Anonymous

πρέσβυς: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>voc.</i> πρέσβυ, <i>acc.</i> πρέσβυν ; <i>pl. nom.</i> πρέσβεις;<br /><b>I.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> vieux, âgé, ancien ; chef ; [[οἱ]] πρέσβεις les anciens, les chefs ; <i>Cp.</i> [[πρεσβύτερος]], <i>qqf pos.</i> [[πρέσβυς]], l'aîné;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> digne de respect, respectable, précieux, cher, considérable (<i>cf. lat.</i> nihil antiquius habere, <i>etc.</i>) : πρεσβύτατον κρίνειν [[τι]] THC juger qch comme très important ; τὰ [[τοῦ]] θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ [[τῶν]] [[ἀνδρῶν]] HDT mettre les choses divines au-dessus des choses humaines ; πρεσβύτερον [[κακόν]] SOPH mal plus considérable, plus grave;<br /><b>II.</b> ὁ [[πρέσβυς]] (<i>gén.</i> πρεσβέως, <i>pl. nom.</i> πρέσβεις) envoyé, député, ambassadeur;<br /><i>Cp.</i> [[πρεσβύτερος]], <i>Sp.</i> πρεσβύτατος, <i>poét.</i> [[πρέσβιστος]].<br />'''Étymologie:''' th. πρεσ- ou πρεισ- de [[πρό]], cf. <i>lat.</i> pris- de priscus ; -βυ pour -γυ de la R. Γα &gt; *Γεν, naître, v. [[γίγνομαι]].
|btext=<i>voc.</i> πρέσβυ, <i>acc.</i> πρέσβυν ; <i>pl. nom.</i> πρέσβεις;<br /><b>I.</b> <i>adj.</i><br /><b>1</b> vieux, âgé, ancien ; chef ; [[οἱ]] πρέσβεις les anciens, les chefs ; <i>Cp.</i> [[πρεσβύτερος]], <i>qqf pos.</i> [[πρέσβυς]], l'aîné;<br /><b>2</b> <i>p. ext.</i> digne de respect, respectable, précieux, cher, considérable (<i>cf. lat.</i> nihil antiquius habere, <i>etc.</i>) : πρεσβύτατον κρίνειν [[τι]] THC juger qch comme très important ; τὰ [[τοῦ]] θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ [[τῶν]] [[ἀνδρῶν]] HDT mettre les choses divines au-dessus des choses humaines ; πρεσβύτερον [[κακόν]] SOPH mal plus considérable, plus grave;<br /><b>II.</b> ὁ [[πρέσβυς]] (<i>gén.</i> πρεσβέως, <i>pl. nom.</i> πρέσβεις) envoyé, député, ambassadeur;<br /><i>Cp.</i> [[πρεσβύτερος]], <i>Sp.</i> πρεσβύτατος, <i>poét.</i> [[πρέσβιστος]].<br />'''Étymologie:''' th. πρεσ- ou πρεισ- de [[πρό]], cf. <i>lat.</i> pris- de priscus ; -βυ pour -γυ de la R. Γα &gt; *Γεν, naître, v. [[γίγνομαι]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρέσβυς''': -εως, ὁ, κλητ. πρέσβυ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 146· ― [[πρεσβύτης]], [[γέρων]], Λατ. senex, (ἡ παρὰ πεζογράφοις [[λέξις]] [[εἶναι]] [[πρεσβύτης]]), ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ., αἰτ. καὶ κλητ., ὁ πρ. Πόλυβος Σοφ. Ο. Τ. 941· [[Φοῖνιξ]] ὁ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 562· πατέρα πρέσβυν [[αὐτόθι]] 665· πρέσβυ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1013, 1121· ὦ πρέσβυ Εὐρ. Ὀρ. 476 ἀλλὰ τὸ ὁ [[πρέσβυς]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς τὸ ὁ πρεσβύτερος, ὁ γεροντότερος, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 184. 05, 530: (περὶ τοῦ θηλ. ὅρα [[πρέσβα]], πρέσβειρα, [[πρεσβηίς]], [[πρέσβις]])· ― πληθ. πρέσβεις, γέροντες, πρεσβύτεροι ἀείποτε μετὰ τῆς σημασίας τοῦ ἀξιώματος, ἄρχοντες, ἡγεμόνες (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ), Αἰσχύλ. Πέρσ. 840· Ἐπικ. πρέσβηες Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 245 (ἴδε [[πρεσβεύς]])· ― δυϊκ. πρέσβη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 495. Ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνου τοῦ συγκρ. καὶ ὑπερθ., συγκρ. πρεσβύτερος, α, ον, γεροντότερος, Ἰλ. Λ. 787, Ο. 204, Ἡρόδ. 1. 6., 2. 2, Πίνδ., καὶ Ἀττ.· ἐνιαυτῷ, κατὰ ἓν [[ἔτος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 18· πρεσβυτέρα ἀριθ. μοῦ, πρεσβυτέρα παρὰ τὸν προσήκοντα ἀριθμόν, Πινδ. Ἀποσπ. 236· βουλαὶ πρεσβύτεραι, αἱ σοφαὶ βουλαὶ τῶν πρεσβυτέρων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 122· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 19 κἑξ.· ἐπὶ τὸ πρ. ἰέναι, ἡλικιοῦσθαι, γίνεσθαι πρεσβύτερον, Πλάτ. Νόμ. 631Ε· ― Ὑπερθ. πρεσβύτατος, η, ον, Ἰλ. Δ. 59, Λ. 740, Ἡσ. Θ. 234, κτλ.· [[μᾶλλον]] [[ὡρισμένως]]: πρ. γενεῇ Ἰλ. Ζ. 24· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 19, κ. ἀλλ.· ― περὶ τῶν ποιητ. τύπων [[πρέσβιστος]], πρεσβίστατος, ἴδε [[πρέσβιστος]], καὶ πρβλ. [[πρεῖγυς]]. 2) τὸ ὑπερθ. κεῖται συχν. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[σεβάσμιος]], [[σεβαστός]], ἐκ τοῦ σεβασμοῦ τοῦ ἀπονεμομένου εἰς τοὺς ἡλικιωμένους καὶ πεπειραμένους, ἴδε ἐν λ. [[πρέσβιστος]]. 3) τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. κεῖνται ἐπὶ πραγμάτων, πρεσβύτερόν τι (ἢ οὐδὲν) ἔχειν, [[ὅπερ]] ἀκριβῶς = τῷ Λατ. aliquid (ἢ nihil) antiquius habere, θεωρῶ τι ἐντιμότερον ἢ πλείονος [[τιμῆς]] ἄξιον, ἐκτιμῶ τι περισσότερον, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν Ἡρόδ. 5. 63· οὐδὲν πρεσβύτερον [[νομίζω]] τᾶς σωφροσύνας Εὐρ. Ἀποσπ. 951· ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῦ... Πλάτ. Συμπ. 218D· πρεσβύτατον κρίνειν τι Θουκ. 4. 61· πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι Πλάτ. Πολ. 548C (πρβλ. Liv. 7. 31 antiquior fides)· ― [[ἐντεῦθεν]] [[ἁπλῶς]] ἐπὶ μεγέθους, πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ, μεγαλείτερον ἄλλου κακοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 1365· χρεῶν πάντων πρεσβύτατα Πλάτ. Νόμ. 717D· πρβλ. πρεσδεύω Ι. 2. ΙΙ. ὡς τὸ [[πρεσβευτής]], ἀπεσταλμένος, ἐν τῷ ἑνικῷ μόνον παρὰ ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 728· ὁ [[πρέσβυς]] [[οὔτε]] τύπτεται οὔθ’ ὑβρίζεται Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλιάδ. Δ. 394· γεν. πρέσβεως Ἀριστοφ. Ἀχ. 93· ― ἀλλ’ ὁ πληθ. πρέσβεις [[εἶναι]] εὐχρηστότερος τοῦ πρεσβευταί, Ἀριστοφ. Ἀχ. 61· σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 4. 118, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 13, Δημ. 398. 26, 1, κτλ.· γεν. πρέσβεων, δοτ. πρέσβεσι Ἀριστοφ. Ἀχ. 62. 76· ἐν τῇ αὐτῇ προτάσει ἀμφότεροι οἱ τύποι: πρεσβευτὰς οὖν... ὑμᾶς [[ἡμεῖς]] οἱ πρέσβεις ποιοῦμεν Ἀνδοκ. 28. 