Anonymous

πετραῖος: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> de rocher :<br /><b>1</b> produit par un rocher (ombre);<br /><b>2</b> fait d'un rocher (antre, grotte);<br /><b>II.</b> qui vit au milieu des rochers.<br />'''Étymologie:''' [[πέτρα]].
|btext=α, ον :<br /><b>I.</b> de rocher :<br /><b>1</b> produit par un rocher (ombre);<br /><b>2</b> fait d'un rocher (antre, grotte);<br /><b>II.</b> qui vit au milieu des rochers.<br />'''Étymologie:''' [[πέτρα]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''πετραῖος''': , -ον, ὁ τοῦ βράχου, ὁ εἰς βράχον ἀνήκων, σκιὴ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 587· Σκύλλη πετραίη, ἡ προσπεφυκυῖα ταῖς πέτραις, Ὀδ. Μ. 231· [[ὄρνις]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 3· Νύμφαι π., Νύμφαι τῶν βράχων, Εὐρ. Ἠλ. 805· π. τῶν ἰχθυδίων, τὰ πετρόψαρα, Λατ. saxatiles pisces, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Φινεῖ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke·ὁ Ἀριστ. διαιρεῖ τὰ θαλάσσια ζῷα εἰς πελάγια, αἰγιαλώδη καὶ πετραῖα, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 31, πρβλ. 8. 13, 4, κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐκ βράχου, [[βραχώδης]], [[ἀγκάλη]] (ἴδε ἐν λ.)· [[τάφος]] π. Σοφ. Ἠλ. 151· π. [[δειράς]], [[λέπας]], [[χθών]], ἄντρα, κτλ., Τραγ.· χωρία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 8. ΙΙ. Πετραῖος, ἐπίθ. τοῦ Ποσειδῶνος ἐν Θεσσαλίᾳ ὡς διασχίσαντος τοὺς βράχους τῶν Τεμπῶν καὶ ξηράναντος τὴν Θεσσαλίαν, Πινδ. Π. 4. 245.
|elnltext=πετραῖος -α -ον [πέτρα] van een rots:; εἴη πετραίη... σκιή moge er dan schaduw van een rots zijn Hes. Op. 589; bij rotsen:. Σκύλλην πετραίην Scylla, die op rotsen leeft Od. 12.231. rotsachtig, rots-:. ἐν τάφῳ πετραίῳ in een rotsgraf Soph. El. 151.
}}
{{elru
|elrutext='''πετραῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[скалистый]], [[каменистый]] ([[Σκῦρος]] Soph.; [[χθών]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[сделанный из скалы]], [[каменный]] ([[τάφος]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[обитающий в скалах]] ([[Σκύλλη]] Hom.; [[ὄρνις]] Aesch.; Νύμφαι Eur.);<br /><b class="num">4)</b> [[отбрасываемый скалой]] ([[σκιή]] Hes.);<br /><b class="num">5)</b> [[оторванный от скалы]] ([[λίθος]] Eur.).
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''πετραῖος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει σε βράχο, σε Ησίοδ.· αυτός που ζει πάνω ή [[ανάμεσα]] στα βράχια, σε Ομήρ. Οδ.· <i>Νύμφαι πετραῖαι</i>, Νύμφες των βράχων, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που προέρχεται από βράχο, [[βραχώδης]], [[τάφος]] [[πετραῖος]], σε Σοφ.· [[πετραῖος]] [[δειράς]], [[λέπας]], [[χθών]], <i>ἄντρα</i> κ.λπ., σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Πετραῖος</i>, επίθ. του Ποσειδώνα στη [[Θεσσαλία]], ο [[οποίος]] διέσχισε τους βράχους των Τεμπών, σε Πίνδ.
|lsmtext='''πετραῖος:''' -α, -ον,<br /><b class="num">I. 1.</b> αυτός που ανήκει σε βράχο, σε Ησίοδ.· αυτός που ζει πάνω ή [[ανάμεσα]] στα βράχια, σε Ομήρ. Οδ.· <i>Νύμφαι πετραῖαι</i>, Νύμφες των βράχων, σε Ευρ.<br /><b class="num">2.</b> αυτός που προέρχεται από βράχο, [[βραχώδης]], [[τάφος]] [[πετραῖος]], σε Σοφ.· [[πετραῖος]] [[δειράς]], [[λέπας]], [[χθών]], <i>ἄντρα</i> κ.λπ., σε Τραγ.<br /><b class="num">II.</b> <i>Πετραῖος</i>, επίθ. του Ποσειδώνα στη [[Θεσσαλία]], ο [[οποίος]] διέσχισε τους βράχους των Τεμπών, σε Πίνδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''πετραῖος:'''<br /><b class="num">1)</b> [[скалистый]], [[каменистый]] ([[Σκῦρος]] Soph.; [[χθών]] Eur.);<br /><b class="num">2)</b> [[сделанный из скалы]], [[каменный]] ([[τάφος]] Soph.);<br /><b class="num">3)</b> [[обитающий в скалах]] ([[Σκύλλη]] Hom.; [[ὄρνις]] Aesch.; Νύμφαι Eur.);<br /><b class="num">4)</b> [[отбрасываемый скалой]] ([[σκιή]] Hes.);<br /><b class="num">5)</b> [[оторванный от скалы]] ([[λίθος]] Eur.).
|lstext='''πετραῖος''': -α, -ον, ὁ τοῦ βράχου, ὁ εἰς βράχον ἀνήκων, σκιὴ Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 587· Σκύλλη πετραίη, ἡ προσπεφυκυῖα ταῖς πέτραις, Ὀδ. Μ. 231· [[ὄρνις]] Αἰσχύλ. Ἀποσπ. 305. 3· Νύμφαι π., Νύμφαι τῶν βράχων, Εὐρ. Ἠλ. 805· π. τῶν ἰχθυδίων, τὰ πετρόψαρα, Λατ. saxatiles pisces, Θεόπομπ. Κωμικ. ἐν «Φινεῖ» 1, [[ἔνθα]] ἴδε Meineke·ὁ Ἀριστ. διαιρεῖ τὰ θαλάσσια ζῷα εἰς πελάγια, αἰγιαλώδη καὶ πετραῖα, π. τὰ Ζ. Ἱστ. 1. 1, 31, πρβλ. 8. 13, 4, κ. ἀλλ. 2) ὁ ἐκ βράχου, [[βραχώδης]], [[ἀγκάλη]] (ἴδε ἐν λ.)· [[τάφος]] π. Σοφ. Ἠλ. 151· π. [[δειράς]], [[λέπας]], [[χθών]], ἄντρα, κτλ., Τραγ.· χωρία Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 17, 8. ΙΙ. Πετραῖος, ἐπίθ. τοῦ Ποσειδῶνος ἐν Θεσσαλίᾳ ὡς διασχίσαντος τοὺς βράχους τῶν Τεμπῶν καὶ ξηράναντος τὴν Θεσσαλίαν, Πινδ. Π. 4. 245.
}}
{{elnl
|elnltext=πετραῖος -α -ον [πέτρα] van een rots:; εἴη πετραίη... σκιή moge er dan schaduw van een rots zijn Hes. Op. 589; bij rotsen:. Σκύλλην πετραίην Scylla, die op rotsen leeft Od. 12.231. rotsachtig, rots-:. ἐν τάφῳ πετραίῳ in een rotsgraf Soph. El. 151.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj