Anonymous

προηγέομαι: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=-οῦμαι;<br /><b>1</b> précéder : τὸ προηγούμενον [[στράτευμα]] XÉN l'avant-garde ; προηγεῖσθαι ὁδόν XÉN devancer sur la route ; avec un gén. : προηγεῖσθαί τινος précéder qqn <i>ou</i> qch;<br /><b>2</b> servir de guide, montrer le chemin : τινί, à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἡγέομαι]].
|btext=-οῦμαι;<br /><b>1</b> précéder : τὸ προηγούμενον [[στράτευμα]] XÉN l'avant-garde ; προηγεῖσθαι ὁδόν XÉN devancer sur la route ; avec un gén. : προηγεῖσθαί τινος précéder qqn <i>ou</i> qch;<br /><b>2</b> servir de guide, montrer le chemin : τινί, à qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[ἡγέομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προηγέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ., προπορεύομαι καὶ ὁδηγῶ, Ἡρόδ. 2. 48., 7. 40, Ξεν., κλπ.· τινι, ὁδηγῶ τινα, Ἀριστοφ. Πλ. 1195, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 1.· πρ. τὴν ὁδὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 6. 5, 10· εἶμαι ὁ [[ἡγούμενος]], ὁ πρῶτος, ὁ ἔχων τὸν λόγον ὡς [[ἀντιπρόσωπος]] τῶν ἄλλων, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 1, 27· προηγοῦμαι ἐν λόγῳ ἢ διηγήσει, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 210· ἐπὶ στρατιωτῶν, ἀποτελῶ τὴν ἐμπροσθοφυλακήν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 27· πρ. πᾱσι [τοῖς ποσίν], ἔχω τοὺς πόδας ἅπαντας ἐμπρός, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 17, 3. 2) μετὰ γεν., [[λαμβάνω]] τὴν ἀρχηγίαν, [[γίνομαι]] πρῶτος, τῶν προόδων ἄλλους [[προόδους]]... προηγεῖσθαι Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 5· πρ. τῆς πομπῆς Πολύβ. 12. 13, 11· ― παρὰ μεταγεν. μετ’ αἰτ., ἀλλήλους πρ. τῇ τιμῇ Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβϳ, 10. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ πῦρ μὲν ἀπὸ τούτων τῶν ἱερῶν προηγεῖται οὔποτε ἀποσβεννύμενον Ξεν. Λακ. 13, 3· ῥάβδοι πρ. ἑκάστω Πολύβ. 6. 53. 8. 3) μετοχ. προηγούμενος, η, ον, ὁ προπορευόμενος, τὸ πρ. [[στράτευμα]], ἡ «ἐμπροσθοφυλακή», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[οὐρά]], Ξεν. Ἀγησ. 2, 2· ὁ [[πρότερος]], ὁ προηγηθείς, γράμματα, [[λόγος]], κτλ., Πλουτ. Πομπ. 45, κτλ.· ― τὰ προηγούμενα, τὰ δεδομένα ἀφ’ ὧν τις συμπεραίνει, Λατ. data, posita, Πολύβ. 16. 16, 2. β) προηγούμενος, [[κύριος]], ὁ πρ. [[λόγος]], τὸ πρ. [[ἔργον]], κτλ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 20, 14., 2. 5, 4, κτλ.· τὸ πρ., κύριον, σπουδαῖον [[μέρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπηρετικόν, [[αὐτόθι]] 1. 20, 1, κτλ. γ) προηγούμενος, = [[ἡγούμενος]] μοναστηρίου Βασίλ. ΙΙΙ, 880Α.
|elnltext=προ-ηγέομαι intrans. vooropgaan; met acc. v. h. inw. obj..; προηγεῖσθε τὴν πρὸς τοὺς ἐναντίους gaat nu voorop op de weg naar de vijand Xen. An. 6.5.10; milit. de voorhoede vormen:; προηγοῦντο μὲν οἱ Ὑρκάνιοι de Hyrcaniërs vormden de voorhoede Xen. Cyr. 4.2.27; ptc. praes. προηγούμενος voorst, vooropgaand:. γράμμασι δὲ προηγουμένοις ἐδηλοῦτο τὰ γένη de (namen van de) volkeren werden aangeduid door bordjes ervoor Plut. Pomp. 45.2. met acc. voor... gaan, voorgaan:. τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι elkaar voorgaand in eerbetoon NT Rom. 12.10.
