (ἐκ-) Θουκ.· ([[πόλις]], [[εἴργω]], [[ἕρκος]]). Ὡς καὶ νῦν, [[περικλείω]] διὰ στρατευμάτων πόλιν, [[περιβάλλω]], ζώνω αὐτὴν [[ὅπως]] τὴν ἀναγκάσω νὰ παραδοθῇ, Ἡρόδ. 1. 17. 154, καὶ συχν. παρ’ Ἀττ.· [[ὡσαύτως]] παρ’ Ἀριστοφ. Σφ. 685, Λυσ. 281· οἱ πολιορκοῦντες ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ οἱ κατακεκλειμένοι Ἰσοκρ. 124Α. ― Παθ, πολιορκοῦμαι, διατελῶ ἐν καταστάσει πολιορκίας, Ἡρόδ. 1. 26, 81, κ. ἀλλ.· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ στόλου, περιεῖδε τὸ ναυτικόν… ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον Ἰσοκρ. 70Β˙ ἐπὶ τοῦ Σκαμάνδρου, ἀποφράττομαι, τὸν Σκάμανδρον πολιορκούμενον ὑπὸ τοῦ Ἀχιλλέως Πλάτ. Πρωτ. 340Α. 2) μεταφ., ὑπὸ τῶν συκοφαντῶν πολιορκούμενοι πολιορκίαν ὁ αὐτ. ἐν Ἀλκ. 2. 142Α, πρβλ. Πολ. 453Α, Ξεν. Ἀπομν. 2. 1, 13.
}}
{{elnl
|elnltext=πολιορκέω [πόλις, ἕρκος] Ion. imperf. ἐπολιόρκεον, med.-pass. ἐπολιορκέετο, ἐπολιορκέοντο, belegeren:; ἐπολιόρκεε τὴν Μίλητον hij belegerde Milete Hdt. 1.17.1; blokkeren:; περιεῖδε τὸ ναυτικόν... ὑπὸ τριήρων ἑκατὸν μόνων πολιορκούμενον hij liet toe dat de vloot door slechts honderd triëren werd geblokkeerd Isocr. 4.142; overdr. belagen, lastigvallen:. πάντα τρόπον πολιορκοῦντες τους ἥττονας op elke wijze de zwakkeren lastig vallend Xen. Mem. 2.1.13.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[πολίς, [[εἴργω]], [[ἕρκος]]<br /><b class="num">1.</b> to hem in a [[city]], [[blockade]], [[beleaguer]], [[besiege]], Hdt., [[attic]]:—Pass. to be besieged, in a [[state]] of [[siege]], Hdt.; of [[Scamander]], to be dammed [[back]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> metaph. to be besieged, pestered, Xen.
|mdlsjtxt=[πολίς, [[εἴργω]], [[ἕρκος]]<br /><b class="num">1.</b> to hem in a [[city]], [[blockade]], [[beleaguer]], [[besiege]], Hdt., [[attic]]:—Pass. to be besieged, in a [[state]] of [[siege]], Hdt.; of [[Scamander]], to be dammed [[back]], Plat.<br /><b class="num">2.</b> metaph. to be besieged, pestered, Xen.
}}
}}