Anonymous

πονέω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> πονήσω, <i>ao.</i> ἐπόνησα, <i>pf.</i> πεπόνηκα;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> avoir du mal, de la peine, <i>d'où</i><br /><b>1</b> se fatiguer, supporter des fatigues : [[περί]] [[τι]], [[τι]] se donner de la peine pour qch ; [[μάτην]] [[πονεῖν]] ESCHL, [[ἄλλως]] [[πονεῖν]] SOPH se donner une peine inutile;<br /><b>2</b> souffrir <i>au propre</i> : πονεῖν πόνους ESCHL, μόχθους EUR éprouver des maux, des peines ; πονεῖν τινι souffrir de qch (de la faim, du froid, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> être fatigué, usé, avarié, délabré;<br /><b>4</b> être en détresse, en péril, dans une situation désespérée;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> <i>avec un rég. de chose</i> accomplir avec effort, venir à bout à force de travail : χρήματα πονεῖν XÉN amasser péniblement de la fortune, des ressources;<br /><b>2</b> <i>avec un rég. de pers.</i> causer de la peine à, affliger ; <i>Pass.</i> être affligé, souffrir;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[πονέομαι]], [[πονοῦμαι]];<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se donner de la peine, faire effort : πονεῖν τινι, [[περί]] [[τι]] se donner de la peine pour qch ; avec un part., se donner du mal pour, prendre de la peine à;<br /><b>2</b> se débattre, se démener : κατὰ ὑσμίνην IL dans un combat, lutter péniblement ; <i>abs.</i> lutter avec effort;<br /><b>II.</b> <i>tr., avec un rég. de chose</i> venir à bout à force de travail : [[τι]] de qch.<br />'''Étymologie:''' [[πόνος]].
|btext=-ῶ :<br /><i>f.</i> πονήσω, <i>ao.</i> ἐπόνησα, <i>pf.</i> πεπόνηκα;<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> avoir du mal, de la peine, <i>d'où</i><br /><b>1</b> se fatiguer, supporter des fatigues : [[περί]] [[τι]], [[τι]] se donner de la peine pour qch ; [[μάτην]] [[πονεῖν]] ESCHL, [[ἄλλως]] [[πονεῖν]] SOPH se donner une peine inutile;<br /><b>2</b> souffrir <i>au propre</i> : πονεῖν πόνους ESCHL, μόχθους EUR éprouver des maux, des peines ; πονεῖν τινι souffrir de qch (de la faim, du froid, <i>etc.</i>);<br /><b>3</b> être fatigué, usé, avarié, délabré;<br /><b>4</b> être en détresse, en péril, dans une situation désespérée;<br /><b>II.</b> <i>tr.</i> <b>1</b> <i>avec un rég. de chose</i> accomplir avec effort, venir à bout à force de travail : χρήματα πονεῖν XÉN amasser péniblement de la fortune, des ressources;<br /><b>2</b> <i>avec un rég. de pers.</i> causer de la peine à, affliger ; <i>Pass.</i> être affligé, souffrir;<br /><i><b>Moy.</b></i> [[πονέομαι]], [[πονοῦμαι]];<br /><b>I.</b> <i>intr.</i> <b>1</b> se donner de la peine, faire effort : πονεῖν τινι, [[περί]] [[τι]] se donner de la peine pour qch ; avec un part., se donner du mal pour, prendre de la peine à;<br /><b>2</b> se débattre, se démener : κατὰ ὑσμίνην IL dans un combat, lutter péniblement ; <i>abs.</i> lutter avec effort;<br /><b>II.</b> <i>tr., avec un rég. de chose</i> venir à bout à force de travail : [[τι]] de qch.<br />'''Étymologie:''' [[πόνος]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πονέω''': πονέομαι. Α. ἐν τῇ παναρχαίᾳ Ἑλληνικῇ εὕρηται μόνον ὡς ἀποθ., πονέομαι, ἀπαρ. -έεσθαι, Ἰλ.· παρατ. ἐπονεῖτο (συνεσταλμ.) Ἰλ.: μέλλ. πονήσομαι Ὀδ. Χ. 377, Ἱππ. 592. 1· ἀλλὰ πονέσομαι Λουκ. Ὄνος 9· ― ἀόρ. ἐπονησάμην, Ἐπικ. πονήσατο Ὅμ.· (δια-) Πλάτ., Ξεν.· [[ὡσαύτως]] ἐπονήθην Εὐρ. Ἑλ. 1509, (δια-) Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ, § 286 (267)· ― πρκμ. πεπόνημαι, Ἰων. γ΄ πληθ. -έαται Ἡρόδ. 2. 63, Ἀττ. -ηνται Πλάτ. Φίληβ. 58Ε· ὑπερσ. πεπόνητο Ἰλ. Ο. 447, Ἐπικ. γ΄ πληθ. -ήατο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 263. Ι. ἀπολ., κοπιῶ, μοχθῶ, ὡς ἐπονεῖτο Ἰλ. Β. 409· ὄφελον πονέεσθαι λισσόμενος, ἔπρεπε νὰ κοπιάσῃ παρακαλῶν, Κ. 117· ὅπλα..., τοῖς ἐπονεῖτο, τὰ χαλκευτικὰ ἐργαλεῖα δι’ ὧν εἰργάζετο, Σ. 413, πρβλ. Ὀδ. Π. 23· περὶ δόρπα... πονέοντο, ἠσχολοῦντο, κατεγίνοντο περὶ τὸ [[δεῖπνον]], Ἰλ. Ω 444, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 63· οὕτω, πεπόνητο καθ’ ἵππους, ἦτο ἐνησχολημένος περὶ τοὺς ἵππους, ἐπὶ ἡνιόχου, Ἰλ. Ο. 447· πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην, ἠγωνίζοντο κατὰ τὴν ἰσχυρὰν μάχην, Ε. 84, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] τὸ πονεῖσθαι, καθ’ ἑαυτὸ = μάχεσθαι, Δ. 374, Ν. 288· μεταγεν. π. τινος, εἶμαι ἐνησχολημένος εἴς τι, Ἄρατ. 82, πρβλ. 758. 2) ἐνεργῶ, αὐτὸς δὲ μετά πρώτοισι πονεῖτο, αὐτὸς δὲ ἐν τοῖς πρώτοις ἐνήργει, Ἰλ. Ι. 12· πρβλ. κατωτέρω Β. ΙΙ. 1. 3) [[πάσχω]] ἐκ νόσου, εἶμαι [[ἀσθενής]], νοσῶ, Θουκ. 2. 51. ΙΙ. μετὰ αἰτ., [[ἐργάζομαι]] μετὰ κόπου εἴς τι, [[κάμνω]] τι μετὰ κόπου ἢ φροντίδος, τύμβον Ἰλ. Ψ. 245· ταῦτ’ ἐπονεῖτο ἱδυίῃσι πραπίδεσσι Σ. 380· ὅπλα... πονησάμενοι κατὰ νῆα Ὀδ. Λ. 9· πονησάμενος τὰ ἅ ἔργα Ὀδ. Ι. 250, 310, πρβλ. Ἰλ. Ι. 348, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 430· πονεύμενος [[ἕρκος]] ἀλωῆς Μόσχ. 4. 101· πεπονήατο δαῖτα γέροντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 263. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474. Β. Μεθ’ Ὅμηρον ἐπικρατεῖ ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] [[πονέω]]· μέλλ. πονήσω Αἰσχύλ. Πρ. 343, Πλάτ. Πολ. 410Β, Ἱππ. 589. 50., 592. 38· μεταγεν. πονέσω Ἀριστ. Μηχαν. 25. 2, καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τῶν Ἱπποκράτους Ἀφορισμῶν 1250· ― ἀόρ, ἐπόνησα, Δωρ. -ᾱσα, Εὐρ. Ἱππ. 1369, Πλάτ. Πολ. 462D, Ἱππ. 391. 49, Θεόκρ. 15. 80· μεταγεν. ἐπόνεσα Πολύαιν. 3. 10, 6 κτλ., καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἱππ. 447. 42., 451. 39, κτλ. ― πρκμ. πεπόνηκα Ἀριστοφ. Εἰρ. 820, Ξεν.· ὑπερσ. ἐπεπονήκει Θουκ. 7. 38. ― Παθ., ἀόρ. ἐπονήθην (ἐξ-) ὁ αὐτ. 6. 31, Δωρ. ὑποτακτ. ποναθῇ (ᾱ) Πινδ. Ο. 6. 16· πρκμ. πεπόνημαι Σοφ. Τρ. 985, Πλάτ. Φαῖδρ. 232Α (ἴδε ἐν τέλ.)· Ι. ἀμεταβ., [[ἐργάζομαι]], κοπιῶ, περὶ [[λήιον]] Ἡρόδ. 2. 14· ἐς ἄκαιρα πονεῖν Θέογν. 919· ἄλλως, [[μάτην]] π., κοπιῶ ματαίως, Σοφ. Ο. Τ. 1151, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν 501· μετ’ αἰτ., τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει [[μάτην]] Αἰσχύλ. Πρ. 44· ἀνήνυτα π. Πλάτ. Πολ. 531Α· σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τις... [[αἶνος]] ἐπ’ ἀνδρὶ θείῳ... πονήσει; ([[ἔνθα]] ὁ Stanley προτείνει αἶνον, τίς θὰ κοπιάσῃ διὰ νὰ ἐπαινέσῃ...;) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1550. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., π. πόνον, μόχθους Αἰσχύλ. Πέρσ. 682, Σοφ. Φιλ. 1419, Εὐρ. Ἱππ. 1369, Ἑκάβ. 779, Πλάτ. κτλ.· οὕτω, ἅμιλλαν ποδοῖν π. Εὐρ. Ι. Α. 212· πολλὰ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 577· ― μετὰ προσδιορισμῶν, π. τινι, [[πάσχω]] εἴς τι ἢ ἔκ τινος, Πινδ. Ν. 7. 53· δίψει Αἰσχύλ. Πέρσ. 484· γλωχῖνι πικρᾷ Σοφ. Τρ. 681· ὑπὸ χειμῶνος Ἀντιφῶν 116. 25· τῇ κυήσει Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17. 3· ― μετ’ αἰτ., τοῦ κατά τι, πονεῖν τὰ σκέλη Ἀριστοφ. Εἰρ. 820· τὴν κεφαλήν, τοὺς ὀφθαλμούς, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 31, 5, κ. ἀλλ.· ― καὶ ἀπολ., διατελῶ ὑπὸ νόσον, [[πάσχω]], [[ὑποφέρω]], Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 8· ἅπαν συμπαθὲς ἑνὸς μορίου πονήσαντος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 65· ἐπὶ στρατοῦ, στενοχωροῦμαι, πιέζομαι, [[πάσχω]], Θουκ. 5. 73, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 21, κτλ.· οὕτω καὶ ἐπὶ πλοίων, Θουκ. 7. 38· ἐπὶ ἐργαλείων, ὅπλων, καὶ τῶν τοιούτων, φθείρομαι, συντρίβομαι, θραύομαι, «χαλνῶ», Δημ. 293. 4, Πολύβ. 3. 49, 11, πρβλ. Wessel. Διόδ. 1. σ. 499. 3) παθ., ἀπροσ., οὐκ ἄλλως αὐτοῖς πεπόνηται = πεπονήκασι Πλάτ. Φαῖδρ. 232Α. ΙΙ. μεταβ. 1) μετ’ αἰτ. προσ., [[θλίβω]], λυπῶ, Πινδ. Π. 4. 268. ― Παθ., θλίβομαι, [[πάσχω]] ἰσχυρῶς, καταπονοῦμαι, [[ὑποφέρω]], ὀδύναις πεπονημένος Σοφ. Τρ. 985· πόλεως πονουμένης τῷ πολέμῳ Θουκ. 4. 59· τόν τε θνήσκοντα καὶ τὸν πονούμενον ὁ αὐτ. 2. 51. ― καταπονοῦμαι [[ἕνεκα]] δρόμου, L. Dind. εἰς Ξεν. Ἱππ. σ. xxiv. β) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], παιδεύομαι, ἐκπαιδεύομαι, ἀσκοῦμαι, πεπόνηται ὁ πολιτικὸς περὶ τὴν ἀρετὴν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 13, 2· πεπ. ἔχειν τὴν ἕξιν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 16, 13· εὖ πεπ. Θεόκρ. 13. 14. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ὡς τὸ ἐκπονῶ, [[κερδαίνω]], κτῶμαι, διὰ κόπου καὶ μόχθου, χρήματα Ξεν. Ἀν. 7. 6, 41. ― Παθ., κερδαίνομαι ἢ κατορθοῦμαι διὰ κόπου, καλὸν εἴ τι ποναθῇ Πινδ. Ο. 6. 17, πρβλ. Π. 9. 166. ― Ὁ κανὼν γραμματικῶν τινων (Ἐτυμ. Μέγ. 130. 3, Α. Β. 1411), καθ’ ὃν [[ὅταν]] τὸ [[πονέω]] σημαίνῃ κοπιῶ, μετὰ κόπου [[ἐργάζομαι]], ἔχει μέλλ. καὶ ἀόρ. πονήσω, ἐπόνησα, [[ὅταν]] δὲ σημαίνῃ ἔχω πόνον, ἀλγῶ, ἔχει μέλλ. καὶ ἀόρ. πονέσω, ἐπόνεσα, δὲν δικαιολογεῖται ἐκ τῶν παραδειγμάτων (ἴδε ἀνωτέρ.) ― Ὁ μέσ. μέλλ. καταπονήσομαι κεῖται ὡς μεταβατ. παρὰ Διοδ. 11. 15· [[οὕτως]] ὁ παθ. ἀόρ. πονήθη ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 170. 6· [[εἶναι]] δὲ ἡνωμέναι ἥ τε ἀμετάβ. καὶ ἡ μεταβατ. [[σημασία]] ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 36. 14. καὶ 15.
