Anonymous

προκαταγιγνώσκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> προκαταγνώσομαι, <i>ao.2</i> προκατέγνων, <i>etc.</i><br /><b>1</b> condamner d'avance : τινός, qqn;<br /><b>2</b> se prononcer d'avance (par la pensée) contre qqn : τινὸς ἀδικίαν LUC juger d'avance une faute commise par qqn, préjuger la culpabilité de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταγιγνώσκω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[προκατακρίνω]].
|btext=<i>f.</i> προκαταγνώσομαι, <i>ao.2</i> προκατέγνων, <i>etc.</i><br /><b>1</b> condamner d'avance : τινός, qqn;<br /><b>2</b> se prononcer d'avance (par la pensée) contre qqn : τινὸς ἀδικίαν LUC juger d'avance une faute commise par qqn, préjuger la culpabilité de qqn.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[καταγιγνώσκω]].<br /><i><b>Par.</b></i> [[προκατακρίνω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προκαταγιγνώσκω''': καταγινώσκω ἐκ τῶν προτέρων, [[καταδικάζω]] τινὰ κατὰ προηγουμένην ἰδίαν ἀπόφασιν, [[προδικάζω]] πρὶν ἢ ἀκούσω τὴν κατηγορίαν ἢ ἀπολογίαν, τινὸς Δημ. 586. 23, Πολύβ. κτλ.· μὴ προκαταγίγνωσκ’..., πρὶν ἂν γ’ ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ἀριστ. Σφ. 919· μὴ προκατεγνωκέναι μηδὲν Δημ. 226. 9. 2) μετ’ ἀπαρ., πρ. ἡμῶν… ἥσσους [[εἶναι]], καταδικάζετε ἡμᾶς ἐκ τῶν προτέρων καὶ λέγετε ὅτι εἴμεθα..., Θουκ. 3. 53· οὕτω, σφῶν αὐτῶν πρ. ἀδικεῖν Λυσ. 160. 1. πρ. ἀδικεῖν ([[ἄνευ]] τοῦ τινός), Ἀνδοκ. 1. 18· καὶ πρ. ὡς ἀδικῶ Αἰσχίν. 29. 10. 3) πρ. τὶ τινος, [[οἷον]], φόνον τινός, ἀποφασίζω ἐκ τῶν προτέρων κατὰ τινος ὡς φονέως, Ἀντιφῶν 139. 30· οὕτω, πρ. ἄδικόν τι ὁ αὐτ. 129. 40· ἀδικίαν τινὸς Λυσ. 152. 40· ― [[ἀλλά]], πρ. θάνατόν τινος, [[καταδικάζω]] τινὰ εἰς θάνατον [[προηγουμένως]], Διόδ. 18. 60, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 11. ― Ῥημ. ἐπίθ. προκαταγνωστέον, δεῖ προκαταγινώσκειν, Κλήμ. Ἀλ. 773.
|elnltext=προ-καταγι(γ)νώσκω eerder veroordelen:; μὴ προκαταγίγνωσκ ( ε )... πρὶν ἄν γ’ ἀκούσῃς ἀμφοτέρων veroordeel hem niet eerder dan dat je tenminste beide partijen gehoord hebt Aristoph. Ve. 919; met gen..; προκατέγνωκεν ὁ δῆμος τούτου de volksvergadering heeft hem eerder al veroordeeld Dem. 21.227; met gen. van pers. en acc. van misdrijf; μὴ προκαταγιγνώσκετε ἀδικίαν τοῦ εἰς αὑτὸν μὲν μικρὰ δαπανῶντος veroordeel niet iemand die voor zichzelf weinig uigaven doet bij voorbaat voor onrecht Lys. 19.10; met gen. en inf.. σφῶν αὐτῶν προκαταγνόντες ἀδικεῖν zichzelf bij voorbaat voor onrecht veroordelend Lys. 20.21. vooroordeel hebben (tegen), bevooroordeeld zijn (over); met gen. en inf.. προκαταγνόντες ἡμῶν τὰς ἀρετὰς ἥσσους εἶναι met als vooroordeel over ons dat onze kwaliteiten minder zijn Thuc. 3.53.4.
}}
{{elru
|elrutext='''προκαταγιγνώσκω:''' [[заранее осуждать]] Thuc., Arph., Dem., Polyb.: π. ἀδικίαν τινός Lys. предрешать чью-л. виновность; π. θάνατόν τινος Diod. заранее осуждать кого-л. на смерть.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προκαταγιγνώσκω:''' μέλ. -[[γνώσομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[καταψηφίζω]] ομόφωνα εκ των προτέρων, [[καταδικάζω]] με προηγούμενη [[απόφαση]], με γεν. προσ., σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., σε Αριστοφ.· μὴ προκατεγνωκέναι [[μηδέν]], μην προδικάζεις [[τίποτα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., προκαταγιγνώσκετε [[ἡμῶν]] ἥσσους [[εἶναι]], μας καταδικάζεται εκ των προτέρων και λέτε ότι είμαστε κατώτεροι, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[προκαταγιγνώσκω]] τί τινος, όπως το <i>φόνον τινός</i>, [[εκδίδω]] εκ των προτέρων καταδικαστική [[απόφαση]] για φόνο, σε Ρήτ.
|lsmtext='''προκαταγιγνώσκω:''' μέλ. -[[γνώσομαι]],<br /><b class="num">1.</b> [[καταψηφίζω]] ομόφωνα εκ των προτέρων, [[καταδικάζω]] με προηγούμενη [[απόφαση]], με γεν. προσ., σε Δημ. κ.λπ.· απόλ., σε Αριστοφ.· μὴ προκατεγνωκέναι [[μηδέν]], μην προδικάζεις [[τίποτα]], σε Δημ.<br /><b class="num">2.</b> με απαρ., προκαταγιγνώσκετε [[ἡμῶν]] ἥσσους [[εἶναι]], μας καταδικάζεται εκ των προτέρων και λέτε ότι είμαστε κατώτεροι, σε Θουκ.<br /><b class="num">3.</b> [[προκαταγιγνώσκω]] τί τινος, όπως το <i>φόνον τινός</i>, [[εκδίδω]] εκ των προτέρων καταδικαστική [[απόφαση]] για φόνο, σε Ρήτ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προκαταγιγνώσκω:''' [[заранее осуждать]] Thuc., Arph., Dem., Polyb.: π. ἀδικίαν τινός Lys. предрешать чью-л. виновность; π. θάνατόν τινος Diod. заранее осуждать кого-л. на смерть.
|lstext='''προκαταγιγνώσκω''': καταγινώσκω ἐκ τῶν προτέρων, [[καταδικάζω]] τινὰ κατὰ προηγουμένην ἰδίαν ἀπόφασιν, [[προδικάζω]] πρὶν ἢ ἀκούσω τὴν κατηγορίαν ἢ ἀπολογίαν, τινὸς Δημ. 586. 23, Πολύβ. κτλ.· μὴ προκαταγίγνωσκ’..., πρὶν ἂν γ’ ἀκούσῃς ἀμφοτέρων Ἀριστ. Σφ. 919· μὴ προκατεγνωκέναι μηδὲν Δημ. 226. 9. 2) μετ’ ἀπαρ., πρ. ἡμῶν… ἥσσους [[εἶναι]], καταδικάζετε ἡμᾶς ἐκ τῶν προτέρων καὶ λέγετε ὅτι εἴμεθα..., Θουκ. 3. 53· οὕτω, σφῶν αὐτῶν πρ. ἀδικεῖν Λυσ. 160. 1. πρ. ἀδικεῖν ([[ἄνευ]] τοῦ τινός), Ἀνδοκ. 1. 18· καὶ πρ. ὡς ἀδικῶ Αἰσχίν. 29. 10. 3) πρ. τὶ τινος, [[οἷον]], φόνον τινός, ἀποφασίζω ἐκ τῶν προτέρων κατὰ τινος ὡς φονέως, Ἀντιφῶν 139. 30· οὕτω, πρ. ἄδικόν τι ὁ αὐτ. 129. 40· ἀδικίαν τινὸς Λυσ. 152. 40· ― [[ἀλλά]], πρ. θάνατόν τινος, [[καταδικάζω]] τινὰ εἰς θάνατον [[προηγουμένως]], Διόδ. 18. 60, πρβλ. Δίωνα Κ. 46. 11. ― Ῥημ. ἐπίθ. προκαταγνωστέον, δεῖ προκαταγινώσκειν, Κλήμ. Ἀλ. 773.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-καταγι(γ)νώσκω eerder veroordelen:; μὴ προκαταγίγνωσκ ( ε )... πρὶν ἄν γ’ ἀκούσῃς ἀμφοτέρων veroordeel hem niet eerder dan dat je tenminste beide partijen gehoord hebt Aristoph. Ve. 919; met gen..; προκατέγνωκεν ὁ δῆμος τούτου de volksvergadering heeft hem eerder al veroordeeld Dem. 21.227; met gen. van pers. en acc. van misdrijf; μὴ προκαταγιγνώσκετε ἀδικίαν τοῦ εἰς αὑτὸν μὲν μικρὰ δαπανῶντος veroordeel niet iemand die voor zichzelf weinig uigaven doet bij voorbaat voor onrecht Lys. 19.10; met gen. en inf.. σφῶν αὐτῶν προκαταγνόντες ἀδικεῖν zichzelf bij voorbaat voor onrecht veroordelend Lys. 20.21. vooroordeel hebben (tegen), bevooroordeeld zijn (over); met gen. en inf.. προκαταγνόντες ἡμῶν τὰς ἀρετὰς ἥσσους εἶναι met als vooroordeel over ons dat onze kwaliteiten minder zijn Thuc. 3.53.4.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[from [[προκαταγγέλλω]] fut. -[[γνώσομαι]]<br /><b class="num">1.</b> to [[vote]] [[against]] [[beforehand]], [[condemn]] by a prejudgment, c. gen. pers., Dem., etc.; absol., Ar.; μὴ προκατεγνωκέναι [[μηδέν]] not to [[prejudge]] in any [[point]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> c. inf., πρ. [[ἡμῶν]] ἥσσους [[εἶναι]] to [[prejudge]] us and say we are [[inferior]], Thuc.<br /><b class="num">3.</b> πρ. τί τινος, as, φόνον τινός, to [[give]] a [[verdict]] of [[murder]] [[against]] one [[beforehand]], Oratt.
|mdlsjtxt=[from [[προκαταγγέλλω]] fut. -[[γνώσομαι]]<br /><b class="num">1.</b> to [[vote]] [[against]] [[beforehand]], [[condemn]] by a prejudgment, c. gen. pers., Dem., etc.; absol., Ar.; μὴ προκατεγνωκέναι [[μηδέν]] not to [[prejudge]] in any [[point]], Dem.<br /><b class="num">2.</b> c. inf., πρ. [[ἡμῶν]] ἥσσους [[εἶναι]] to [[prejudge]] us and say we are [[inferior]], Thuc.<br /><b class="num">3.</b> πρ. τί τινος, as, φόνον τινός, to [[give]] a [[verdict]] of [[murder]] [[against]] one [[beforehand]], Oratt.
}}
}}