37. ΙΙΙ. ἐν Σπάρτῃ [[ὄνομα]] πολιτικῆς θέσεως διάφορον τοῦ [[γέρων]] (senator), οἱονεὶ πρῶτος ἢ [[πρόεδρος]], τῶν ἐφόρων Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1237, 1326· νομοφυλάκων 1363· βιδέων 1364Α· συναρχίας 1347, 1375· τῆς φυλῆς 1273. 1377· τᾶς ὠβᾶς 1272 κἑξ. 2) ἐν τῷ συγκρ. πρεσβύτερος, [[μέλος]] τοῦ Ἰουδαϊκοῦ συμβουλίου, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιςϳ, 21, κτλ.· πρεσβύτερος, τῆς ἐκκλησίας, [[ἱερεύς]], Πράξ. Ἀποστ. ιαϳ, 30, κϳ 17, Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. εϳ, 19, κτλ.· καὶ αὐτοὶ οἱ Ἀπόστολοι καλοῦσιν ἑαυτοὺς διὰ τοῦ ὁνόματος τούτου, Βϳ Ἐπιστ. Ἰω. αϳ, 1, Γϳ τοῦ [[αὐτοῦ]] αϳ, 1, πρβλ. Αϳ Ἐπιστ. Πέτρ. εϳ, 1. IV. [[ὄνομα]] τοῦ πτηνοῦ τροχίλου, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 11, 5, «[[πρέσβυς]]· [[γέρων]]. καὶ [[ὄρνις]] ὁ τρόχιλος» Ἡσύχ.· ― [[ὡσαύτως]] [[ὄνομα]] εἴδους κολοιοῦ ἢ κορώνης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τὸ πρέσβυς [[εἶναι]] ταὐτὸν τῷ Λατ. pris-cus, παραβάλλων τὸν Κρητικὸν τύπον πρεῖγυς, ὃ ἴδε, καὶ ὅτι ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ Σανσκρ. pra-yas, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] συγκρ. τοῦ pra (πρό), ὅτε ἡ πρώτη [[σημασία]] [[εἶναι]], ὁ προγενέστερος, ὁ πρότερον γεννηθείς). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρέσβεις· γέροντες. βασιλεῖς, ἄρχοντες, προτιμώμενοι. καὶ οἱ πρεσβευταὶ μεσῖται, ἀπόστολοι [] ἕνεκεν εἰρήνης». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
|elnltext=πρέσβυς -εως [~ πρός] bij Hom. alleen comp. en superl., vocat. πρέσβυ; f. ook πρέσβειρα, -ας; plur. πρέσβεις, gen. πρέσβεων, dat. πρέσβεσι, acc. πρέσβεις; comp. πρεσβύτερος, superl. πρεσβύτατος en πρέσβιστος adj. bejaard, oud:; Νηρέα... πρεσβύτατον παίδων Nereus, de oudste van zijn kinderen Hes. Th. 234; ὁ πρέσβυς Πόλυβος de oude Polybus Soph. OT 941; ouder:; ἡγεμὼν ὁ πρέσβυς de oudere leider (van de twee Atriden, d.w.z. Agamemnon) Aeschl. Ag. 184; meestal comp.. πλεῖν ἢ’ νιαυτῷ πρεσβύτερος meer dan een jaar ouder Aristoph. Ran. 18; νέων τε ὄντων καὶ ἐπὶ τὸ πρεσβύτερον ἰόντων zowel als ze jong zijn als wanneer ze wat ouder worden Plat. Lg. 631e. eerbiedwaardig:; ἐγὼ παλαιότατός εἰμι, σὺ δὲ πρεσβύτατος ik ben de oudste, maar jij de meest aanzienlijke Plut. Nic. 15.2; belangrijk, in comp.:; τὰ γὰρ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ἐποιεῦντο ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν want zij vonden de zaken van de goden belangrijker dan die van de mensen Hdt. 5.63.2; πρεσβύτερον ἔτι κακοῦ κακόν een kwaad dat nog erger is dan kwaad Soph. OT 1365; ἐμοὶ... οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον voor mij is niets belangrijker Plat. Smp. 218d; adv.. πρεσβυτέρως met meer eerbied Plat. Resp. 548c. subst. oude man:. δριμὺς πρέσβυς een scherpzinnige oude man Aristoph. Av. 255. gezant:. ἥξουσι πρέσβεις δεῦρο er zullen gezanten hierheen komen Aristoph. Av. 1532.
