Anonymous

ποίημα: Difference between revisions

From LSJ
No change in size ,  2 October 2022
m
Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1"
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{bailly.*}}\n)" to "$2$1")
m (Text replacement - "(?s)({{ls\n\|lstext.*}}\n)({{.*}}\n)({{elru.*}}\n)({{elnl.*}}\n)" to "$4$3$2$1")
Line 16: Line 16:
|btext=ατος (τό) :<br />ce que l'on fait :<br /><b>I.</b> œuvre, ouvrage, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> ouvrage manuel (meuble, statue, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> création de l'esprit, invention ; <i>particul.</i> ouvrage de poésie, poème, <i>etc.</i><br /><b>II.</b> action (<i>p. opp. à</i> [[πάθημα]]).<br />'''Étymologie:''' [[ποιέω]].
|btext=ατος (τό) :<br />ce que l'on fait :<br /><b>I.</b> œuvre, ouvrage, <i>particul.</i> :<br /><b>1</b> ouvrage manuel (meuble, statue, <i>etc.</i>);<br /><b>2</b> création de l'esprit, invention ; <i>particul.</i> ouvrage de poésie, poème, <i>etc.</i><br /><b>II.</b> action (<i>p. opp. à</i> [[πάθημα]]).<br />'''Étymologie:''' [[ποιέω]].
}}
}}
{{ls
{{elnl
|lstext='''ποίημα''': τό, ([[ποιέω]]) πᾶν τὸ ποιούμενον ἢ ποιηθέν· [[ὅθεν]], Ι. [[ἔργον]]. π. χρύσεα, χάλκεα καὶ σιδήρεα Ἡρόδ. 4. 5., 7. 84, πρβλ. 2. 135· συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ τεχνίτου, τῷ Παρίῳ [[ποίημα]] Κολώτεω Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 24· Γλαύκου τοῦ Χίου [[ποίημα]] Ἡρόδ. 1. 25· ἐπὶ τῶν ἔργων τοῦ Δαιδάλου, Πλάτ. Μένων 97Ε· π. ἐραστοῦ, [[εὕρημα]], [[τέχνασμα]], [[ἐπίνοια]] ἐραστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 474Ε. 2) ποιητικὸν [[ἔργον]], [[ποίημα]], Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7, Πλάτ. Φαίδων 60C, Λῦσ. 221D· τὰ κατὰ μέτρου, τὰ μετὰ μέτρου π. Ἰσοκρ. 16Β. 319Β· π. εἰς τὰς Μούσας Συλλ. Ἐπιγρ. 1585, 9· ― ποιήματα ὡς τὸ Λατ. carmina, μονόστιχα, = ἔπη, Διον. Ἁλ. 1. 41, πρβλ. Schäf. de Comp. σ. 80, 257. 3) [[πλάσμα]], πλαστόν τι καὶ οὐχὶ ἀληθές, Ἀρρ. ἐν Ἀν. 5. 6. ΙΙ. [[πρᾶξις]], [[ἐνέργεια]], ἀντίθετ. τῷ [[πάθημα]], Πλάτ. Πολ. 437Β, Σοφιστ. 248Β, κ. ἀλλ.
|elnltext=ποίημα -ατος, τό [ποιέω] maaksel, artefact, product:. χρύσεα ποιήματα gouden gereedschappen Hdt. 4.5.3; τοὔνομα οἴει τινὸς ἄλλου ποίημα εἶναι ἢ ἐραστοῦ; denk je dat dat woord door iemand anders geproduceerd is dan door iemand die verliefd was? Plat. Resp. 474e. dichtwerk:. τὰ μετὰ μέτρου ποιήματα werken in versvorm Isocr. 2.7. handeling:. εἴτε ποιημάτων εἴτε παθημάτων (tegenstellingen) of het nu actieve handelingen of passieve ondervindingen zijn Plat. Resp. 437b.
}}
{{elru
|elrutext='''ποίημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[изделие]] (ποιήματα χρύσεα Her.; ποιήματα ἀργύρεα Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[произведение]], [[творение]] (Γλαύκου τοῦ Χίου Her.; sc. Δαιδάλου Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[сочинение]], [[вымысел]] (ἐραστοῦ Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[стихотворение]], [[поэма]]: π. Κρόνῳ συγκείμενον Plat. стихи в честь Крона;<br /><b class="num">5)</b> [[дело]], [[действие]], [[деяние]] ([[εἴτε]] ποιήματα [[εἴτε]] παθήματα Plat.).