}}
{{elru
|elrutext='''προηγέομαι:''' [[идти впереди]], [[быть ведущим]], [[вести вперед]]: τὸ προηγούμενον [[στράτευμα]] Xen. ведущий отряд, авангард; π. τὴν πρὸς τοὺς ἐναντίους (sc. ὁδόν) Xen. вести на неприятеля; π. τῆς πομπῆς Polyb. идти во главе процессии; ῥάβδοι καὶ πελέκεις ἑκάστῳ προηγεῖται Polyb. перед каждым (римским сановником) несут пучки прутьев и секиры; ὁ προηγούμενος Plut. предшествующий, предыдущий; τὰ προηγούμενα Polyb. предпосылки, данные; τῇ τιμῇ π. ἀλλήλους NT быть предупредительными во взаимном уважении.
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''προηγέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.<br /><b class="num">1.</b> [[βαδίζω]] [[πρώτος]] και [[δείχνω]] τον δρόμο, είμαι [[οδηγός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, ενός προσώπου, δηλ. το [[οδηγώ]], σε Αριστοφ., Ξεν.· [[προηγέομαι]] τὴν ὁδόν, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[λαμβάνω]] την [[αρχηγία]] σε, στον ίδ.· μεταγεν. με αιτ., σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, βρίσκομαι [[μπροστά]], [[προηγούμαι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> μτχ. <i>προηγούμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, προπορευόμενος, τὸ προηγούμενον [[στράτευμα]], [[εμπροσθοφυλακή]], στον ίδ.
|lsmtext='''προηγέομαι:''' μέλ. <i>-ήσομαι</i>, αποθ.<br /><b class="num">1.</b> [[βαδίζω]] [[πρώτος]] και [[δείχνω]] τον δρόμο, είμαι [[οδηγός]], σε Ηρόδ. κ.λπ.· <i>τινι</i>, ενός προσώπου, δηλ. το [[οδηγώ]], σε Αριστοφ., Ξεν.· [[προηγέομαι]] τὴν ὁδόν, σε Ξεν.<br /><b class="num">2.</b> με γεν., [[λαμβάνω]] την [[αρχηγία]] σε, στον ίδ.· μεταγεν. με αιτ., σε Καινή Διαθήκη<br /><b class="num">3.</b> λέγεται για πράγματα, βρίσκομαι [[μπροστά]], [[προηγούμαι]], σε Ξεν.<br /><b class="num">4.</b> μτχ. <i>προηγούμενος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, προπορευόμενος, τὸ προηγούμενον [[στράτευμα]], [[εμπροσθοφυλακή]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προηγέομαι:''' [[идти впереди]], [[быть ведущим]], [[вести вперед]]: τὸ προηγούμενον [[στράτευμα]] Xen. ведущий отряд, авангард; π. τὴν πρὸς τοὺς ἐναντίους (sc. ὁδόν) Xen. вести на неприятеля; π. τῆς πομπῆς Polyb. идти во главе процессии; ῥάβδοι καὶ πελέκεις ἑκάστῳ προηγεῖται Polyb. перед каждым (римским сановником) несут пучки прутьев и секиры; ὁ προηγούμενος Plut. предшествующий, предыдущий; τὰ προηγούμενα Polyb. предпосылки, данные; τῇ τιμῇ π. ἀλλήλους NT быть предупредительными во взаимном уважении.