}}
{{elru
|elrutext='''πρέσβυς:''' εως adj. (только nom., voc. πρέσβυ, acc. πρέσβυν; pl. - только в знач. [[πρέσβυς]] 2 - πρέσβεις и эп. [[πρέσβηες]]; dual. [[πρέσβη]] или πρεσβῆ; compar. [[πρεσβύτερος]], superl. πρεσβύτατος и [[πρέσβιστος]])<br /><b class="num">1)</b> [[старый]] (ὁ π. [[Πόλυβος]] Soph.; [[ἄναξ]] Aesch.; οἱ παῖδες καὶ οἱ πρεσβύτεροι Xen.): πρεσβύτατος γενεῇ Hom. старший по рождению; ἐνιαυτῷ [[πρεσβύτερος]] Arph. годом старше; ἐπὶ τὸ πρεσβύτερον [[ἰέναι]] Plat. становиться старше, стареть;<br /><b class="num">2)</b> [[почтенный]], [[уважаемый]] (βουλαί Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[значительный]], [[важный]]: πρεσβύτερόν τι ποιεῖσθαι ἤ τι Her. ставить что-л. выше чего-л.; πρεσβύτατον κρίνειν τι Thuc. считать что-л. самым главным; πρεσβύτερον κακοῦ [[κακόν]] τι Soph. какое-л. неслыханное несчастье.<br />εως ὁ (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> [[старейшина]], [[вождь]] Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> [[посол]] Aesch., Thuc., Xen., Dem., Arph.;<br /><b class="num">3)</b> [[птица королек]] Arst.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 34: Line 37:
|lsmtext='''πρέσβυς:''' -εως, ὁ, κλητ. <i>πρέσβυ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεγάλος]] σε [[ηλικία]] [[άνθρωπος]], Λατ. [[senex]] (στον πεζό λόγο ο [[τύπος]] είναι [[πρεσβύτης]]), σε Σοφ., Ευρ.· ο [[πρέσβυς]] χρησιμ. περισσότερο όπως το [[πρεσβύτερος]], ο μεγαλύτερος σε [[ηλικία]], ο γεροντότερος, σε Αισχύλ.· πληθ. <i>πρέσβεις</i>, οι ηλικιωμένοι, οι γέροντες, πάντα με τη [[σημασία]] του αξιώματος, εννοώντας δηλ. οι άρχοντες, οι ηγεμόνες, στον ίδ.· Επικ. <i>πρέσβηες</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> ο Όμηρ. χρησιμοποιεί μόνο τον συγκρ. και υπερθ.· συγκρ. [[πρεσβύτερος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, μεγαλύτερος, γεροντότερος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· <i>ἐνιαυτῷ</i>, κατά ένα [[έτος]], σε Αριστοφ.· <i>βουλαὶ πρεσβύτεραι</i>, οι σοφές γνώμες των ηλικιωμένων, σε Πίνδ.· υπερθ. <i>πρεσβύτατος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, ο πιο [[μεγάλος]], ο πιο ηλικιωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· ο συγκρ. και υπερθ. λέγεται για πράγματα, <i>πρεσβύτερόν τι</i> (ή <i>οὐδὲν</i>) <i>ἔχειν</i>, Λατ. [[aliquid]] (ή [[nihil]]) antiquius habere, [[θεωρώ]] κάποιον εντιμότερο ή πιο σημαντικό, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ [[τῶν]] [[ἀνδρῶν]], σε Ηρόδ.· <i>πρεσβύτατον κρίνειν τι</i>, σε Θουκ.· <i>πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι</i>, πιο [[υψηλά]] από..., σε Πλάτ.· απ' όπου, [[απλώς]] λέγεται για [[μέγεθος]], <i>πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ</i>, το ένα [[κακό]] πιο φοβερό από το [[άλλο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως [[πρεσβευτής]], [[εκπρόσωπος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· πληθ. <i>πρέσβεις</i>, χρησιμ. περισσότερο απ' ότι το <i>πρεσβευταί</i>, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[άρχοντας]], [[πρόεδρος]]· συγκρ. [[πρεσβύτερος]], [[πρεσβύτερος]], [[μέλος]] του Ιουδαϊκού συμβουλίου, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.· [[πρεσβύτερος]] της Εκκλησίας, [[ιερέας]], στο ίδ.
|lsmtext='''πρέσβυς:''' -εως, ὁ, κλητ. <i>πρέσβυ</i>,<br /><b class="num">I. 1.</b> [[μεγάλος]] σε [[ηλικία]] [[άνθρωπος]], Λατ. [[senex]] (στον πεζό λόγο ο [[τύπος]] είναι [[πρεσβύτης]]), σε Σοφ., Ευρ.· ο [[πρέσβυς]] χρησιμ. περισσότερο όπως το [[πρεσβύτερος]], ο μεγαλύτερος σε [[ηλικία]], ο γεροντότερος, σε Αισχύλ.· πληθ. <i>πρέσβεις</i>, οι ηλικιωμένοι, οι γέροντες, πάντα με τη [[σημασία]] του αξιώματος, εννοώντας δηλ. οι άρχοντες, οι ηγεμόνες, στον ίδ.· Επικ. <i>πρέσβηες</i>, σε Ησίοδ.<br /><b class="num">2.</b> ο Όμηρ. χρησιμοποιεί μόνο τον συγκρ. και υπερθ.· συγκρ. [[πρεσβύτερος]], <i>-α</i>, <i>-ον</i>, μεγαλύτερος, γεροντότερος, σε Ομήρ. Ιλ., Ηρόδ., Πίνδ., Αττ.· <i>ἐνιαυτῷ</i>, κατά ένα [[έτος]], σε Αριστοφ.· <i>βουλαὶ πρεσβύτεραι</i>, οι σοφές γνώμες των ηλικιωμένων, σε Πίνδ.· υπερθ. <i>πρεσβύτατος</i>, <i>-η</i>, <i>-ον</i>, ο πιο [[μεγάλος]], ο πιο ηλικιωμένος, σε Ομήρ. Ιλ., Ησίοδ. κ.λπ.· ο συγκρ. και υπερθ. λέγεται για πράγματα, <i>πρεσβύτερόν τι</i> (ή <i>οὐδὲν</i>) <i>ἔχειν</i>, Λατ. [[aliquid]] (ή [[nihil]]) antiquius habere, [[θεωρώ]] κάποιον εντιμότερο ή πιο σημαντικό, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ [[τῶν]] [[ἀνδρῶν]], σε Ηρόδ.· <i>πρεσβύτατον κρίνειν τι</i>, σε Θουκ.· <i>πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι</i>, πιο [[υψηλά]] από..., σε Πλάτ.· απ' όπου, [[απλώς]] λέγεται για [[μέγεθος]], <i>πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ</i>, το ένα [[κακό]] πιο φοβερό από το [[άλλο]], σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> όπως [[πρεσβευτής]], [[εκπρόσωπος]], σε Αισχύλ., Αριστοφ.· πληθ. <i>πρέσβεις</i>, χρησιμ. περισσότερο απ' ότι το <i>πρεσβευταί</i>, σε Αριστοφ., Ξεν. κ.λπ.<br /><b class="num">III.</b> [[άρχοντας]], [[πρόεδρος]]· συγκρ. [[πρεσβύτερος]], [[πρεσβύτερος]], [[μέλος]] του Ιουδαϊκού συμβουλίου, σε Καινή Διαθήκη κ.λπ.· [[πρεσβύτερος]] της Εκκλησίας, [[ιερέας]], στο ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρέσβυς:''' εως adj. (только nom., voc. πρέσβυ, acc. πρέσβυν; pl. - только в знач. [[πρέσβυς]] 2 - πρέσβεις и эп. [[πρέσβηες]]; dual. [[πρέσβη]] или πρεσβῆ; compar. [[πρεσβύτερος]], superl. πρεσβύτατος и [[πρέσβιστος]])<br /><b class="num">1)</b> [[старый]] (ὁ π. [[Πόλυβος]] Soph.; [[ἄναξ]] Aesch.; οἱ παῖδες καὶ οἱ πρεσβύτεροι Xen.): πρεσβύτατος γενεῇ Hom. старший по рождению; ἐνιαυτῷ [[πρεσβύτερος]] Arph. годом старше; ἐπὶ τὸ πρεσβύτερον [[ἰέναι]] Plat. становиться старше, стареть;<br /><b class="num">2)</b> [[почтенный]], [[уважаемый]] (βουλαί Pind.);<br /><b class="num">3)</b> [[значительный]], [[важный]]: πρεσβύτερόν τι ποιεῖσθαι ἤ τι Her. ставить что-л. выше чего-л.; πρεσβύτατον κρίνειν τι Thuc. считать что-л. самым главным; πρεσβύτερον κακοῦ [[κακόν]] τι Soph. какое-л. неслыханное несчастье.<br />εως ὁ (преимущ. pl.)<br /><b class="num">1)</b> [[старейшина]], [[вождь]] Aesch.;<br /><b class="num">2)</b> [[посол]] Aesch., Thuc., Xen., Dem., Arph.;<br /><b class="num">3)</b> [[птица королек]] Arst.