}}
}}
{{StrongGR
{{StrongGR
Line 31: Line 34:
|lsmtext='''ποίημα:''' -ατος, τό ([[ποιέω]]), οτιδήποτε φτιάχνεται ή γίνεται· απ' όπου,<br /><b class="num">I.</b> [[έργο]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> ποιητικό [[δημιούργημα]], [[ποίημα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πράξη]], [[ενέργεια]], στον ίδ.
|lsmtext='''ποίημα:''' -ατος, τό ([[ποιέω]]), οτιδήποτε φτιάχνεται ή γίνεται· απ' όπου,<br /><b class="num">I.</b> [[έργο]], σε Ηρόδ., Πλάτ.<br /><b class="num">2.</b> ποιητικό [[δημιούργημα]], [[ποίημα]], σε Πλάτ.<br /><b class="num">II.</b> [[πράξη]], [[ενέργεια]], στον ίδ.
}}
}}
{{elru
{{ls
|elrutext='''ποίημα:''' ατος τό<br /><b class="num">1)</b> [[изделие]] (ποιήματα χρύσεα Her.; ποιήματα ἀργύρεα Luc.);<br /><b class="num">2)</b> [[произведение]], [[творение]] (Γλαύκου τοῦ Χίου Her.; sc. Δαιδάλου Plat.);<br /><b class="num">3)</b> [[сочинение]], [[вымысел]] (ἐραστοῦ Plat.);<br /><b class="num">4)</b> [[стихотворение]], [[поэма]]: π. Κρόνῳ συγκείμενον Plat. стихи в честь Крона;<br /><b class="num">5)</b> [[дело]], [[действие]], [[деяние]] ([[εἴτε]] ποιήματα [[εἴτε]] παθήματα Plat.).
|lstext='''ποίημα''': τό, ([[ποιέω]]) πᾶν τὸ ποιούμενον ἢ ποιηθέν· [[ὅθεν]], Ι. [[ἔργον]]. π. χρύσεα, χάλκεα καὶ σιδήρεα Ἡρόδ. 4. 5., 7. 84, πρβλ. 2. 135· συχν. ἐν ἐπιγραφαῖς μετὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ τεχνίτου, τῷ Παρίῳ [[ποίημα]] Κολώτεω Ἐπιγραφ. Ἀρχ. ἐν Συλλ. Ἐπιγρ. 24· Γλαύκου τοῦ Χίου [[ποίημα]] Ἡρόδ. 1. 25· ἐπὶ τῶν ἔργων τοῦ Δαιδάλου, Πλάτ. Μένων 97Ε· π. ἐραστοῦ, [[εὕρημα]], [[τέχνασμα]], [[ἐπίνοια]] ἐραστοῦ, ὁ αὐτ. ἐν Πολ. 474Ε. 2) ποιητικὸν [[ἔργον]], [[ποίημα]], Κρατῖνος ἐν «Πυτίνῃ» 7, Πλάτ. Φαίδων 60C, Λῦσ. 221D· τὰ κατὰ μέτρου, τὰ μετὰ μέτρου π. Ἰσοκρ. 16Β. 319Β· π. εἰς τὰς Μούσας Συλλ. Ἐπιγρ. 1585, 9· ― ποιήματα ὡς τὸ Λατ. carmina, μονόστιχα, = ἔπη, Διον. Ἁλ. 1. 41, πρβλ. Schäf. de Comp. σ. 80, 257. 3) [[πλάσμα]], πλαστόν τι καὶ οὐχὶ ἀληθές, Ἀρρ. ἐν Ἀν. 5. 6. ΙΙ. [[πρᾶξις]], [[ἐνέργεια]], ἀντίθετ. τῷ [[πάθημα]], Πλάτ. Πολ. 437Β, Σοφιστ. 248Β, κ. ἀλλ.
}}
{{elnl
|elnltext=ποίημα -ατος, τό [ποιέω] maaksel, artefact, product:. χρύσεα ποιήματα gouden gereedschappen Hdt. 4.5.3; τοὔνομα οἴει τινὸς ἄλλου ποίημα εἶναι ἢ ἐραστοῦ; denk je dat dat woord door iemand anders geproduceerd is dan door iemand die verliefd was? Plat. Resp. 474e. dichtwerk:. τὰ μετὰ μέτρου ποιήματα werken in versvorm Isocr. 2.7. handeling:. εἴτε ποιημάτων εἴτε παθημάτων (tegenstellingen) of het nu actieve handelingen of passieve ondervindingen zijn Plat. Resp. 437b.
}}
}}
{{mdlsj
{{mdlsj