Anonymous

προπομπεύω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> marcher en tête d'une procession ; <i>en gén.</i> marcher en tête, former l'avant-garde;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> accompagner <i>ou</i> escorter processionnellement ; <i>en gén.</i> accompagner, faire cortège.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πομπεύω]].
|btext=<b>1</b> <i>intr.</i> marcher en tête d'une procession ; <i>en gén.</i> marcher en tête, former l'avant-garde;<br /><b>2</b> <i>tr.</i> accompagner <i>ou</i> escorter processionnellement ; <i>en gén.</i> accompagner, faire cortège.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[πομπεύω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προπομπεύω''': προπορεύομαι ἐν πομπῇ, τινὸς Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 25, Πλούτ. 2. 365Α, Ἡρῳδιαν. 5. 6. ἀπολ., Ἡρῳδιαν. 2. 13, κτλ. 2) [[φέρω]] τι ἐν πομπῇ πρό τινος, προπομπεύειν ῥάβδους ἐνομοθέτησεν (ὁ Ρωμύλος) Αἰλ. περὶ Ζῴων 10, 22.
|elnltext=προπομπεύω [προπομπή] in processie begeleiden.
}}
{{elru
|elrutext='''προπομπεύω:''' [[идти во главе шествия]], [[предшествовать]] (τινός Luc., Plut.).
}}
}}
{{grml
{{grml
Line 25: Line 28:
|lsmtext='''προπομπεύω:''' ([[προπομπός]]), μέλ. <i>-σω</i>, αυτός που βαδίζει από [[πριν]], προπορεύεται σε μια [[πομπή]], <i>τινός</i> [[πριν]] από αυτόν ή αυτό, σε Λουκ.
|lsmtext='''προπομπεύω:''' ([[προπομπός]]), μέλ. <i>-σω</i>, αυτός που βαδίζει από [[πριν]], προπορεύεται σε μια [[πομπή]], <i>τινός</i> [[πριν]] από αυτόν ή αυτό, σε Λουκ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προπομπεύω:''' [[идти во главе шествия]], [[предшествовать]] (τινός Luc., Plut.).
|lstext='''προπομπεύω''': προπορεύομαι ἐν πομπῇ, τινὸς Λουκ. π. τῶν ἐπὶ Μισθ. Συνόντ. 25, Πλούτ. 2. 365Α, Ἡρῳδιαν. 5. 6. ἀπολ., Ἡρῳδιαν. 2. 13, κτλ. 2) [[φέρω]] τι ἐν πομπῇ πρό τινος, προπομπεύειν ῥάβδους ἐνομοθέτησεν (ὁ Ρωμύλος) Αἰλ. περὶ Ζῴων 10, 22.
}}
{{elnl
|elnltext=προπομπεύω [προπομπή] in processie begeleiden.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=fut. σω [[προπομπός]]<br />to go [[before]] in a [[procession]], τινός [[before]] him or it, Luc.
|mdlsjtxt=fut. σω [[προπομπός]]<br />to go [[before]] in a [[procession]], τινός [[before]] him or it, Luc.
}}
}}