|lstext='''πρέσβυς''': -εως, ὁ, κλητ. πρέσβυ, Ἀριστοφ. Θεσμ. 146· ― [[πρεσβύτης]], [[γέρων]], Λατ. senex, (ἡ παρὰ πεζογράφοις [[λέξις]] [[εἶναι]] [[πρεσβύτης]]), ἐπὶ ταύτης τῆς σημασίας ἐν χρήσει μόνον κατ’ ὀνομ., αἰτ. καὶ κλητ., ὁ πρ. Πόλυβος Σοφ. Ο. Τ. 941· [[Φοῖνιξ]] ὁ πρ. ὁ αὐτ. ἐν Φιλ. 562· πατέρα πρέσβυν [[αὐτόθι]] 665· πρέσβυ ὁ αὐτ. ἐν Ο. Τ. 1013, 1121· ὦ πρέσβυ Εὐρ. Ὀρ. 476 ἀλλὰ τὸ ὁ [[πρέσβυς]] [[εἶναι]] ἐν χρήσει σχεδὸν ὡς τὸ ὁ πρεσβύτερος, ὁ γεροντότερος, ἐν Αἰσχύλ. Ἀγ. 184. 05, 530: (περὶ τοῦ θηλ. ὅρα [[πρέσβα]], πρέσβειρα, [[πρεσβηίς]], [[πρέσβις]])· ― πληθ. πρέσβεις, γέροντες, πρεσβύτεροι ἀείποτε μετὰ τῆς σημασίας τοῦ ἀξιώματος, ἄρχοντες, ἡγεμόνες (ἴδε κατωτ. ΙΙΙ), Αἰσχύλ. Πέρσ. 840· Ἐπικ. πρέσβηες Ἡσ. Ἀσπ. Ἡρ. 245 (ἴδε [[πρεσβεύς]])· ― δυϊκ. πρέσβη, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 495. Ὁ Ὅμ. ποιεῖται χρῆσιν μόνου τοῦ συγκρ. καὶ ὑπερθ., συγκρ. πρεσβύτερος, α, ον, γεροντότερος, Ἰλ. Λ. 787, Ο. 204, Ἡρόδ. 1. 6., 2. 2, Πίνδ., καὶ Ἀττ.· ἐνιαυτῷ, κατὰ ἓν [[ἔτος]], Ἀριστοφ. Βάτρ. 18· πρεσβυτέρα ἀριθ. μοῦ, πρεσβυτέρα παρὰ τὸν προσήκοντα ἀριθμόν, Πινδ. Ἀποσπ. 236· βουλαὶ πρεσβύτεραι, αἱ σοφαὶ βουλαὶ τῶν πρεσβυτέρων, ὁ αὐτ. ἐν Π. 2. 122· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 19 κἑξ.· ἐπὶ τὸ πρ. ἰέναι, ἡλικιοῦσθαι, γίνεσθαι πρεσβύτερον, Πλάτ. Νόμ. 631Ε· ― Ὑπερθ. πρεσβύτατος, η, ον, Ἰλ. Δ. 59, Λ. 740, Ἡσ. Θ. 234, κτλ.· [[μᾶλλον]] [[ὡρισμένως]]: πρ. γενεῇ Ἰλ. Ζ. 24· ἐπὶ ζῴων, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 5. 14, 19, κ. ἀλλ.· ― περὶ τῶν ποιητ. τύπων [[πρέσβιστος]], πρεσβίστατος, ἴδε [[πρέσβιστος]], καὶ πρβλ. [[πρεῖγυς]]. 2) τὸ ὑπερθ. κεῖται συχν. ἐπὶ τῆς σημασίας τοῦ [[σεβάσμιος]], [[σεβαστός]], ἐκ τοῦ σεβασμοῦ τοῦ ἀπονεμομένου εἰς τοὺς ἡλικιωμένους καὶ πεπειραμένους, ἴδε ἐν λ. [[πρέσβιστος]]. 