|lstext='''προηγέομαι''': μέλλ. -ήσομαι, ἀποθ., προπορεύομαι καὶ ὁδηγῶ, Ἡρόδ. 2. 48., 7. 40, Ξεν., κλπ.· τινι, ὁδηγῶ τινα, Ἀριστοφ. Πλ. 1195, Ξεν. Κύρ. 2. 1, 1.· πρ. τὴν ὁδὸν ὁ αὐτ. ἐν Ἀν. 6. 5, 10· εἶμαι ὁ [[ἡγούμενος]], ὁ πρῶτος, ὁ ἔχων τὸν λόγον ὡς [[ἀντιπρόσωπος]] τῶν ἄλλων, ὁ αὐτ. ἐν Ἑλλ. 1. 1, 27· προηγοῦμαι ἐν λόγῳ ἢ διηγήσει, Σέξτ. Ἐμπ. π. Π. 1. 210· ἐπὶ στρατιωτῶν, ἀποτελῶ τὴν ἐμπροσθοφυλακήν, Ξεν. Κύρ. 4. 2, 27· πρ. πᾱσι [τοῖς ποσίν], ἔχω τοὺς πόδας ἅπαντας ἐμπρός, Ἀριστ. π. Ζ. Πορείας 17, 3. 2) μετὰ γεν., [[λαμβάνω]] τὴν ἀρχηγίαν, [[γίνομαι]] πρῶτος, τῶν προόδων ἄλλους [[προόδους]]... προηγεῖσθαι Ξεν. Ἱππαρχ. 4, 5· πρ. τῆς πομπῆς Πολύβ. 12. 13, 11· ― παρὰ μεταγεν. μετ’ αἰτ., ἀλλήλους πρ. τῇ τιμῇ Ἐπιστ. πρ. Ρωμ. ιβϳ, 10. 3) ἐπὶ πραγμάτων, τὸ πῦρ μὲν ἀπὸ τούτων τῶν ἱερῶν προηγεῖται οὔποτε ἀποσβεννύμενον Ξεν. Λακ. 13, 3· ῥάβδοι πρ. ἑκάστω Πολύβ. 6. 53. 8. 3) μετοχ. προηγούμενος, η, ον, ὁ προπορευόμενος, τὸ πρ. [[στράτευμα]], ἡ «ἐμπροσθοφυλακή», ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ [[οὐρά]], Ξεν. Ἀγησ. 2, 2· ὁ [[πρότερος]], ὁ προηγηθείς, γράμματα, [[λόγος]], κτλ., Πλουτ. Πομπ. 45, κτλ.· ― τὰ προηγούμενα, τὰ δεδομένα ἀφ’ ὧν τις συμπεραίνει, Λατ. data, posita, Πολύβ. 16. 16, 2. β) προηγούμενος, [[κύριος]], ὁ πρ. [[λόγος]], τὸ πρ. [[ἔργον]], κτλ., Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 20, 14., 2. 5, 4, κτλ.· τὸ πρ., κύριον, σπουδαῖον [[μέρος]], ἐν ἀντιθέσει πρὸς τὸ ὑπηρετικόν, [[αὐτόθι]] 1. 20, 1, κτλ. γ) προηγούμενος, = [[ἡγούμενος]] μοναστηρίου Βασίλ. ΙΙΙ, 880Α.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-ηγέομαι intrans. vooropgaan; met acc. v. h. inw. obj..; προηγεῖσθε τὴν πρὸς τοὺς ἐναντίους gaat nu voorop op de weg naar de vijand Xen. An. 6.5.10; milit. de voorhoede vormen:; προηγοῦντο μὲν οἱ Ὑρκάνιοι de Hyrcaniërs vormden de voorhoede Xen. Cyr. 4.2.27; ptc. praes. προηγούμενος voorst, vooropgaand:. γράμμασι δὲ προηγουμένοις ἐδηλοῦτο τὰ γένη de (namen van de) volkeren werden aangeduid door bordjes ervoor Plut. Pomp. 45.2. met acc. voor... gaan, voorgaan:. τῇ τιμῇ ἀλλήλους προηγούμενοι elkaar voorgaand in eerbetoon NT Rom. 12.10.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj