Anonymous

Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

πλάζω: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>f.</i> [[πλάγξω]], <i>ao.</i> [[ἔπλαγξα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐπλάγχθην;<br /><b>1</b> faire vaciller, faire chanceler, acc.;<br /><b>2</b> écarter du droit chemin, faire errer çà et là : ἀπὸ πατρίδος αἴης OD loin de la patrie ; <i>fig.</i> dérouter, embrouiller, troubler, acc. ; <i>particul.</i> détourner d'un projet, acc. ; <i>Pass.</i> s'égarer, errer çà et là : [[ἧς]] ἀπὸ [[νηός]] OD loin de son navire ; ἐπὶ πόντον OD errer sur la mer ; ἐπ’ ἀνθρώπους OD errer parmi les hommes ; ἀπὸ [[χαλκόφι]] χαλκὸς ἐπλάγχθη IL l'airain rebondissait de l'airain.<br />'''Étymologie:''' p. *πλάγjω, de la R. Πλαγ, frapper ; cf. [[πλήσσω]].
|btext=<i>f.</i> [[πλάγξω]], <i>ao.</i> [[ἔπλαγξα]], <i>pf. inus.</i><br /><i>Pass. ao.</i> ἐπλάγχθην;<br /><b>1</b> faire vaciller, faire chanceler, acc.;<br /><b>2</b> écarter du droit chemin, faire errer çà et là : ἀπὸ πατρίδος αἴης OD loin de la patrie ; <i>fig.</i> dérouter, embrouiller, troubler, acc. ; <i>particul.</i> détourner d'un projet, acc. ; <i>Pass.</i> s'égarer, errer çà et là : [[ἧς]] ἀπὸ [[νηός]] OD loin de son navire ; ἐπὶ πόντον OD errer sur la mer ; ἐπ’ ἀνθρώπους OD errer parmi les hommes ; ἀπὸ [[χαλκόφι]] χαλκὸς ἐπλάγχθη IL l'airain rebondissait de l'airain.<br />'''Étymologie:''' p. *πλάγjω, de la R. Πλαγ, frapper ; cf. [[πλήσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πλάζω''': Ἐπικ. παρατ. πλάζον Ὅμ.· ἀόρ. ἔπλαγξα (παρ-) Ὀδ. Ι. 81, Ἐπικ. πλάγξα Ὅμ. ― Παθ. καὶ Μέσ., Ὅμ. κλ., Δωρ. πλάσδομαι Μόσχ. 3. 24· Ἐπικ. παρατ. πλαζόμην Ὀδ.· μέλλ. πλάγξομαι Ὀδ. Ο. 312· ἀόρ. ἐπλάγχθην (ἀπ-) Ὅμ., Ἐπικ. πλάγχθην Ὅμ.· [[ὡσαύτως]] ἐπλαγξάμην ἀμφίβ. παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 261, 1066· (ἴδε ἐν λ. [[πλήσσω]]). Ποιητ. ῥῆμ. (ἴδε κατωτ.), = [[πλανάω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ πλανηθῇ, περιπλανῶ, πλάζει δ’ ἀπὸ πατρίδος αἴης Ὀδ. Α. 75· [[ἀλλά]] με [[δαίμων]] πλάγξ’ ἀπὸ Σικανίης Ω. 307· ῥόον [[πεδίονδε]] τίθησι πλάζων ([[ἔνθα]] τὸ τίθησι πλάζων [[εἶναι]] σχεδὸν ὡς τὸ πλάζει), Ἰλ. Ρ. 751. 2) μεταφορ., περιπλανῶ, πλάζε δὲ πίνοντας Ὀδ. Β. 396· (πρβλ. πίνοντες ἐπλάζοντο Πινδ. Ἀποσπ. 147)· οἵ με μέγα πλάζουσι, μὲ παραπλανῶσιν ἀπὸ τοῦ σκοποῦ μου, Ἰλ. Β. 132. ΙΙ. Παθ., πλανῶμαι, περιφέρομαι, περιπλανῶμαι, ὃς [[μάλα]] πολλὰ πλάγχθη Ὀδ. Α. 2· πῆ... πλάζομαι; Ν. 204· [[κεῖθεν]] δὲ πλαγχθέντες [[αὐτόθι]] 278· πλ. ἐπὶ πόντον πλαζόμενοι κατὰ ληίδ’ Γ. 106· [[ἀλλά]] πη [[ἄλλῃ]] πλάζετ’ ἐπ’ ἀνθρώπους [[αὐτόθι]] 252· πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηὸς Ζ. 278· ἀπὸ [[χαλκόφι]] χαλκὸς ἐπλάγχθη, ἀπεκρούσθη, παρετράπη, Ἰλ. Λ. 351· ― οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, πλαγχθέντες Πινδ. Ν. 7. 55, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 56, Ἡρ. Μαιν. 1187· μετὰ γεν., πλανῶμαι ἀπό τινος, ὀμμάτων ἐπλάγχθη Αἰσχύλ. Θήβ. 784· ἁμαξιτοῦ Εὐρ. Ρῆσ. 283· οὕτω, τίς πλάγχθη [[πολύμοχθος]] ἔξω· ὅ ἐστι τίς ἐπλάγχθη ἔξω τοῦ [[πολύμοχθος]] [[εἶναι]] (εἰ δὲ μὴ [[νοητέον]] τὸ [[κάματος]] ἐκ τῆς ἑπομένης προτάσεως, τίς [[κάματος]] [[πολύμοχθος]] πλάγχθη ἔξω;), Σοφ. Ο. Κ. 1231· ― σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, τῇ τε [[ἄλλῃ]] πλαζόμενος παρ’ Ἡροδ. 2. 116· οἱ πλαζόμενοι, οἱ πλανῆται, Τίμ. Λοκρ. 97Α· οὕτω παρὰ Πολυβ., Πλουτ., κλπ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς Κωμ. ἢ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. πεζογράφοις. ΙΙΙ. Ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Ὁμήρου κεῖται ἐπὶ κυμάτων, μέγα [[κῦμα]]... πλάζ’ ὤμους [[καθύπερθε]] Ἰλ. Φ. 269· καὶ ἐν τῷ παθ., κύματι πηγῷ πλάζετο Ὀδ. Ε. 388· ― [[ἐνταῦθα]] ὁ Ἀρίσταρχος ἐκλαμβάνει ἀντὶ πλῆσσε, πλήσσετο, ἔπληττεν· ἐπλήττετο· ἀλλὰ δύναται νὰ ληφθῇ καὶ ὡς = [[σφάλλω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ παραπατήσῃ, ἢ παραπλανῶ, οὕτω, πλάζει τὸν παῖδα τὰ σκάνδαλα Ἀνθ. Π. 7. 365.
|elnltext=πλάζω, ep. imperf. πλάζον, med.-pass. πλαζόμην; aor. ἔπλαγξα in compos., ep. aor. πλάγξα, aor. pass. (ἐ)πλάγχθην, 3 plur. ἐπλάχθησαν Parm.; fut. med. πλάγξομαι. met acc. opzij doen gaan, opzijduwen, opzijslaan:; ῥόον πεδίονδε τίθησι πλάζων (het voorgebergte) doet de stroom richting vlakte gaan door hem opzij te slaan Il. 17.751; κῦμα... πλάζ’ ὤμους καθύπερθεν een golf sloeg van boven tegen zijn schouders Il. 21.269; πλάζει δ’ ἀπὸ πατρίδος αἴης hij deed (hem) van zijn vaderland afdrijven Od. 1.75; pass..; κύματι πηγῷ πλάζετο hij werd heen en weer gedreven door zware golfslag Od. 5.389; overdr.. γένεσις καὶ ὄλεθρος τῆλε μάλ’ ἐπλάχθησαν, ἀπῶσε δὲ πίστις ἀληθής ontstaan en ondergang zijn heel ver weggestoten en de ware overtuiging heeft ze afgestoten Parm. B 8.28. overdr. van het doel afbrengen:. οἵ με μέγα πλάζουσι (de bondgenoten) die mij goed dwarszitten Il. 2.132; ἔπλαζε δὲ πίνοντας (Athene) liet hen, terwijl ze dronken, het spoor bijster worden Od. 2.396; μαινομένῳ πιτύλῳ πλαγχθείς uit de koers geslagen door een aanval van waanzin Eur. HF 1187. intrans., med.-pass. uit de koers raken:; πλαγχθέντα κομίσσατο ἧς ἀπὸ νηός zij heeft iemand die uit de koers is geraakt, van zijn schip vandaan meegenomen Od. 6.278; afketsen:. πλάγχθη δ’ ἀπὸ χαλκόφι χαλκός de bronzen speer ketste af van het brons Il. 11.351. zwerven, dolen:. μάλα πολλὰ πλάγχθη hij heeft heel veel gezworven Od. 1.2; πλαζόμενοι ἐπὶ πόντον κατὰ ληΐδα zwervend over zee op zoek naar buit Od. 3.106; πλάζεσθαι μετ’ ἐκεῖνον rondlopen op zoek naar hem Od. 16.151; ἐπλάζοντο πρὸς οὐδένα σκοπόν zij liepen rond zonder doel Plut. Mar. 36.3.
}}
{{elru
|elrutext='''πλάζω:''' (fut. [[πλάγξω]], aor. [[ἔπλαγξα]] - эп. πλάγξα; aor. pass. [[ἐπλάγχθην]] - эп. [[πλάγχθην]])<br /><b class="num">1)</b> [[сбивать с пути]], [[уводить прочь]] (ἀπὸ πατρίδος αἴης Hom.): οἵ με [[μέγα]] πλάζουσι Hom. они меня всячески удерживают; τὰ σάνδαλα πλάζει τινά Anth. обувь мешает ходить кому-л.; ἀπὸ [[χαλκόφι]] χαλκὸς ἐπλάγχθη Hom. медь (ударившись) отскочила от меди; πλαγχθεὶς ἁμαξιτοῦ Eur. сбившийся с широкой дороги; τίς πλάγχθη πολύμούος (sc. [[κάματος]]) [[ἔξω]]; Soph. какое страдание миновало (людей)?; ὀμμάτων ἐπλάγχθη Aesch. (Эдип) лишил себя зрения;<br /><b class="num">2)</b> [[заставлять скитаться]]: ὃς [[μάλα]] πολλὰ πλάγχθη Hom. (Одиссей), который очень много постранствовал; πλάζεσθαι ἐπ᾽ ἀνθρώποις Hom. скитаться среди людей; οἱ πλαζόμενοι (sc. ἀστέρες) Plat. планеты.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πλάζω:''' Επικ. παρατ. <i>πλάζον</i>, αόρ. αʹ [[ἔπλαγξα]], Επικ. <i>πλάγξα</i> — Παθ. και Μέσ., Δωρ. <i>πλάσδομαι</i>, Επικ. παρατ. <i>πλαζόμην</i>, μέλ. [[πλάγξομαι]], αόρ. αʹ [[ἐπλάγχθην]], Επικ. [[πλάγχθην]]· όπως το [[πλανάω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω κάποιον να περιπλανιέται ή να περιφέρεται, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] σε [[σφάλμα]], [[μπερδεύω]], [[παραπλανώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, [[τριγυρίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπὸχαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη</i>, ο [[χαλκός]] εξοστρακίστηκε από τον χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., περιπλανιέμαι από κάποιον, <i>ἁμαξιτοῦ</i>, σε Ευρ.· ομοίως, τίς πλάγχθη [[πολύμοχθος]] [[εἶναι]]; σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[μέγα]] [[κύμα]] πλάζ' ὤμους, το [[κύμα]] οδήγησε τον ώμο του πιο πέρα, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>κύματι πλάζετο</i>, οδηγήθηκε [[παράμερα]] από το [[κύμα]], σε Ομήρ. Οδ.
|lsmtext='''πλάζω:''' Επικ. παρατ. <i>πλάζον</i>, αόρ. αʹ [[ἔπλαγξα]], Επικ. <i>πλάγξα</i> — Παθ. και Μέσ., Δωρ. <i>πλάσδομαι</i>, Επικ. παρατ. <i>πλαζόμην</i>, μέλ. [[πλάγξομαι]], αόρ. αʹ [[ἐπλάγχθην]], Επικ. [[πλάγχθην]]· όπως το [[πλανάω]]·<br /><b class="num">I. 1.</b> κάνω κάποιον να περιπλανιέται ή να περιφέρεται, σε Όμηρ.<br /><b class="num">2.</b> [[οδηγώ]] σε [[σφάλμα]], [[μπερδεύω]], [[παραπλανώ]], στον ίδ.<br /><b class="num">II.</b> Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι, [[τριγυρίζω]], σε Ομήρ. Οδ.· <i>ἀπὸχαλκόφι χαλκὸς ἐπλάγχθη</i>, ο [[χαλκός]] εξοστρακίστηκε από τον χαλκό, σε Ομήρ. Ιλ.· με γεν., περιπλανιέμαι από κάποιον, <i>ἁμαξιτοῦ</i>, σε Ευρ.· ομοίως, τίς πλάγχθη [[πολύμοχθος]] [[εἶναι]]; σε Σοφ.<br /><b class="num">III.</b> [[μέγα]] [[κύμα]] πλάζ' ὤμους, το [[κύμα]] οδήγησε τον ώμο του πιο πέρα, σε Ομήρ. Ιλ. — Παθ., <i>κύματι πλάζετο</i>, οδηγήθηκε [[παράμερα]] από το [[κύμα]], σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πλάζω:''' (fut. [[πλάγξω]], aor. [[ἔπλαγξα]] - эп. πλάγξα; aor. pass. [[ἐπλάγχθην]] - эп. [[πλάγχθην]])<br /><b class="num">1)</b> [[сбивать с пути]], [[уводить прочь]] (ἀπὸ πατρίδος αἴης Hom.): οἵ με [[μέγα]] πλάζουσι Hom. они меня всячески удерживают; τὰ σάνδαλα πλάζει τινά Anth. обувь мешает ходить кому-л.; ἀπὸ [[χαλκόφι]] χαλκὸς ἐπλάγχθη Hom. медь (ударившись) отскочила от меди; πλαγχθεὶς ἁμαξιτοῦ Eur. сбившийся с широкой дороги; τίς πλάγχθη πολύμούος (sc. [[κάματος]]) [[ἔξω]]; Soph. какое страдание миновало (людей)?; ὀμμάτων ἐπλάγχθη Aesch. (Эдип) лишил себя зрения;<br /><b class="num">2)</b> [[заставлять скитаться]]: ὃς [[μάλα]] πολλὰ πλάγχθη Hom. (Одиссей), который очень много постранствовал; πλάζεσθαι ἐπ᾽ ἀνθρώποις Hom. скитаться среди людей; οἱ πλαζόμενοι (sc. ἀστέρες) Plat. планеты.
|lstext='''πλάζω''': Ἐπικ. παρατ. πλάζον Ὅμ.· ἀόρ. ἔπλαγξα (παρ-) Ὀδ. Ι. 81, Ἐπικ. πλάγξα Ὅμ. ― Παθ. καὶ Μέσ., Ὅμ. κλ., Δωρ. πλάσδομαι Μόσχ. 3. 24· Ἐπικ. παρατ. πλαζόμην Ὀδ.· μέλλ. πλάγξομαι Ὀδ. Ο. 312· ἀόρ. ἐπλάγχθην (ἀπ-) Ὅμ., Ἐπικ. πλάγχθην Ὅμ.· [[ὡσαύτως]] ἐπλαγξάμην ἀμφίβ. παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 261, 1066· (ἴδε ἐν λ. [[πλήσσω]]). Ποιητ. ῥῆμ. (ἴδε κατωτ.), = [[πλανάω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ πλανηθῇ, περιπλανῶ, πλάζει δ’ ἀπὸ πατρίδος αἴης Ὀδ. Α. 75· [[ἀλλά]] με [[δαίμων]] πλάγξ’ ἀπὸ Σικανίης Ω. 307· ῥόον [[πεδίονδε]] τίθησι πλάζων ([[ἔνθα]] τὸ τίθησι πλάζων [[εἶναι]] σχεδὸν ὡς τὸ πλάζει), Ἰλ. Ρ. 751. 2) μεταφορ., περιπλανῶ, πλάζε δὲ πίνοντας Ὀδ. Β. 396· (πρβλ. πίνοντες ἐπλάζοντο Πινδ. Ἀποσπ. 147)· οἵ με μέγα πλάζουσι, μὲ παραπλανῶσιν ἀπὸ τοῦ σκοποῦ μου, Ἰλ. Β. 132. ΙΙ. Παθ., πλανῶμαι, περιφέρομαι, περιπλανῶμαι, ὃς [[μάλα]] πολλὰ πλάγχθη Ὀδ. Α. 2· πῆ... πλάζομαι; Ν. 204· [[κεῖθεν]] δὲ πλαγχθέντες [[αὐτόθι]] 278· πλ. ἐπὶ πόντον πλαζόμενοι κατὰ ληίδ’ Γ. 106· [[ἀλλά]] πη [[ἄλλῃ]] πλάζετ’ ἐπ’ ἀνθρώπους [[αὐτόθι]] 252· πλαγχθέντα ἧς ἀπὸ νηὸς Ζ. 278· ἀπὸ [[χαλκόφι]] χαλκὸς ἐπλάγχθη, ἀπεκρούσθη, παρετράπη, Ἰλ. Λ. 351· ― οὕτω παρὰ μεταγεν. ποιηταῖς, πλαγχθέντες Πινδ. Ν. 7. 55, πρβλ. Εὐρ. Ὀρ. 56, Ἡρ. Μαιν. 1187· μετὰ γεν., πλανῶμαι ἀπό τινος, ὀμμάτων ἐπλάγχθη Αἰσχύλ. Θήβ. 784· ἁμαξιτοῦ Εὐρ. Ρῆσ. 283· οὕτω, τίς πλάγχθη [[πολύμοχθος]] ἔξω· ὅ ἐστι τίς ἐπλάγχθη ἔξω τοῦ [[πολύμοχθος]] [[εἶναι]] (εἰ δὲ μὴ [[νοητέον]] τὸ [[κάματος]] ἐκ τῆς ἑπομένης προτάσεως, τίς [[κάματος]] [[πολύμοχθος]] πλάγχθη ἔξω;), Σοφ. Ο. Κ. 1231· ― σπάνιον παρὰ τοῖς πεζογράφοις, τῇ τε [[ἄλλῃ]] πλαζόμενος παρ’ Ἡροδ. 2. 116· οἱ πλαζόμενοι, οἱ πλανῆται, Τίμ. Λοκρ. 97Α· οὕτω παρὰ Πολυβ., Πλουτ., κλπ., ἀλλ’ [[οὐδέποτε]] παρὰ τοῖς Κωμ. ἢ τοῖς δοκίμοις Ἀττ. πεζογράφοις. ΙΙΙ. Ἐν δυσὶ χωρίοις τοῦ Ὁμήρου κεῖται ἐπὶ κυμάτων, μέγα [[κῦμα]]... πλάζ’ ὤμους [[καθύπερθε]] Ἰλ. Φ. 269· καὶ ἐν τῷ παθ., κύματι πηγῷ πλάζετο Ὀδ. Ε. 388· ― [[ἐνταῦθα]] ὁ Ἀρίσταρχος ἐκλαμβάνει ἀντὶ πλῆσσε, πλήσσετο, ἔπληττεν· ἐπλήττετο· ἀλλὰ δύναται νὰ ληφθῇ καὶ ὡς = [[σφάλλω]], [[κάμνω]] τινὰ νὰ παραπατήσῃ, ἢ παραπλανῶ, οὕτω, πλάζει τὸν παῖδα τὰ σκάνδαλα Ἀνθ. Π. 7. 365.
}}
{{elnl
|elnltext=πλάζω, ep. imperf. πλάζον, med.-pass. πλαζόμην; aor. ἔπλαγξα in compos., ep. aor. πλάγξα, aor. pass. (ἐ)πλάγχθην, 3 plur. ἐπλάχθησαν Parm.; fut. med. πλάγξομαι. met acc. opzij doen gaan, opzijduwen, opzijslaan:; ῥόον πεδίονδε τίθησι πλάζων (het voorgebergte) doet de stroom richting vlakte gaan door hem opzij te slaan Il. 17.751; κῦμα... πλάζ’ ὤμους καθύπερθεν een golf sloeg van boven tegen zijn schouders Il. 21.269; πλάζει δ’ ἀπὸ πατρίδος αἴης hij deed (hem) van zijn vaderland afdrijven Od. 1.75; pass..; κύματι πηγῷ πλάζετο hij werd heen en weer gedreven door zware golfslag Od. 5.389; overdr.. γένεσις καὶ ὄλεθρος τῆλε μάλ’ ἐπλάχθησαν, ἀπῶσε δὲ πίστις ἀληθής ontstaan en ondergang zijn heel ver weggestoten en de ware overtuiging heeft ze afgestoten Parm. B 8.28. overdr. van het doel afbrengen:. οἵ με μέγα πλάζουσι (de bondgenoten) die mij goed dwarszitten Il. 2.132; ἔπλαζε δὲ πίνοντας (Athene) liet hen, terwijl ze dronken, het spoor bijster worden Od. 2.396; μαινομένῳ πιτύλῳ πλαγχθείς uit de koers geslagen door een aanval van waanzin Eur. HF 1187. intrans., med.-pass. uit de koers raken:; πλαγχθέντα κομίσσατο ἧς ἀπὸ νηός zij heeft iemand die uit de koers is geraakt, van zijn schip vandaan meegenomen Od. 6.278; afketsen:. πλάγχθη δ’ ἀπὸ χαλκόφι χαλκός de bronzen speer ketste af van het brons Il. 11.351. zwerven, dolen:. μάλα πολλὰ πλάγχθη hij heeft heel veel gezworven Od. 1.2; πλαζόμενοι ἐπὶ πόντον κατὰ ληΐδα zwervend over zee op zoek naar buit Od. 3.106; πλάζεσθαι μετ’ ἐκεῖνον rondlopen op zoek naar hem Od. 16.151; ἐπλάζοντο πρὸς οὐδένα σκοπόν zij liepen rond zonder doel Plut. Mar. 36.3.
}}
}}
{{etym
{{etym