|elnltext=πονέω [πόνος, πένομαι] ep. inf. πονέεσθαι; ep. imperf. med. 3 sing. πονεῖτο; poët. aor. πόνησα, Dor. 3 plur. ἐπόνᾱσαν, ep. med. 3 sing. πονήσατο, ep. conj. πονήσομαι; Dor. conj. aor. pass. 3 sing. πονᾱθῇ; perf. med. 3 plur. πεπόνηνται, Ion. πεπονέαται, Dor. ptc. med.-pass. πεπονᾱμένος, ep. en later plqperf. med.-pass. πεπονήμην; fut. med. 2 sing. πονέσῃ intrans. zich inspannen, zwoegen, met adv.:; ἄλλως vergeefse moeite doen Soph. OT 1151; met acc. v. h. inw. obj.:; ἅμιλλαν δ’ ἐπόνει ποδῶν hij zwoegde in een hardloopwedstrijd Eur. IA 212; onpers. pass..; οὐκ ἄλλως αὐτοῖς πεπόνηται hun moeite is niet voor niets geweest Plat. Phaedr. 232a; bij Hom. steeds med..; αἱ δ’ αὐτοῦ κατὰ δώματ ( α )... πονέοντο zij waren daar in het paleis druk in de weer Od. 20.159; met ptc..; νῦν ὄφελεν κατὰ πάντας ἀριστῆας πονέεσθαι λισσόμενος nu had hij zich bij alle aanvoerders met smeekbeden moeten inspannen Il. 10.117; spec. van gevechten. ὣς οἱ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην zo zwoegden zij in de hevige strijd Il. 5.84. pijn hebben (aan), met acc. resp.:; πονῶν πλευράν met hevige pijn in zijn zijde Soph. Tr. 681; πεπόνηκα... τὼ σκέλει ik heb vreselijke pijn aan mijn benen Aristoph. Pax 820; met dat.:; δίψῃ πονοῦντες stervend van de dorst Aeschl. Pers. 484; in slechte toestand verkeren, lijden:. οἱ δὲ πολέμιοι ὡς ἑώρων πονοῦντας τοὺς σφετέρους toen de vijanden zagen dat hun manschappen in de problemen zaten Xen. Cyr. 1.4.21; πονησάντων αὐτῷ τῶν σκευῶν toen de touwen van zijn schip het niet meer konden houden Dem. 18.194; οἱ διαπεφευγότες τόν τε θνῄσκοντα καὶ τὸν πονούμενον ᾠκτίζοντο degenen die het hadden overleefd hadden medelijden met de stervenden en de zieken Thuc. 2.51.6. met acc. door arbeid tot stand brengen, bij Hom. steeds med..; ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι toen we alle tuigage in orde hadden gebracht Od. 11.9; door inspanning winnen; τὰ χρήματα ἃ ἡμεῖς ἐπονήσαμεν de rijke buit wij moeizaam hebben gewonnen Xen. An. 7.6.41; intensief trainen:. τὸν... Χείρων ἐξεπόνησεν die (Achilles) Chiron intensief heeft getraind Eur. IA 209; πεπονημένη ἕξις een getrainde conditie Aristot. Pol. 1335b8. pijn doen, kwellen, meestal pass.: πεπονημένος ἀλλήκτοις ὀδύναις gepijnigd door onophoudelijke pijnen Soph. Tr. 985.
