Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

προβλής: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
Line 16: Line 16:
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />jeté <i>ou</i> placé en avant, qui s'avance en saillie.<br />'''Étymologie:''' [[προβάλλω]].
|btext=ῆτος (ὁ, ἡ)<br />jeté <i>ou</i> placé en avant, qui s'avance en saillie.<br />'''Étymologie:''' [[προβάλλω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προβλής''': -ῆτος, ὁ, ἡ, προεκτεινόμενος, προέχων, ἐξέχων, προβλῆτι σκοπέλῳ Ἰλ. Β. 396· πέτρῃ ἐπὶ προβλῆτι Π. 407· στήλας τε προβλῆτας (ἴδε ἐν λέξ. [[στήλη]]) Μ. 259· ἔνθ’ ἀκταὶ προβλῆτες [[ἔσαν]] Ὀδ. Ε. 405, πρβλ. Κ. 89, Ν. 97· [[ὡσαύτως]] προβλῆτες, [[ἄνευ]] οὐσιαστ., ἄκραι, ἀκρωτήρια, Σοφ. Φιλ. 936, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 10. 175, καὶ ἐν τῷ ἑνικ., Ὀππ. Ἁλ. 5. 252· πρ. [[ἔπαλξις]], ἐρίπνα, ὑπωρείη, κτλ., Ἀνθ. Π. 5. 294, 3., 7. 147, κτλ. ― Περὶ τοῦ [[πόντος]] προβλὴς ἐν Σοφ. Φιλ. 1455, ἴδε προβολὴ ΙΙ. 2 καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
|elnltext=προβλής -ῆτος [προβάλλω] als adj. vooruitstekend; ook als subst. kaap.
}}
{{elru
|elrutext='''προβλής:''' ῆτος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[выдающийся вперед]], [[выступающий]] ([[σκόπελος]], ἀκταί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[торчащий наружу]] ([[στήλη]] Hom.).<br />ῆτος ἡ (sc. [[πέτρα]] или [[ἀκτή]]) выступ, мыс Soph., Anth.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''προβλής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[προβάλλω]]), προεκτεινόμενος, προέχων, εξέχων, σε Όμηρ.· <i>προβλῆτες</i>, [[χωρίς]] ουσ., προβλήτες, ακρωτήρια, σε Σοφ.
|lsmtext='''προβλής:''' -ῆτος, ὁ, ἡ ([[προβάλλω]]), προεκτεινόμενος, προέχων, εξέχων, σε Όμηρ.· <i>προβλῆτες</i>, [[χωρίς]] ουσ., προβλήτες, ακρωτήρια, σε Σοφ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προβλής:''' ῆτος adj.<br /><b class="num">1)</b> [[выдающийся вперед]], [[выступающий]] ([[σκόπελος]], ἀκταί Hom.);<br /><b class="num">2)</b> [[торчащий наружу]] ([[στήλη]] Hom.).<br />ῆτος ἡ (sc. [[πέτρα]] или [[ἀκτή]]) выступ, мыс Soph., Anth.
|lstext='''προβλής''': -ῆτος, ὁ, ἡ, προεκτεινόμενος, προέχων, ἐξέχων, προβλῆτι σκοπέλῳ Ἰλ. Β. 396· πέτρῃ ἐπὶ προβλῆτι Π. 407· στήλας τε προβλῆτας (ἴδε ἐν λέξ. [[στήλη]]) Μ. 259· ἔνθ’ ἀκταὶ προβλῆτες [[ἔσαν]] Ὀδ. Ε. 405, πρβλ. Κ. 89, Ν. 97· [[ὡσαύτως]] προβλῆτες, [[ἄνευ]] οὐσιαστ., ἄκραι, ἀκρωτήρια, Σοφ. Φιλ. 936, πρβλ. Κόϊντ. Σμ. 10. 175, καὶ ἐν τῷ ἑνικ., Ὀππ. Ἁλ. 5. 252· πρ. [[ἔπαλξις]], ἐρίπνα, ὑπωρείη, κτλ., Ἀνθ. Π. 5. 294, 3., 7. 147, κτλ. ― Περὶ τοῦ [[πόντος]] προβλὴς ἐν Σοφ. Φιλ. 1455, ἴδε προβολὴ ΙΙ. 2 καὶ σημ. Jebb ἐν τόπῳ.
}}
{{elnl
|elnltext=προβλής -ῆτος [προβάλλω] als adj. vooruitstekend; ook als subst. kaap.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj