Anonymous

προβλώσκω: Difference between revisions

From LSJ
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=<i>prés. et ao.2</i>;<br />s'avancer, sortir.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βλώσκω]].
|btext=<i>prés. et ao.2</i>;<br />s'avancer, sortir.<br />'''Étymologie:''' [[πρό]], [[βλώσκω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''προβλώσκω''': ἀόρ. ἀπαρ. [[προμολεῖν]]· ― [[ὑπάγω]] ἢ [[ἔρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]], [[ἐξέρχομαι]] τῆς οἰκίας, δμωὰς δ’ οὐκ εἴα προβλωσκέμεν, «προϊέναι, προέρχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 25· ὁ δὲ προμολὼν Δ. 22, πρβλ. Ω. 388, Ἰλ. Φ. 37· μή τι [[θύραζε]] προβλώσκειν Ὀδ. Φ. 239, 385.
|elnltext=προ-βλώσκω, ep. praes. inf. προβλωσκέμεν; ep. aor. πρόμολον, imperat. πρόμολε, ptc. προμολών, te voorschijn komen.
}}
{{elru
|elrutext='''προβλώσκω:''' (эп. inf. тж. προβλωσκέμεν, 3 л. pl. aor. [[πρόμολον]], imper. πρόμολε, part. [[προμολών]]) выходить ([[θύραζε]] Hom.): πρόμολ᾽ [[ὧδε]] Hom. выйди сюда.
}}
}}
{{Autenrieth
{{Autenrieth
Line 28: Line 31:
|lsmtext='''προβλώσκω:''' Επικ. απαρ. <i>-βλωσκέμεν</i>, αόρ. βʹ απαρ. [[προμολεῖν]]· [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]], [[εξέρχομαι]] από το [[σπίτι]], σε Όμηρ.
|lsmtext='''προβλώσκω:''' Επικ. απαρ. <i>-βλωσκέμεν</i>, αόρ. βʹ απαρ. [[προμολεῖν]]· [[πηγαίνω]] ή [[έρχομαι]], [[εξέρχομαι]] από το [[σπίτι]], σε Όμηρ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''προβλώσκω:''' (эп. inf. тж. προβλωσκέμεν, 3 л. pl. aor. [[πρόμολον]], imper. πρόμολε, part. [[προμολών]]) выходить ([[θύραζε]] Hom.): πρόμολ᾽ [[ὧδε]] Hom. выйди сюда.
|lstext='''προβλώσκω''': ἀόρ. ἀπαρ. [[προμολεῖν]]· ― [[ὑπάγω]] [[ἔρχομαι]], [[παρουσιάζομαι]], [[ἐξέρχομαι]] τῆς οἰκίας, δμωὰς δ’ οὐκ εἴα προβλωσκέμεν, «προϊέναι, προέρχεσθαι» (Σχόλ.), Ὀδ. Τ. 25· ὁ δὲ προμολὼν Δ. 22, πρβλ. Ω. 388, Ἰλ. Φ. 37· μή τι [[θύραζε]] προβλώσκειν Ὀδ. Φ. 239, 385.
}}
{{elnl
|elnltext=προ-βλώσκω, ep. praes. inf. προβλωσκέμεν; ep. aor. πρόμολον, imperat. πρόμολε, ptc. προμολών, te voorschijn komen.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj
|mdlsjtxt=epic inf. -βλωσκέμεν aor2 inf. [[προμολεῖν]]<br />to go or [[come]] [[forth]], to go out of the [[house]], Hom.
|mdlsjtxt=epic inf. -βλωσκέμεν aor2 inf. [[προμολεῖν]]<br />to go or [[come]] [[forth]], to go out of the [[house]], Hom.
}}
}}