}}
{{elru
|elrutext='''πονέω:''' (Hom. [[только]] med., [[позже]] преимущ. act.)<br /><b class="num">1)</b> [[трудиться]], [[работать]], [[быть занятым]] (π. τινι, περί τι и [[κατά]] τι Hom. etc.): πόνους π. Soph. [[переносить труды]]; πολλὰ π. Eur. [[много трудиться]] (ср. 2); [[πονέεσθαι]] κατὰ ὑσμίνην Hom. [[быть занятым битвой]]; περὶ [[λήϊον]] π. Her. [[трудиться на пашне]]; [[ἄλλως]] π. Soph., [[μάτην]] π. Eur. и [[ἀνήνυτα]] π. Plat. [[трудиться понапрасну]]; ἅμιλλαν π. Eur. [[принимать участие в состязании]]; π. [[ἡδέως]] εἴς τι Xen. с удовольствием заниматься чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[делать]], [[выполнять]] (τὰ ἃ ἔργα Hom.): πολλὰ [[πονέεσθαι]] Hom. [[многое совершить]] (ср. 1); [[πονέεσθαι]] τύμβον Hom. [[возводить курган]];<br /><b class="num">3)</b> [[изготовлять]] ([[πονέεσθαι]], sc. τρίποδας Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[тщательно расставлять]], [[убирать]] ([[πονέεσθαι]] [[ὅπλα]] ἕκαστα κατὰ [[νῆα]] Hom.);<br /><b class="num">5)</b> [[зарабатывать]], [[добывать]] (тяжелым) [[трудом]] (τὰ χρήματα, ἃ [[ἡμεῖς]] ἐπονήσαμεν Xen.);<br /><b class="num">6)</b> med. [[сражаться]]: οἵ μιν ἴδοντο πονεύμενον Hom. те, которые видели его сражающимся;<br /><b class="num">7)</b> [[страдать]], [[мучиться]], [[томиться]] (δίψει Aesch.): π. πλευρὰν γλωχῖνι Soph. [[страдать от стрелы]], (засевшей) в боку; πεπόνηκα τὼ σκέλη Arph. [[у меня болят ноги]]; ὀδύναις πεπονημένος Soph. [[измученный страданиями]];<br /><b class="num">8)</b> [[попасть в трудное положение]], [[быть теснимым или находиться в окружении]] (οἱ πολέμιοι πονοῦντες Xen.): τὸ [[εὐώνυμον]] πονοῦν Thuc. [[зажатый левый фланг]];<br /><b class="num">9)</b> [[быть больным]], [[болеть]] (π. τοὺς ὀφθαλμούς Arst.): ὁ [[πονούμενος]] Thuc. [[больной]];<br /><b class="num">10)</b> [[быть повреждаемым]] (поврежденным), [[пострадать]] (πονουμένη [[μάλιστα]] τῷ πολέμῳ, sc. [[πόλις]] Thuc.): ἐπισκευάζειν τὰς [[ναῦς]], εἴ τίς τι ἐπεπονήκει Thuc. починить суда, если какое-л. (из них) окажется поврежденным; πεπονηκότα [[ὅπλα]] Polyb. [[испорченное оружие]].
}}
}}
{{Slater
{{Slater
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πονέω:''' πονέομαι·<br /><b class="num">Α.</b> στα αρχ. ελλ., μόνο ως αποθ. <i>πονέομαι</i>, Επικ. απαρ. <i>-έεσθαι</i>, παρατ. <i>ἐπονεῖτο</i>, Επικ. <i>πονεῖτο</i>· μέλ. [[πονήσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐπονησάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>πονήσατο</i>, επίσης <i>ἐπονήθην</i>· παρακ. <i>πεπόνημαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. <i>-έαται</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>πεπόνητο</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> απόλ., [[δουλεύω]] σκληρά, [[κοπιάζω]], [[μοχθώ]], σε Όμηρ.· <i>περὶ δόρπα πονέοντο</i>, ασχολούνταν με το [[δείπνο]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>πεπόνητο καθ' ἵππους</i>, ήταν απασχολημένος με τα άλογα, λέγεται για τον ηνίοχο, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., είμαι [[λυπημένος]], θλίβομαι, στον ίδ.· [[υποφέρω]], είμαι [[ασθενής]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[εργάζομαι]] σκληρά, κάνω [[κάτι]] με κόπο ή [[φροντίδα]], σε Όμηρ., Ησίοδ. <b>Β.</b> μεταγεν. του Ομήρ. επικρατεί ο Ενεργ. [[τύπος]]· μέλ. <i>πονήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπόνησα</i>, Δωρ. <i>-ᾱσα</i>, παρακ. <i>πεπόνηκα</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπεπονήκει</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐπονήθην</i>, Δωρ. υποτ. <i>ποναθῇ</i> (<i>ᾱ</i>), παρακ. <i>πεπόνημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[εργάζομαι]], [[κοπιάζω]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· [[μάτην]] [[πονέω]], [[κοπιάζω]] [[μάταια]], σε Σοφ.· με αιτ., <i>τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει</i>, μην κοπιάζεις [[μάταια]] για πράγματα που δεν ωφελούν, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αιτ., [[πονέω]] πόνον, <i>μόχθους</i>, [[αντέχω]], [[αντιμετωπίζω]], σε Τραγ.· επίσης με αιτ. πράγμ., <i>πονεῖν τὰ σκέλη</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[μοχθώ]], πιέζομαι, [[υποφέρω]], σε Θουκ., Ξεν.· φθείρομαι, συντρίβομαι, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ. απρόσ., οὐκ [[ἄλλως]] αὐτοῖς πεπόνηται = πεπονήκασι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., <b>1. α)</b> με αιτ. προσ., [[θλίβω]], λυπώ (κάποιον), σε Πίνδ. — Παθ., φθείρομαι, [[υποφέρω]] φοβερά, σε Σοφ., Θουκ. <b>β)</b> Παθ. επίσης, παιδεύομαι, εκπαιδεύομαι, σε Αριστ., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., όπως <i>ἐκπονεῖν</i>, [[κερδίζω]] με [[εργασία]] ή κόπο, <i>χρήματα</i>, σε Ξεν.· Παθ., κερδίζομαι ή κατορθώνομαι με κόπο, σε Πίνδ.
|lsmtext='''πονέω:''' πονέομαι·<br /><b class="num">Α.</b> στα αρχ. ελλ., μόνο ως αποθ. <i>πονέομαι</i>, Επικ. απαρ. <i>-έεσθαι</i>, παρατ. <i>ἐπονεῖτο</i>, Επικ. <i>πονεῖτο</i>· μέλ. [[πονήσομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐπονησάμην</i>, Επικ. γʹ ενικ. <i>πονήσατο</i>, επίσης <i>ἐπονήθην</i>· παρακ. <i>πεπόνημαι</i>, Ιων. γʹ πληθ. <i>-έαται</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>πεπόνητο</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> απόλ., [[δουλεύω]] σκληρά, [[κοπιάζω]], [[μοχθώ]], σε Όμηρ.· <i>περὶ δόρπα πονέοντο</i>, ασχολούνταν με το [[δείπνο]], σε Ομήρ. Ιλ.· ομοίως, <i>πεπόνητο καθ' ἵππους</i>, ήταν απασχολημένος με τα άλογα, λέγεται για τον ηνίοχο, στο ίδ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., είμαι [[λυπημένος]], θλίβομαι, στον ίδ.· [[υποφέρω]], είμαι [[ασθενής]], σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> με αιτ., [[εργάζομαι]] σκληρά, κάνω [[κάτι]] με κόπο ή [[φροντίδα]], σε Όμηρ., Ησίοδ. <b>Β.</b> μεταγεν. του Ομήρ. επικρατεί ο Ενεργ. [[τύπος]]· μέλ. <i>πονήσω</i>, αόρ. αʹ <i>ἐπόνησα</i>, Δωρ. <i>-ᾱσα</i>, παρακ. <i>πεπόνηκα</i>· γʹ ενικ. υπερσ. <i>ἐπεπονήκει</i> — Παθ., αόρ. αʹ <i>ἐπονήθην</i>, Δωρ. υποτ. <i>ποναθῇ</i> (<i>ᾱ</i>), παρακ. <i>πεπόνημαι</i>·<br /><b class="num">I. 1.</b> αμτβ., [[εργάζομαι]], [[κοπιάζω]], σε Θέογν., Ηρόδ., Αττ.· [[μάτην]] [[πονέω]], [[κοπιάζω]] [[μάταια]], σε Σοφ.· με αιτ., <i>τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει</i>, μην κοπιάζεις [[μάταια]] για πράγματα που δεν ωφελούν, σε Αισχύλ.<br /><b class="num">2.</b> με σύστ. αιτ., [[πονέω]] πόνον, <i>μόχθους</i>, [[αντέχω]], [[αντιμετωπίζω]], σε Τραγ.· επίσης με αιτ. πράγμ., <i>πονεῖν τὰ σκέλη</i>, σε Αριστοφ.<br /><b class="num">3.</b> απόλ., [[μοχθώ]], πιέζομαι, [[υποφέρω]], σε Θουκ., Ξεν.· φθείρομαι, συντρίβομαι, σε Δημ.<br /><b class="num">4.</b> Παθ. απρόσ., οὐκ [[ἄλλως]] αὐτοῖς πεπόνηται = πεπονήκασι, σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> μτβ., <b>1. α)</b> με αιτ. προσ., [[θλίβω]], λυπώ (κάποιον), σε Πίνδ. — Παθ., φθείρομαι, [[υποφέρω]] φοβερά, σε Σοφ., Θουκ. <b>β)</b> Παθ. επίσης, παιδεύομαι, εκπαιδεύομαι, σε Αριστ., Θεόκρ.<br /><b class="num">2.</b> με αιτ. πράγμ., όπως <i>ἐκπονεῖν</i>, [[κερδίζω]] με [[εργασία]] ή κόπο, <i>χρήματα</i>, σε Ξεν.· Παθ., κερδίζομαι ή κατορθώνομαι με κόπο, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πονέω:''' (Hom. [[только]] med., [[позже]] преимущ. act.)<br /><b class="num">1)</b> [[трудиться]], [[работать]], [[быть занятым]] (π. τινι, περί τι и [[κατά]] τι Hom. etc.): πόνους π. Soph. [[переносить труды]]; πολλὰ π. Eur. [[много трудиться]] (ср. 2); [[πονέεσθαι]] κατὰ ὑσμίνην Hom. [[быть занятым битвой]]; περὶ [[λήϊον]] π. Her. [[трудиться на пашне]]; [[ἄλλως]] π. Soph., [[μάτην]] π. Eur. и [[ἀνήνυτα]] π. Plat. [[трудиться понапрасну]]; ἅμιλλαν π. Eur. [[принимать участие в состязании]]; π. [[ἡδέως]] εἴς τι Xen. с удовольствием заниматься чем-л.;<br /><b class="num">2)</b> [[делать]], [[выполнять]] (τὰ ἃ ἔργα Hom.): πολλὰ [[πονέεσθαι]] Hom. [[многое совершить]] (ср. 1); [[πονέεσθαι]] τύμβον Hom. [[возводить курган]];<br /><b class="num">3)</b> [[изготовлять]] ([[πονέεσθαι]], sc. τρίποδας Hom.);<br /><b class="num">4)</b> [[тщательно расставлять]], [[убирать]] ([[πονέεσθαι]] [[ὅπλα]] ἕκαστα κατὰ [[νῆα]] Hom.);<br /><b class="num">5)</b> [[зарабатывать]], [[добывать]] (тяжелым) [[трудом]] (τὰ χρήματα, ἃ [[ἡμεῖς]] ἐπονήσαμεν Xen.);<br /><b class="num">6)</b> med. [[сражаться]]: οἵ μιν ἴδοντο πονεύμενον Hom. те, которые видели его сражающимся;<br /><b class="num">7)</b> [[страдать]], [[мучиться]], [[томиться]] (δίψει Aesch.): π. πλευρὰν γλωχῖνι Soph. [[страдать от стрелы]], (засевшей) в боку; πεπόνηκα τὼ σκέλη Arph. [[у меня болят ноги]]; ὀδύναις πεπονημένος Soph. [[измученный страданиями]];<br /><b class="num">8)</b> [[попасть в трудное положение]], [[быть теснимым или находиться в окружении]] (οἱ πολέμιοι πονοῦντες Xen.): τὸ [[εὐώνυμον]] πονοῦν Thuc. [[зажатый левый фланг]];<br /><b class="num">9)</b> [[быть больным]], [[болеть]] (π. τοὺς ὀφθαλμούς Arst.): ὁ [[πονούμενος]] Thuc. [[больной]];<br /><b class="num">10)</b> [[быть повреждаемым]] (поврежденным), [[пострадать]] (πονουμένη [[μάλιστα]] τῷ πολέμῳ, sc. ἡ [[πόλις]] Thuc.): ἐπισκευάζειν τὰς [[ναῦς]], εἴ τίς τι ἐπεπονήκει Thuc. починить суда, если какое-л. (из них) окажется поврежденным; πεπονηκότα [[ὅπλα]] Polyb. [[испорченное оружие]].
|lstext='''πονέω''': πονέομαι. Α. ἐν τῇ παναρχαίᾳ Ἑλληνικῇ εὕρηται μόνον ὡς ἀποθ., πονέομαι, ἀπαρ. -έεσθαι, Ἰλ.· παρατ. ἐπονεῖτο (συνεσταλμ.) Ἰλ.: μέλλ. πονήσομαι Ὀδ. Χ. 377, Ἱππ. 592. 1· ἀλλὰ πονέσομαι Λουκ. Ὄνος 9· ― ἀόρ. ἐπονησάμην, Ἐπικ. πονήσατο Ὅμ.· (δια-) Πλάτ., Ξεν.· [[ὡσαύτως]] ἐπονήθην Εὐρ. Ἑλ. 1509, (δια-) Ἰσοκρ. π. Ἀντιδ, § 286 (267)· ― πρκμ. πεπόνημαι, Ἰων. γ΄ πληθ. -έαται Ἡρόδ. 2. 63, Ἀττ. -ηνται Πλάτ. Φίληβ. 58Ε· ὑπερσ. πεπόνητο Ἰλ. Ο. 447, Ἐπικ. γ΄ πληθ. -ήατο Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 263. Ι. ἀπολ., κοπιῶ, μοχθῶ, ὡς ἐπονεῖτο Ἰλ. Β. 409· ὄφελον πονέεσθαι λισσόμενος, ἔπρεπε νὰ κοπιάσῃ παρακαλῶν, Κ. 117· ὅπλα..., τοῖς ἐπονεῖτο, τὰ χαλκευτικὰ ἐργαλεῖα δι’ ὧν εἰργάζετο, Σ. 413, πρβλ. Ὀδ. Π. 23· περὶ δόρπα... πονέοντο, ἠσχολοῦντο, κατεγίνοντο περὶ τὸ [[δεῖπνον]], Ἰλ. Ω 444, πρβλ. Ἡρόδ. 2. 63· οὕτω, πεπόνητο καθ’ ἵππους, ἦτο ἐνησχολημένος περὶ τοὺς ἵππους, ἐπὶ ἡνιόχου, Ἰλ. Ο. 447· πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην, ἠγωνίζοντο κατὰ τὴν ἰσχυρὰν μάχην, Ε. 84, κτλ.· [[ἐντεῦθεν]] τὸ πονεῖσθαι, καθ’ ἑαυτὸ = μάχεσθαι, Δ. 374, Ν. 288· μεταγεν. π. τινος, εἶμαι ἐνησχολημένος εἴς τι, Ἄρατ. 82, πρβλ. 758. 2) ἐνεργῶ, αὐτὸς δὲ μετά πρώτοισι πονεῖτο, αὐτὸς δὲ ἐν τοῖς πρώτοις ἐνήργει, Ἰλ. Ι. 12· πρβλ. κατωτέρω Β. ΙΙ. 1. 3) [[πάσχω]] ἐκ νόσου, εἶμαι [[ἀσθενής]], νοσῶ, Θουκ. 2. 51. ΙΙ. μετὰ αἰτ., [[ἐργάζομαι]] μετὰ κόπου εἴς τι, [[κάμνω]] τι μετὰ κόπου ἢ φροντίδος, τύμβον Ἰλ. Ψ. 245· ταῦτ’ ἐπονεῖτο ἱδυίῃσι πραπίδεσσι Σ. 380· ὅπλα... πονησάμενοι κατὰ νῆα Ὀδ. Λ. 9· πονησάμενος τὰ ἅ ἔργα Ὀδ. Ι. 250, 310, πρβλ. Ἰλ. Ι. 348, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 430· πονεύμενος [[ἕρκος]] ἀλωῆς Μόσχ. 4. 101· πεπονήατο δαῖτα γέροντι Ἀπολλ. Ρόδ. Β. 263. ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 474. Β. Μεθ’ Ὅμηρον ἐπικρατεῖ ὁ ἐνεργ. [[τύπος]] [[πονέω]]· μέλλ. πονήσω Αἰσχύλ. Πρ. 343, Πλάτ. Πολ. 410Β, Ἱππ. 589. 50., 592. 38· μεταγεν. πονέσω Ἀριστ. Μηχαν. 25. 2, καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τῶν Ἱπποκράτους Ἀφορισμῶν 1250· ― ἀόρ, ἐπόνησα, Δωρ. -ᾱσα, Εὐρ. Ἱππ. 1369, Πλάτ. Πολ. 462D, Ἱππ. 391. 49, Θεόκρ. 15. 80· μεταγεν. ἐπόνεσα Πολύαιν. 3. 10, 6 κτλ., καὶ ἐν τοῖς Ἀντιγράφοις τοῦ Ἱππ. 447. 42., 451. 39, κτλ. ― πρκμ. πεπόνηκα Ἀριστοφ. Εἰρ. 820, Ξεν.· ὑπερσ. ἐπεπονήκει Θουκ. 7. 38. ― Παθ., ἀόρ. ἐπονήθην (ἐξ-) ὁ αὐτ. 6. 31, Δωρ. ὑποτακτ. ποναθῇ (ᾱ) Πινδ. Ο. 6. 16· πρκμ. πεπόνημαι Σοφ. Τρ. 985, Πλάτ. Φαῖδρ. 232Α (ἴδε ἐν τέλ.)· Ι. ἀμεταβ., [[ἐργάζομαι]], κοπιῶ, περὶ [[λήιον]] Ἡρόδ. 2. 14· ἐς ἄκαιρα πονεῖν Θέογν. 