3) τὸ συγκρ. καὶ ὑπερθ. κεῖνται ἐπὶ πραγμάτων, πρεσβύτερόν τι (ἢ οὐδὲν) ἔχειν, [[ὅπερ]] ἀκριβῶς = τῷ Λατ. aliquid (ἢ nihil) antiquius habere, θεωρῶ τι ἐντιμότερον ἢ πλείονος [[τιμῆς]] ἄξιον, ἐκτιμῶ τι περισσότερον, τὰ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ποιεῖσθαι ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν Ἡρόδ. 5. 63· οὐδὲν πρεσβύτερον [[νομίζω]] τᾶς σωφροσύνας Εὐρ. Ἀποσπ. 951· ἐμοὶ οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον τοῦ... Πλάτ. Συμπ. 218D· πρεσβύτατον κρίνειν τι Θουκ. 4. 61· πρεσβυτέρως γυμναστικὴν μουσικῆς τετιμηκέναι Πλάτ. Πολ. 548C (πρβλ. Liv. 7. 31 antiquior fides)· ― [[ἐντεῦθεν]] [[ἁπλῶς]] ἐπὶ μεγέθους, πρεσβύτερον κακὸν κακοῦ, μεγαλείτερον ἄλλου κακοῦ, Σοφ. Ο. Τ. 1365· χρεῶν πάντων πρεσβύτατα Πλάτ. Νόμ. 717D· πρβλ. πρεσδεύω Ι. 2. ΙΙ. ὡς τὸ [[πρεσβευτής]], ἀπεσταλμένος, ἐν τῷ ἑνικῷ μόνον παρὰ ποιηταῖς, Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 728· ὁ [[πρέσβυς]] [[οὔτε]] τύπτεται οὔθ’ ὑβρίζεται Ποιητὴς παρὰ τῷ Σχολ. Ἰλιάδ. Δ. 394· γεν. πρέσβεως Ἀριστοφ. Ἀχ. 93· ― ἀλλ’ ὁ πληθ. πρέσβεις [[εἶναι]] εὐχρηστότερος τοῦ πρεσβευταί, Ἀριστοφ. Ἀχ. 61· σπονδαὶ παρὰ Θουκ. 4. 118, Ξεν. Ἑλλ. 4. 8, 13, Δημ. 398. 26, 1, κτλ.· γεν. πρέσβεων, δοτ. πρέσβεσι Ἀριστοφ. Ἀχ. 62. 76· ἐν τῇ αὐτῇ προτάσει ἀμφότεροι οἱ τύποι: πρεσβευτὰς οὖν... ὑμᾶς [[ἡμεῖς]] οἱ πρέσβεις ποιοῦμεν Ἀνδοκ. 28. 37. ΙΙΙ. ἐν Σπάρτῃ [[ὄνομα]] πολιτικῆς θέσεως διάφορον τοῦ [[γέρων]] (senator), οἱονεὶ πρῶτος ἢ [[πρόεδρος]], τῶν ἐφόρων Ἐπιγραφ. Λακων. ἐν τῇ Συλλ. Ἐπιγρ. 1237, 1326· νομοφυλάκων 1363· βιδέων 1364Α· συναρχίας 1347, 1375· τῆς φυλῆς 1273. 1377· τᾶς ὠβᾶς 1272 κἑξ. 2) ἐν τῷ συγκρ. πρεσβύτερος, [[μέλος]] τοῦ Ἰουδαϊκοῦ συμβουλίου, Εὐαγγ. κ. Ματθ. ιςϳ, 21, κτλ.· πρεσβύτερος, τῆς ἐκκλησίας, [[ἱερεύς]], Πράξ. Ἀποστ. ιαϳ, 30, κϳ 17, Αϳ Ἐπιστ. πρ. Τιμ. εϳ, 19, κτλ.· καὶ αὐτοὶ οἱ Ἀπόστολοι καλοῦσιν ἑαυτοὺς διὰ τοῦ ὁνόματος τούτου, Βϳ Ἐπιστ. Ἰω. αϳ, 1, Γϳ τοῦ [[αὐτοῦ]] αϳ, 1, πρβλ. Αϳ Ἐπιστ. Πέτρ. εϳ, 1. IV. [[ὄνομα]] τοῦ πτηνοῦ τροχίλου, Ἀριστ. περὶ τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 11, 5, «[[πρέσβυς]]· [[γέρων]]. καὶ [[ὄρνις]] ὁ τρόχιλος» Ἡσύχ.· ― [[ὡσαύτως]] [[ὄνομα]] εἴδους κολοιοῦ ἢ κορώνης, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 9. 1, 15. (Ὁ Κούρτ. δοξάζει ὅτι τὸ πρέσβυς [[εἶναι]] ταὐτὸν τῷ Λατ. pris-cus, παραβάλλων τὸν Κρητικὸν τύπον πρεῖγυς, ὃ ἴδε, καὶ ὅτι ἡ [[ῥίζα]] [[εἶναι]] ἡ αὐτὴ τῇ τοῦ Σανσκρ. pra-yas, [[ὅπερ]] [[εἶναι]] συγκρ. τοῦ pra (πρό), ὅτε ἡ πρώτη [[σημασία]] [[εἶναι]], ὁ προγενέστερος, ὁ πρότερον γεννηθείς). ― Καθ’ Ἡσύχ.: «πρέσβεις· γέροντες. βασιλεῖς, ἄρχοντες, προτιμώμενοι. καὶ οἱ πρεσβευταὶ μεσῖται, ἀπόστολοι [ἢ] ἕνεκεν εἰρήνης». ― Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 132.
}}
{{elnl
|elnltext=πρέσβυς -εως [~ πρός] bij Hom. alleen comp. en superl., vocat. πρέσβυ; f. ook πρέσβειρα, -ας; plur. πρέσβεις, gen. πρέσβεων, dat. πρέσβεσι, acc. πρέσβεις; comp. πρεσβύτερος, superl. πρεσβύτατος en πρέσβιστος adj. bejaard, oud:; Νηρέα... πρεσβύτατον παίδων Nereus, de oudste van zijn kinderen Hes. Th. 234; ὁ πρέσβυς Πόλυβος de oude Polybus Soph. OT 941; ouder:; ἡγεμὼν ὁ πρέσβυς de oudere leider (van de twee Atriden, d.w.z. Agamemnon) Aeschl. Ag. 184; meestal comp.. πλεῖν ἢ’ νιαυτῷ πρεσβύτερος meer dan een jaar ouder Aristoph. Ran. 18; νέων τε ὄντων καὶ ἐπὶ τὸ πρεσβύτερον ἰόντων zowel als ze jong zijn als wanneer ze wat ouder worden Plat. Lg. 631e. eerbiedwaardig:; ἐγὼ παλαιότατός εἰμι, σὺ δὲ πρεσβύτατος ik ben de oudste, maar jij de meest aanzienlijke Plut. Nic. 15.2; belangrijk, in comp.:; τὰ γὰρ τοῦ θεοῦ πρεσβύτερα ἐποιεῦντο ἢ τὰ τῶν ἀνδρῶν want zij vonden de zaken van de goden belangrijker dan die van de mensen Hdt. 5.63.2; πρεσβύτερον ἔτι κακοῦ κακόν een kwaad dat nog erger is dan kwaad Soph. OT 1365; ἐμοὶ... οὐδέν ἐστι πρεσβύτερον voor mij is niets belangrijker Plat. Smp. 218d; adv.. πρεσβυτέρως met meer eerbied Plat. Resp. 548c. subst. oude man:. δριμὺς πρέσβυς een scherpzinnige oude man Aristoph. Av. 255. gezant:. ἥξουσι πρέσβεις δεῦρο er zullen gezanten hierheen komen Aristoph. Av. 1532.
}}
}}
{{etym
{{etym