Anonymous

πρακτός: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ή, όν :<br />qui peut <i>ou</i> doit être fait, faisable, praticable.<br />'''Étymologie:''' [[πράσσω]].
|btext=ή, όν :<br />qui peut <i>ou</i> doit être fait, faisable, praticable.<br />'''Étymologie:''' [[πράσσω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πρακτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πράσσω]]· τὰ πρακτά, πράγματα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ γείνωσιν, ἅτινα δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν ὡς σημεῖα ἠθικῆς ἐνεργείας, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 2, 1., 4. 6, 4, κτλ. 2) ὁ δυνάμενος νὰ πραχθῇ, νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα = ναυσιπέρατα, Ποιητὴς ἐν Ruhnk. Ep. Crit. 192· ἀλλὰ πρβλ. [[πράσσω]] Ι. ΙΙ. πρακτὸς ὑπό τινος, ὁ κληθεὶς ὑπό τινος [[ὅπως]] ἀποτίσῃ χρήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448, VII. 2 καὶ 22· πρβλ. [[πράσσω]] V. 1.
|elnltext=πρακτός --όν [πράττω] doenlijk, uitvoerbaar, realiseerbaar:; πρακτὰ ἀγαθά realiseerbare goede dingen Aristot. EN 1095a16; gedaan, subst. τὰ πρακτά handelingen. Aristot. EN 1094a19.
}}
{{elru
|elrutext='''πρακτός:''' [adj. verb. к [[πράσσω]] выполнимый или подлежащий выполнению Arst. etc.
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''πρακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[πράσσω]]· <i>τὰ πρακτά</i>, πράγματα που πρέπει να γίνουν, στοιχεία ηθικής υφής, σε Αριστ.
|lsmtext='''πρακτός:''' -ή, -όν, ρημ. επίθ. του [[πράσσω]]· <i>τὰ πρακτά</i>, πράγματα που πρέπει να γίνουν, στοιχεία ηθικής υφής, σε Αριστ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πρακτός:''' [adj. verb. к [[πράσσω]] выполнимый или подлежащий выполнению Arst. etc.
|lstext='''πρακτός''': -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ. τοῦ [[πράσσω]]· τὰ πρακτά, πράγματα τὰ ὁποῖα πρέπει νὰ γείνωσιν, ἅτινα δύνανται νὰ χρησιμεύσωσιν ὡς σημεῖα ἠθικῆς ἐνεργείας, Ἀριστ. Ἠθικ. Νικ. 1. 2, 1., 4. 6, 4, κτλ. 2) ὁ δυνάμενος νὰ πραχθῇ, νηυσὶ πρηκτὰ κέλευθα = ναυσιπέρατα, Ποιητὴς ἐν Ruhnk. Ep. Crit. 192· ἀλλὰ πρβλ. [[πράσσω]] Ι. ΙΙ. πρακτὸς ὑπό τινος, ὁ κληθεὶς ὑπό τινος [[ὅπως]] ἀποτίσῃ χρήματα, Συλλ. Ἐπιγρ. 2448, VII. 2 καὶ 22· πρβλ. [[πράσσω]] V. 1.
}}
{{elnl
|elnltext=πρακτός -ή -όν [πράττω] doenlijk, uitvoerbaar, realiseerbaar:; πρακτὰ ἀγαθά realiseerbare goede dingen Aristot. EN 1095a16; gedaan, subst. τὰ πρακτά handelingen. Aristot. EN 1094a19.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=[[πρακτός]], ή, όν verb. adj. of [[πράσσω]]<br />τὰ πρακτά things to be done, points of [[moral]] [[action]], Arist.
|mdlsjtxt=[[πρακτός]], ή, όν verb. adj. of [[πράσσω]]<br />τὰ πρακτά things to be done, points of [[moral]] [[action]], Arist.
}}
}}