919· ἄλλως, [[μάτην]] π., κοπιῶ ματαίως, Σοφ. Ο. Τ. 1151, Εὐρ. Ἡρ. Μαιν 501· μετ’ αἰτ., τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει [[μάτην]] Αἰσχύλ. Πρ. 44· ἀνήνυτα π. Πλάτ. Πολ. 531Α· σπανίως ἐπὶ πραγμάτων, τις... [[αἶνος]] ἐπ’ ἀνδρὶ θείῳ... πονήσει; ([[ἔνθα]] ὁ Stanley προτείνει αἶνον, τίς θὰ κοπιάσῃ διὰ νὰ ἐπαινέσῃ...;) Αἰσχύλ. Ἀγ. 1550. 2) μετὰ συστοίχ. αἰτ., π. πόνον, μόχθους Αἰσχύλ. Πέρσ. 682, Σοφ. Φιλ. 1419, Εὐρ. Ἱππ. 1369, Ἑκάβ. 779, Πλάτ. κτλ.· οὕτω, ἅμιλλαν ποδοῖν π. Εὐρ. Ι. Α. 212· πολλὰ π. ὁ αὐτ. ἐν Ἱκέτ. 577· ― μετὰ προσδιορισμῶν, π. τινι, [[πάσχω]] εἴς τι ἢ ἔκ τινος, Πινδ. Ν. 7. 53· δίψει Αἰσχύλ. Πέρσ. 484· γλωχῖνι πικρᾷ Σοφ. Τρ. 681· ὑπὸ χειμῶνος Ἀντιφῶν 116. 25· τῇ κυήσει Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17. 3· ― μετ’ αἰτ., τοῦ κατά τι, πονεῖν τὰ σκέλη Ἀριστοφ. Εἰρ. 820· τὴν κεφαλήν, τοὺς ὀφθαλμούς, κτλ., Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 31, 5, κ. ἀλλ.· ― καὶ ἀπολ., διατελῶ ὑπὸ νόσον, [[πάσχω]], [[ὑποφέρω]], Ἱππ. περὶ Ἀρχ. Ἰητρ. 8· ἅπαν συμπαθὲς ἑνὸς μορίου πονήσαντος Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 10, 65· ἐπὶ στρατοῦ, στενοχωροῦμαι, πιέζομαι, [[πάσχω]], Θουκ. 5. 73, Ξεν. Κύρ. 1. 4, 21, κτλ.· οὕτω καὶ ἐπὶ πλοίων, Θουκ. 7. 38· ἐπὶ ἐργαλείων, ὅπλων, καὶ τῶν τοιούτων, φθείρομαι, συντρίβομαι, θραύομαι, «χαλνῶ», Δημ. 293. 4, Πολύβ. 3. 49, 11, πρβλ. Wessel. Διόδ. 1. σ. 499. 3) παθ., ἀπροσ., οὐκ ἄλλως αὐτοῖς πεπόνηται = πεπονήκασι Πλάτ. Φαῖδρ. 232Α. ΙΙ. μεταβ. 1) μετ’ αἰτ. προσ., [[θλίβω]], λυπῶ, Πινδ. Π. 4. 268. ― Παθ., θλίβομαι, [[πάσχω]] ἰσχυρῶς, καταπονοῦμαι, [[ὑποφέρω]], ὀδύναις πεπονημένος Σοφ. Τρ. 985· πόλεως πονουμένης τῷ πολέμῳ Θουκ. 4. 59· τόν τε θνήσκοντα καὶ τὸν πονούμενον ὁ αὐτ. 2. 51. ― καταπονοῦμαι [[ἕνεκα]] δρόμου, L. Dind. εἰς Ξεν. Ἱππ. σ. xxiv. β) ἐν τῷ παθ. [[ὡσαύτως]], παιδεύομαι, ἐκπαιδεύομαι, ἀσκοῦμαι, πεπόνηται ὁ πολιτικὸς περὶ τὴν ἀρετὴν Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 13, 2· πεπ. ἔχειν τὴν ἕξιν ὁ αὐτ. ἐν Πολιτικ. 7. 16, 13· εὖ πεπ. Θεόκρ. 13. 14. 2) μετ’ αἰτ. πράγμ., ὡς τὸ ἐκπονῶ, [[κερδαίνω]], κτῶμαι, διὰ κόπου καὶ μόχθου, χρήματα Ξεν. Ἀν. 7. 6, 41. ― Παθ., κερδαίνομαι ἢ κατορθοῦμαι διὰ κόπου, καλὸν εἴ τι ποναθῇ Πινδ. Ο. 6. 17, πρβλ. Π. 9. 166. ― Ὁ κανὼν γραμματικῶν τινων (Ἐτυμ. Μέγ. 130. 3, Α. Β. 1411), καθ’ ὃν [[ὅταν]] τὸ [[πονέω]] σημαίνῃ κοπιῶ, μετὰ κόπου [[ἐργάζομαι]], ἔχει μέλλ. καὶ ἀόρ. πονήσω, ἐπόνησα, [[ὅταν]] δὲ σημαίνῃ ἔχω πόνον, ἀλγῶ, ἔχει μέλλ. καὶ ἀόρ. πονέσω, ἐπόνεσα, δὲν δικαιολογεῖται ἐκ τῶν παραδειγμάτων (ἴδε ἀνωτέρ.) ― Ὁ μέσ. μέλλ. καταπονήσομαι κεῖται ὡς μεταβατ. παρὰ Διοδ. 11. 15· [[οὕτως]] ὁ παθ. ἀόρ. πονήθη ἐν Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 170. 6· [[εἶναι]] δὲ ἡνωμέναι ἥ τε ἀμετάβ. καὶ ἡ μεταβατ. [[σημασία]] ἐν τοῖς Ἀνακρεοντ. 36. 14. καὶ 15.
}}
{{elnl
|elnltext=πονέω [πόνος, πένομαι] ep. inf. πονέεσθαι; ep. imperf. med. 3 sing. πονεῖτο; poët. aor. πόνησα, Dor. 3 plur. ἐπόνᾱσαν, ep. med. 3 sing. πονήσατο, ep. conj. πονήσομαι; Dor. conj. aor. pass. 3 sing. πονᾱθῇ; perf. med. 3 plur. πεπόνηνται, Ion. πεπονέαται, Dor. ptc. med.-pass. πεπονᾱμένος, ep. en later plqperf. med.-pass. πεπονήμην; fut. med. 2 sing. πονέσῃ intrans. zich inspannen, zwoegen, met adv.:; ἄλλως vergeefse moeite doen Soph. OT 1151; met acc. v. h. inw. obj.:; ἅμιλλαν δ’ ἐπόνει ποδῶν hij zwoegde in een hardloopwedstrijd Eur. IA 212; onpers. pass..; οὐκ ἄλλως αὐτοῖς πεπόνηται hun moeite is niet voor niets geweest Plat. Phaedr. 232a; bij Hom. steeds med..; αἱ δ’ αὐτοῦ κατὰ δώματ ( α )... πονέοντο zij waren daar in het paleis druk in de weer Od. 20.159; met ptc..; νῦν ὄφελεν κατὰ πάντας ἀριστῆας πονέεσθαι λισσόμενος nu had hij zich bij alle aanvoerders met smeekbeden moeten inspannen Il. 10.117; spec. van gevechten. ὣς οἱ μὲν πονέοντο κατὰ κρατερὴν ὑσμίνην zo zwoegden zij in de hevige strijd Il. 5.84. pijn hebben (aan), met acc. resp.:; πονῶν πλευράν met hevige pijn in zijn zijde Soph. Tr. 681; πεπόνηκα... τὼ σκέλει ik heb vreselijke pijn aan mijn benen Aristoph. Pax 820; met dat.:; δίψῃ πονοῦντες stervend van de dorst Aeschl. Pers. 484; in slechte toestand verkeren, lijden:. οἱ δὲ πολέμιοι ὡς ἑώρων πονοῦντας τοὺς σφετέρους toen de vijanden zagen dat hun manschappen in de problemen zaten Xen. Cyr. 1.4.21; πονησάντων αὐτῷ τῶν σκευῶν toen de touwen van zijn schip het niet meer konden houden Dem. 18.194; οἱ διαπεφευγότες τόν τε θνῄσκοντα καὶ τὸν πονούμενον ᾠκτίζοντο degenen die het hadden overleefd hadden medelijden met de stervenden en de zieken Thuc. 2.51.6. met acc. door arbeid tot stand brengen, bij Hom. steeds med..; ὅπλα ἕκαστα πονησάμενοι toen we alle tuigage in orde hadden gebracht Od. 11.9; door inspanning winnen; τὰ χρήματα ἃ ἡμεῖς ἐπονήσαμεν de rijke buit wij moeizaam hebben gewonnen Xen. An. 7.6.41; intensief trainen:. τὸν... Χείρων ἐξεπόνησεν die (Achilles) Chiron intensief heeft getraind Eur. IA 209; πεπονημένη ἕξις een getrainde conditie Aristot. Pol. 1335b8. pijn doen, kwellen, meestal pass.: πεπονημένος ἀλλήκτοις ὀδύναις gepijnigd door onophoudelijke pijnen Soph. Tr. 985.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=<br />A. in [[early]] Greek only as Dep.<br /><b class="num">I.</b> absol. to [[work]] [[hard]], do [[work]], [[suffer]] [[toil]], Hom.; περὶ δόρπα πονέοντο were busied [[about]] [[their]] [[supper]], Il.; so, πεπόνητο καθ' ἵππους was [[busy]] with the horses, of a [[charioteer]], Il.<br /><b class="num">2.</b> metaph. to be in [[distress]], to [[distress]] [[oneself]], Il.:— to [[suffer]], be [[sick]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. to [[work]] [[hard]] at, to make or do with pains or [[care]], Hom., Hes.<br />B. [[after]] Hom., the act. [[form]] prevails<br /><b class="num">I.</b> intr. to [[toil]], [[labour]], Theogn., Hdt., [[attic]]; [[μάτην]] π. to [[labour]] in [[vain]], Soph.; c. acc., τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει do not [[labour]] at things that [[profit]] not, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. cogn., π. πόνον, μόχθους to go [[through]], [[suffer]] them, Trag.; also c. acc. partis, πονεῖν τὰ σκέλη Ar.<br /><b class="num">3.</b> absol. to [[labour]], be [[hard]]-pressed, [[suffer]], Thuc., Xen.: to be [[worn]] out, spoilt, Dem.<br /><b class="num">4.</b> Pass., impers., οὐκ [[ἄλλως]] αὐτοῖς πεπόνηται = πεπονήκασι, Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]],<br /><b class="num">1.</b> c. acc. pers. to [[afflict]], [[distress]], Pind.:—Pass. to be [[worn]] out, to [[suffer]] [[greatly]], Soph., Thuc.<br />b. Pass., also, to be [[trained]] or [[educated]], Arist., Theocr.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. rei, like ἐκπονεῖν, to [[gain]] by [[toil]] or [[labour]], χρήματα Xen.: Pass. to be won or achieved by [[toil]], Pind.
|mdlsjtxt=<br />A. in [[early]] Greek only as Dep.<br /><b class="num">I.</b> absol. to [[work]] [[hard]], do [[work]], [[suffer]] [[toil]], Hom.; περὶ δόρπα πονέοντο were busied [[about]] [[their]] [[supper]], Il.; so, πεπόνητο καθ' ἵππους was [[busy]] with the horses, of a [[charioteer]], Il.<br /><b class="num">2.</b> metaph. to be in [[distress]], to [[distress]] [[oneself]], Il.:— to [[suffer]], be [[sick]], Thuc.<br /><b class="num">II.</b> c. acc. to [[work]] [[hard]] at, to make or do with pains or [[care]], Hom., Hes.<br />B. [[after]] Hom., the act. [[form]] prevails<br /><b class="num">I.</b> intr. to [[toil]], [[labour]], Theogn., Hdt., [[attic]]; [[μάτην]] π. to [[labour]] in [[vain]], Soph.; c. acc., τὰ μηδὲν ὠφελοῦντα μὴ πόνει do not [[labour]] at things that [[profit]] not, Aesch.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. cogn., π. πόνον, μόχθους to go [[through]], [[suffer]] them, Trag.; also c. acc. partis, πονεῖν τὰ σκέλη Ar.<br /><b class="num">3.</b> absol. to [[labour]], be [[hard]]-pressed, [[suffer]], Thuc., Xen.: to be [[worn]] out, spoilt, Dem.<br /><b class="num">4.</b> Pass., impers., οὐκ [[ἄλλως]] αὐτοῖς πεπόνηται = πεπονήκασι, Plat.<br /><b class="num">II.</b> [[transitive|trans.]],<br /><b class="num">1.</b> c. acc. pers. to [[afflict]], [[distress]], Pind.:—Pass. to be [[worn]] out, to [[suffer]] [[greatly]], Soph., Thuc.<br />b. Pass., also, to be [[trained]] or [[educated]], Arist., Theocr.<br /><b class="num">2.</b> c. acc. rei, like ἐκπονεῖν, to [[gain]] by [[toil]] or [[labour]], χρήματα Xen.: Pass. to be won or achieved by [[toil]], Pind.
}}
}}